Μαρία Πυλιώτου, «Το Χρονικό μιας Δασκάλας από το Λευκόνοικο Μεσαορίας». Λευκωσία, 2024.

Αν η γενέθλια γη ταυτοποιεί τη μνήμη, σηματοδοτώντας τον ψυχισμό των παιδικών και νεανικών χρόνων μέχρι τον συναισθηματικό κόσμο της ώριμης ενηλικίωσης, πόσο μάλλον η τραγική απώλεια της πατρογονικής εστίας, καθώς καταγράφει έντονο το άλγος του νόστου, αναζωπυρώνοντας βιώματα εγχάρακτων παραστάσεων και πυροδοτώντας συγκινησιακές αναμνήσεις μιας απέραντης χαρμολύπης.

Ενδεικτικό των ως άνω έμφορτων συνδηλώσεων, που κομίζουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες από ένα κεφαλοχώρι της Κύπρου σε μιαν άλλη εποχή, «Το Χρονικό μιας Δασκάλας από το Λευκόνοικο Μεσαορίας», το οποίο υπογράφει με την πηγαία λογοτεχνική της γραφίδα η πολυβραβευμένη Μαρία Πυλιώτου.

Συγκεκριμένα, οι 130 σελίδες του βιβλίου με καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιώργου Παπαϊωάννου επιμερίζονται σε έντιτλα κεφάλαια, προϊδεαστικά των αφηγηματικών δρώμενων των δεκαετιών 1940 και 1950, και διανθίζονται με πολυσχιδείς φωτογραφικές απεικονίσεις, πίνακες της Μαρίας Κωνσταντίνου, εξώφυλλα παλαιότερων αναγνωστικών του Δημοτικού, καθώς και εικαστικά σχέδια της συγγραφέως.

Στο εισαγωγικό σημείωμα διευκρινίζει ότι τα γεγονότα που έζησε στην παιδική και εφηβική της κυρίως ηλικία δεν αποτυπώνουν μόνο την εντοπιογραφική φυσιογνωμία της αγαπημένης γενέτειρας, αλλά και συνδέονται με την ιστορική πορεία του τόπου.

Η αφύπνιση λοιπόν των πρώτων μνημονικών συνειρμών ανακαλούν την πεντάχρονη Μαρία και τον αξέχαστο θείο της Καλλή, οικοδόμο, βιολιστή και περιζήτητο καραγκιοζοπαίκτη στα χωριά της περιοχής, αλλά που δυστυχώς πέθανε τριαντατριών ετών από καλπάζουσα λευχαιμία. Μεγάλωσε για να καταλάβει ότι οι ολοφυρόμενες γυναίκες, που είδε στο σπίτι του νεκρού, έμοιαζαν με σκηνή αρχαίας τραγωδίας.

Όπως αργότερα συνειδητοποίησε τις επιπτώσεις από τον πόλεμο του 1940, με τη φτώχια να επηρεάζει ακόμη και το χωριό της. Ήταν τότε που τα περισσότερα παιδιά έφτιαχναν αυτοσχέδια δημιουργικά παιγνίδια και οι κοπέλες πάνινα παπούτσια, ενώ την έλλειψη βιβλίων αναπλήρωναν οι παλιές ιστορίες του παππού και της γιαγιάς μαζί με τα επινοητικά παραμύθια του σπουδαίου παραμυθά Αντωνή του Μαστρή. Θυμάται ακόμη ότι στη μεγάλη οικογένεια της γειτονιάς της οι γυναίκες σε συναναστροφή έκοβαν φιδέ είτε μακαρόνια της «σμίλας» ή του «σκλινιτζιού».

Όσο όμως κι αν αναπολεί τα ευχάριστα εκείνα στιγμιότυπα της παιδικής αθωότητας, άλλο τόσο αναλογίζεται τους εφιάλτες που της προκάλεσαν ορισμένες τραυματικές εμπειρίες. Η ημέρα που χάθηκε στους άγνωστους δρόμους του χωριού τής στοίχισαν τη φοβία να ταξιδεύει μόνη σε ξένη χώρα, με αποτέλεσμα να χάσει μια τρίμηνη υποτροφία για μετεκπαίδευση.

Η κόλαση, ωστόσο, ήταν στην πρώτη Δημοτικού, όπου οι τιμωρίες και οι «μουτρωμένες γερασμένες δασκάλες», την ανάγκασαν να μισήσει το σχολείο, μέχρι που η Αρετή Κάππα, η μοναδική μαία του χωριού και των περιχώρων, με τον τρόπο της την έκανε να το αγαπήσει. Στις επόμενες τάξεις είχε φοιτήσει σε ένα άλλο σχολείο, λίγο έξω από τα χωριό προς τα βόρεια, στη γειτονιά του τουρκομαχαλά. Δεν ξεχνά ότι σχολνώντας τα απογεύματα έπαιζε με συνομήλικα τουρκάκια, καθώς και την παρακολούθηση μια μέρα του «αλλιώτικου» τουρκοκυπριακού γάμου.

