Παύλος Φ. Ιωαννίδης Τα Τρικωμίτικα. Μικρές Ιστορίες, ιδιωτική έκδοση 2025
Το νεοεκδοθέν βιβλίο του πολυγραφότατου συγγραφέως και ερευνητή Παύλου Φ. Ιωαννίδη, όπως εμφαίνει ο τίτλος και ο επεξηγηματικός του υπότιτλος, αποθησαυρίζει βιωματικές μνήμες, αναζωπυρώνοντας ιστορικές και λαογραφικές αναφορές σε συνάρτηση με τις επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τα ήθη, τις νοοτροπίες, τις επαγγελματικές ενασχολήσεις και τις ψυχαγωγικές συνήθειες, εν τέλει τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων στην αγαπημένη του γενέτειρα, το Τρίκωμο των αλλοτινών εποχών. Στο επίκεντρο της εντρύφησής του μια πλειάδα ευτράπελων, ώς επί το πλείστον, αφηγήσεων και διαδεδομένων διαχρονικά παροιμιωδών φράσεων μέσα από τις καταγωγικές πηγές παραδοσιακών εξιστορήσεων και προσωπικών μαρτυριών, που αποτυπώνουν γραφικούς τύπους, καθημερινούς ανθρώπους της αγροτιάς και της εργατιάς, καθώς και εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τότε επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στη συλλογική φυσιογνωμική συνείδηση και την ανθρωπογεωγραφική ιδιαιτερότητα της περιοχής.
Η συγκεντρωτική καταγραφή των προφορικών αυτών μικρο-ιστοριών με πρωταγωνιστές γηγενείς Τρικωμίτες, εγκατεστημένους Κύπριους και ξένους είτε συστηματικούς επισκέπτες στο Τρίκωμο, που πρωτοδημοσιεύθηκαν στο ετήσιο περιοδικό του Συνδέσμου Τρικωμιτών κατά τα έτη 2011-2018, έρχονται να προσθέσουν ενδιαφέρουσες ψηφίδες στον χαρακτηρολογικό και κοινωνιολογικό ιστό της μακραίωνης ιστορίας του Τρικώμου, η οποία συγκροτεί το μνημειώδες δίτομο ομώνυμο έργο του συγγραφέως. Εξ ου και στον επίλογο της εισαγωγής του παρόντος πονήματός του, απευθυνόμενος στους παλαιότερους συντοπίτες και στους νεώτερους απογόνους τους επισημαίνει: «Όσοι έζησαν στο Τρίκωμο και τώρα είναι υπερήλικες, διαβάζοντάς τις θα φέρουν στη μνήμη τους εκείνες τις όμορφες στιγμές που ο αφηγητής διηγόταν αυτές τις μικρές ιστορίες και θα νιώθουν χαρά και μεγάλη ευχαρίστηση. Οι νεότεροι, όμως, που δεν απόλαυσαν τέτοιες στιγμές και ούτε γνώρισαν τα πρόσωπα που αναφέρονται στις ιστορίες, ας απολαύσουν ένα μικρό μέρος της πνευματικής παράδοσης των προγόνων τους και ας φροντίσουν να διατηρηθούν και στη μνήμη των επόμενων γενεών.».
Από τις 171 έντιτλες «ιστορίες από την καθημερινότητα», που μερικώς διανθίζονται με τις φωτογραφίες τών περί ου ο λόγος προσώπων και που ομαδοποιούν το πρώτο μέρος των περιεχομένων, ακροθιγώς ενδεικτικές των ως άνω αποτιμήσεων οι ακόλουθες εν συντόμω αναδιηγήσεις: Τη δεκαετία του 1960, κατά την οποία οι κάτοικοι του Τρικώμου, διχασμένοι στα ιδεολογικά στρατόπεδα της δεξιάς και αριστεράς με δικά τους σωματεία, καφενεία και παντοπωλεία, όταν γνωστός γεροδεμένος ακροδεξιός έδειρε κάποιον καχεκτικό αριστερό, στέλεχος του κόμματος, τον κατάγγειλε σε ομοϊδεάτη του λοχία ότι εκείνος αντιθέτως τον κτύπησε. Μετά και τη μαρτυρία δεξιού επίσης φίλου του ενάγοντος, ο οποίος ορκιζόμενος σήκωσε το πόδι του, για να μην τιμωρηθεί, όπως πίστευαν, από τον Θεό, ο δικαστής παρά τις επιφυλάξεις του, επέβαλε στον αθώο-κατηγορούμενο το πρόστιμο των τριών λιρών με τη σύσταση να μην επαναλάβει την πράξη του.
