Νάσια Διονυσίου, «Μη γράφετε Αρθούρος», εκδόσεις Πόλις 2025.

Η Νάσια Διονυσίου δούλεψε πολύ σκληρά, επισταμένα, μεθοδικά. Αφιέρωσε πολύ χρόνο στη διεξοδική μελέτη του ιστορικού περιγράμματος, αλλά και του αισθητικού περιεχομένου του πρώτου μυθιστορήματός της που τιτλοφορείται: «Μη γράφετε Αρθούρος». Οι κόποι της, που προϋπόθεταν άπειρες ώρες και άπειρες σελίδες διαβάσματος συναφών συγγραμμάτων, ανταμείφθηκαν, Το έργο που παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό είναι αντάξιο των κόπων που κατέβαλε.

Όλα τα βήματα της Ν.Δ. στο λογοτεχνικό στερέωμα είναι καλομελετημένα, στέρεα και προοδευτικά εξελικτικά. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων «Περιττή ομορφιά» το 2017. Το επόμενό της βήμα, η νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος» το 2021, συνιστούσε ένα ποιοτικό άλμα. Το υπό παρουσίαση μυθιστόρημα του 2025 την πάει ακόμα ένα βήμα πιο ψηλά και αποδεικνύει πως τίποτε δεν είναι τυχαίο στη συγγραφική της πορεία.

Παρουσιάζοντας το «Τι είναι ένας κάμπος» από αυτήν εδώ τη στήλη, έκανα λόγο για «ισορροπία στην αρχιτεκτονική δόμηση» του έργου, αλλά και για τον «πλουραλισμό των αφηγηματικών τεχνικών». (Φιλ. 20 Μαρτίου 2022) Τα ίδια ισχύουν αλλά σε υπέρτερο βαθμό και για το μυθιστόρημά της.

Το «Μη γράφετε Αρθούρος», ευρισκόμενο όπως και το προηγηθέν έργο στις παρυφές του ιστορικού μυθιστορήματος, αναπαριστά με αισθητική επάρκεια τα πρώτα αποικιοκρατικά χρόνια της Κύπρου, αλλά αναδεικνύει και τους ίδιους τους Βρετανούς αποικιοκράτες ως είχαν τον πρώτο καιρό μέσα στο κυπριακό τοπίο. Το υποκείμενο βέβαια του βιβλίου είναι η προσωπικότητα του σημαντικότατου και επιδραστικότατου για τις επόμενες γενιές Γάλλου ποιητή Αρθούρου Ρεμπώ και το σύντομο πέρασμά του από την Κύπρο σε δύο περιπτώσεις, το 1878 και το 1880. Η συγγραφέας σκιαγραφεί τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του ποιητή συνυφαίνοντάς τα αρμονικά με αποσπάσματα από το έργο του. Την ίδια ώρα η Κύπρος και οι άνθρωποί της, οι φυσικές ομορφιές του νησιού, κατέχουν περίοπτη θέση σε όλο το βιβλίο.

Ας αρχίσουμε όμως από το πορτρέτο του Ρεμπώ όπως το αναπλάθει η Ν.Δ.: «…έμοιαζε να έχει διαρκώς στον νου του τη φυγή σαν κάποιος που δεν θέλει να ριζώσει που αποζητά να είναι μόνος». (σελ. 37) Οι περιγραφικές ρανίδες στον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Ρεμπώ είναι διαρκείς σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος: «…δεν διατηρεί φιλικές σχέσεις με κανέναν, ούτε έχει μεγάλες οικειότητες ή συμπάθειες, δεν τον ενδιαφέρει η κοινωνική συνάφεια, οι τύποι». (σελ. 57) Και λίγο πιο κάτω: «…περιφρονεί εξίσου τα μέλη της αριστοκρατίας και τους χωριάτες…». (σελ. 58)

Ο Ρεμπώ, ευρισκόμενος στην Κύπρο, στην ουσία απόκρυβε την ποιητική του υπόσταση. Δεν θεωρούσε ότι εξυπηρετεί οτιδήποτε η όποια αναφορά. Αυτή τη στάση αναδεικνύει, πολύ εύστοχα, η συγγραφέας και με μια δόση ειρωνείας: «…ουδείς μαρτυρά ότι τον άκουσε όποτεδήποτε να αναφερθεί στην ποίηση ή σε παρόμοιες επιβλαβείς αργόσχολες ασχολίες, άλλως πράγματα που είναι για λύπηση». (σελ. 92)