Τη μνήμη της χάραξαν ένα μεγαλύτερο και ένα μικρότερο περιστατικό υγείας. Αν σήμερα η αφαίρεση αμυγδαλών θεωρείται εύκολη επέμβαση, τότε σήμαινε 15 μέρες νοσοκομείο και πολυήμερη διαμονή στο σπίτι, κατά συνέπεια πολλές απουσίες και επανάληψη της Δ΄ τάξης, καθώς η μεγαλύτερη αδελφή δεν μπορούσε να τη βοηθήσει να συμπληρώσει τα κενά, απασχολημένη με τη ραπτική, τις μαθήτριες και τις πελάτισσές της. Οδυνηρή και η άλλη «παιδαγωγική μέθοδος» του χαστουκιού, που της είχε αστράψει ο δάσκαλος στο φουσκωμένο της μάγουλο λόγω πονόδοντου, επειδή νόμισε ότι έτρωγε εν ώρα μαθήματος.

Σταθμός την εποχή εκείνη ήταν το τέλος του πολυαίμακτου Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στα μέτωπα του οποίου έσπευσαν χιλιάδες Κύπριοι, ανάμεσά τους πολλοί Λευκονοικιάτες. Καμάρι της οικογένειάς της ο θείος Χρυσόστομος, αλλά και η γειτόνισσά της Κατίνα Λαζαρίδου, που είχε επίσης καταταγεί στον Αγγλικό στρατό ως εθελόντρια-νοσηλεύτρια. Ήταν η ίδια που χωρίς να το ξέρει γλύτωσε από βέβαιη σύλληψη τον Κυριάκο Μάτση σε ένα μπλόκο των Άγγλων, δείχνοντάς τους τη στρατιωτική της ταυτότητα με το βαθμό του λοχία.

Περήφανη επί πλέον ένοιωθε η συγγραφέας, εκτός από το Λευκόνοικο, για τα χωριά της καταγωγής του πατέρα της, τη Λύση και την Κοντέα. Εξάλλου, από τα χώματά τους αναδύθηκαν, επισημαίνει, οι τρεις θρύλοι των παιδικών της χρόνων, Βασίλης Μιχαηλίδης, Παύλος Λιασίδης και Τεύκρος Ανθίας. Αξιοθαύμαστος και ο ακαταπόνητος λιγομίλητος πατέρας της, που εργάστηκε με ζήλο για την ανοικοδόμηση της εκκλησίας της Παναγίας της Λύσης, κτίζοντας και σε άλλα χωριά εκκλησίες, σχολεία, σπίτια, όπως και το δικό τους με το «ανωούδι», την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του οποίου περιγράφει λεπτομερώς.

Τα φυλαγμένα του σχέδια μαρτυρούν ότι ήταν και ο επιδέξιος σχεδιαστής πλείστων όσων κτηρίων αναλάμβανε. Στον αυτοβιογραφικό καμβά αποθησαυρίζονται πολλές άλλες κοινωνικοπολιτικές αναφορές επί Αγγλοκρατίας. Την ίδρυση το 1909 της χωρητικής Τράπεζας Λευκονοίκου διαδέχθηκε το 1938 το πρώτο συνεργατικό ίδρυμα, παρότι δεν έλειπαν κάποιοι υπάλληλοι δόλιας εκμετάλλευσης του αγράμματου φτωχόκοσμου.

Τα χρόνια εκείνα, περί τα μέσα του περασμένου αιώνα, σημαδεύτηκαν όχι μόνο από τη μαζική μετανάστευση αλλά και από οξείες αντιπαραθέσεις ιδεολογικών φανατισμών, συχνά και εντός της ίδιας οικογένειας. Παραδείγματα οι μετανάστες θείοι, ο ένας στη Μασσαλία και ο άλλος στην Αγγλία, συνιδρυτής του Κ.Κ.Κ., ενώ από τους δύο γεωπόνους αδελφούς τους στην Κύπρο  ο ένας ήταν Αγγλόφιλος ακροδεξιός εθνικιστής.

Αξιόλογες οι σελίδες του βιβλίου, που αναφέρονται στους πρωτοπόρους της πολιτιστικής προόδου του ξακουστού εκείνου «Σιτοβολώνα της Μεσαορίας» και στη διατήρηση των παραδοσιακών ενασχολήσεων, παράλληλα με τη φοίτηση της συγγραφέως στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου, το Παγκύπριο Γυμνάσιο και το Διδασκαλικό Κολλέγιο έως τα πρώτα της χρόνια ως δασκάλας, διατρέχοντας τα κομβικά σημεία της Νεώτερης Κυπριακής Ιστορίας: από το Ενωτικό Δημοψήφισμα του 1950 στον Αγώνα του 1955-1959 μέχρι την τραγωδία του 1974.