Οι Τρικωμίτες ήταν γνωστοί περιπαίχτες-πειρακτήρια και χωρατατζήδες, όπως καταδεικνύουν τα εξής αφηγηματικά στιγμιότυπα: Ο Κώστας Κωνσταντινίδης είχε τάξει πέντε λίρες στον Λιασή του Παντελή, αν κατάφερνε να κοροϊδέψει τον Τρικωμίτη δάσκαλο Ιάκωβο Ιακωβίδη, που εμφανίστηκε χωρίς μουστάκι, για το οποίο υπερηφανευόταν. Όταν ένα απόγευμα ο βαλτός Λιασής τον συνάντησε στο παζάρι, καυχιόταν ότι μπορούσε να κάμει πολλές παλληκαριές και όταν ο Ιακωβίδης τον αποπήρε, του είπε: «Δάσκαλε, αν δεν μπορέσω να κάμω οποιαδήποτε παλληκαριά, θα ξυρίσω αμέσως το μουστάκι μου…». Τρώγοντας την μπαστουνιά από τον θιγμένο δάσκαλο, αναφώνησε ευχαριστημένος κερδίζοντας το στοίχημα: «Αξίζει, δάσκαλε, η μπαστουνιά σου πέντε λίρες… Σ’ ευχαριστώ…». Ο Στέφανος Στεφανίδης, πατέρας του Δήμου Στεφανίδη, γραμματέως της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Τρικώμου, που διατηρούσε παντοπωλείο απέναντι από το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, όταν δεν ήταν απασχολημένος, συνήθιζε να μετακινεί τα πράματα και τα έπιπλά του. Η απάντηση στην ερώτηση του κουμπάρου του Κίλλη γιατί τα «ταράσσει», ήταν: «Ταράσσω τα, πέρκι ταράξει τζι εμέναν η τύχη μου…». Όταν ο γεωργός Νίκος Θούπου εισέπραξε από τη Συνεργατική κάπου εξακόσιες λίρες, πωλώντας τα σιτηρά του εκείνης της καλοχρονιάς, έτρεξε στο σπίτι για να μοιραστεί τη χαρά με τη σύζυγό του και χτυπώντας την πόρτα φώναξε: «Άνοιξε, Άννα, ήρτα από την Αμερική». Ο Ζορνάς ο καφετζής, μετά που ο γιος του τού έγραφε από την Αίγυπτο, όπου είχε μεταναστεύσει, ζητώντας του χρήματα για να επιστρέψει, καθότι πεινούσε και διψούσε, απορούσε επαναλαμβάνοντας στους θαμώνες του καφενείου του πως καλά να πεινά αλλά να διψά; «Κοτζιά μου ποταμός Νείλος με τόσο νερό, εν ισιύφκει να πιει;».
Δυο από τις φάρσες του λόγιου εκδότη της σατιρικής εφημερίδας της Αμμοχώστου «Πυξ-Λαξ», που επισκεπτόταν συχνά το Τρίκωμο, Ζαχαρία Σωτηρίου, είναι: Αφαιρώντας μια νύχτα το πρώτο γράμμα από το κλειστό κουρείο τού Κακό του Γιωρκαντζή, προσποιήθηκε το άλλο πρωί ότι ουρεί σε μια γωνιά του. Σε επίπληξη του κουρέα ότι εκεί δεν ήταν ουρητήριο, ο επιλεγόμενος Γενάς τού έδειξε την πινακίδα που έγραφε «ΟΥΡΕΙΟΝ». Είχε θορυβήσει επίσης τις Αγγλικές Αρχές στέλλοντας το εξής τηλεγράφημα: «Φθάνει Αβέρωφ κομίζων Βενιζέλον και Ελευθερίαν πολυπόθητον». Δεν αφορούσε, βεβαίως, στο θωρηκτό Αβέρωφ ούτε στον Ελευθέριο Βενιζέλο και την ελευθερία της Κύπρου, παρά σε τρία από τα παιδιά του που όλα έφεραν ονόματα από τη μυθολογία και την ιστορία. Μεταξύ των πολλών ιστοριών για τον εκ Λύσης ιερέα του Τρικώμου Παπαγιάννη, ήταν η απαίτηση για οφειλόμενο φαγοπότι από τον μεγάλο Τρικωμίτη αρχαιολόγο Βάσο Καραγιώργη, καθότι τον είχε βαπτίσει «ιδίαις χερσίν».
Ο «κοφτός και Τρικωμίτικος» χαρακτήρας των «σφήκουρων» αναδεικνύεται και μέσα από τις 14 ιστορίες στο δεύτερο μέρος των παροιμιωδών εκφράσεων ενός κόσμου με έντονη τη σφραγίδα του τόπου του, όπως τον ζωντανεύει ο ευπαίδευτος συγγραφέας του.