Αποστροφή προς κάθε ανθρώπινη συνάφεια έτρεφε ο ποιητής. Όμως, μια αποστροφή που είχε περισσότερο να κάνει με μια στάση αντίστασης και αντίδρασης. Δεν ήταν καθόλου μα καθόλου στάση ελιτίστικης υπεροψίας. Να πως το αναπλάθει αισθητικά η Ν.Δ.: «…ήταν αναγκασμένος να μιλά αλαμπουρνέζικες γλώσσες, να τρώει αλλοπρόσαλλα φαγητά, να συναναστρέφεται χυδαίους Ευρωπαίους και μπαγαπόντηδες ντόπιους…». (σελ. 131) Με δυο λόγια, αυτός ο ανατρεπτικός, ρηξικέλευθος και επαναστατικός ποιητής κατά την παραμονή του στην Κύπρο υπήρξε μοναχικός, απόμακρος και αινιγματικός.

«Δεύτερες φωνές» στο μυθιστόρημα είναι οι δύο βασιλικοί μηχανικοί που εκπονούν τα σχέδια για την οικοδόμηση της κυβερνητικής αγροικίας στο Τρόοδος, η οποία κτιζόταν για τον Πρώτο Μεγάλο Αρμοστή και εντολοδόχο του Στέμματος Σερ Γκάρνετ Γούλσλεϊ. Οι διάλογοι μεταξύ των δύο βασιλικών μηχανικών συνιστούν και την πρώιμη αποικιοκρατική ματιά στο νησί μας και τους ανθρώπους του. «Δεύτερη φωνή» αποτελεί και ο νεαρός ταχυδρόμος που μεταφέρει την αλληλογραφία του Ρεμπώ στο βουνό. Μέσω του ταχυδρόμου θεωρώ ότι φιλτράρεται και η συγγραφική ματιά στα δρώμενα αλλά και στην προσωπικότητα του Ρεμπώ. Γενικά, αποικιοκράτες και αποικιοκρατούμενοι σκιαγραφούνται με συγγραφική δεινότητα.

Η Ν.Δ. βλέπει τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του εγχώριου πληθυσμού, των Κυπριωτών δηλαδή, με τα μάτια των Βρεττανών αποικιοκρατών στα πρώτα αποικιοκρατικά χρόνια: «…τα ημιβάρβαρα αυτά υποκείμενα θα αναγκαστούν να φτάσουν σε ένα ψευδοπολιτισμένο έστω επίπεδο και ίσως σταδιακά κάποτε στο μέλλον να καταστούν ικανά να αυτοδιοικούνται …». (σελ. 73)

Από το βιβλίο δεν λείπει και η πολιτική αποτίμηση των κοινωνικοπολιτικών δρωμένων της εποχής, πάντοτε υπό το πρίσμα της φλεγματικής βρετανικής προσέγγισης: «Και ας προβάλλουν αιτήματα για Ένωση με την Ελλάδα, δονκιχωτικές αυταπάτες παιδιάστικες αξιώσεις, ρομαντικά όνειρα ολίγων φαντασιόπληκτων και αρκετών συμφεροντολόγων, της εκκλησίας πρωτίστως που έχασε τα φορολογικά της προνόμια». (σελ. 74)

Η συγγραφέας ανασυνθέτει με μαγευτική μαεστρία, με σαγήνη και μεθυστική προσήλωση το κυπριακό τοπίο. Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερο επίλογο γι’ αυτή την παρουσίαση από το δοξαστικό απόσπασμα για την κυπριακή γη που ακολουθεί: «…από την Λάπηθο ως την Καλογραία την Κυθρέα την Ακανθού τον Δαυλό την Αιγιαλούσα, το θήραμα είναι πρώτης τάξεως, αγριόπαπιες φραγκολύνες μπεκάτσες, οι πλαγιές ευλογημένες με νερά κεφαλόβρυσα, ο αέρας αρωματισμένος με θυμάρια ρίγανες βασιλικούς, ροσμαρί, η γη πνιγμένη σ’ ελιές συκιές χαρουπιές, πλημμυρισμένη από μυρτιές πικροδάφνες κρεμαστές τριανταφυλλιές, κεντημένη μ’ απαλά ροζ κυκλάμινα κόκκινες παπαρούνες λιλά ανεμώνες, ένα τοπίο της αφθονίας και της γαλήνης…». (σελ. 44)

Αυτή η παραδείσια όψη της πατρίδας μας, δυστυχώς εξέλειπε προ πολλού. Και καλό είναι να τη γνωρίζουμε, έστω και μέσω της συγγραφικής γραφίδας μιας σημαντικής λογοτέχνιδας.

g.frangos@cytanet.com.cy