Ο απερχόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΘΟΚ διαβεβαιώνει ότι δεν θα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. 

Μετά από 6,5 χρόνια ήρθε η ώρα να παραδώσει τη σκυτάλη του καλλιτεχνικού διευθυντή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και όλα δείχνουν ότι εκτός από πρώτος θα γραφτεί στην ιστορία κι ως ο μοναδικός με αυτή την ιδιότητα. Με τη διάδοχη κατάσταση να είναι ακόμη σε εκκρεμότητα, ο Σάββας Κυριακίδης ολοκληρώνει και τυπικά σήμερα την κυπριακή του περιπέτεια και επιστρέφει στην Ελλάδα έτοιμος για νέες προκλήσεις. Στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη σημειώνει ότι αποχωρεί γεμάτος. Αναφέρεται σ’ αυτά που κρατά κι αυτά που αφήνει, στην επιλογή για την οποία αισθάνεται περισσότερο δικαιωμένος, στην πιο έντονη στιγμή, στη σοβαρότερη κρίση που αντιμετώπισε, ενώ μοιράζεται την άποψή του για τη θεατρική πραγματικότητα της Κύπρου, όπως τη βίωσε από τη θεσμική θέση που υπηρέτησε. 

Με τι συναισθήματα αποχωρείς; Φεύγω αισθανόμενος ότι τα έξι χρόνια σ’ αυτή τη θέση είναι ικανοποιητικός χρόνος για να δοθεί σ’ έναν άνθρωπο η ευκαιρία να δείξει επαρκές κομμάτι της δουλειάς του. Αφήνω χώρο στους επόμενους να φέρουν κι τις δικές τους ιδέες και να χτίσουν πάνω σ’ αυτά που εκτιμούν ως άξια να συνεχιστούν, ανανεώνοντας με το δικό τους όραμα την πορεία του οργανισμού. Αποχωρώ γεμάτος, χαρούμενος γιατί νιώθω ότι έγιναν αρκετά εδώ. Σε πιο προσωπικό επίπεδο, επειδή μου αρέσουν οι νέες προκλήσεις, φεύγω ελπίζοντας ότι αυτό που θ’ ακολουθήσει θα δώσει καινούριο ενδιαφέρον και ερεθίσματα σε πράγματα που με γοητεύουν και με κινητοποιούν. 

Νιώθεις ότι αφήνεις πίσω σου κάτι ανολοκλήρωτο; Όχι, ακριβώς. Υπάρχει όμως ένα κενό που δεν καταφέραμε να καλύψουμε αν και αποτελούσε προτεραιότητα και στα δύο τριετή πλάνα που είχα καταθέσει με την υποψηφιότητά μου. Αναφέρομαι στην κρατική δραματική σχολή. Η τελευταία ενημέρωση- γνωμάτευση που είχαμε από το Υπουργείο Παιδείας ήταν ότι λόγω της ημικρατικής του φύσης ο ΘΟΚ δεν μπορεί να έχει δική του σχολή. 

Τι ανέμενες να βρεις και τι βρήκες τελικά στον ΘΟΚ; Όταν διεκδίκησα τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο μυαλό μου είχα το μοντέλο που σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί σε όλα τα κρατικά ευρωπαϊκά θέατρα. Διαπίστωσα, όμως, ότι εδώ είναι ελαφρώς διαφοροποιημένο. Έπρεπε να δουλέψω σύμφωνα με αυτό. Προβλέπει ότι η καλλιτεχνική διεύθυνση έχει κυρίως την ευθύνη του καλλιτεχνικού προγραμματισμού, ενώ για ευρύτερα διοικητικά ζητήματα τα καθήκοντα εκπορεύονται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Αυτό όφειλα να το σεβαστώ. Είχα πάντως την τύχη να συνυπάρξω με εξαιρετικά ΔΣ και άψογους προέδρους, όπως αρχικά τον Γιάννη Τουμαζή κι έπειτα την Αντιγόνη Παπαφιλίπου, με τους οποίους δούλεχα υποδειγματικά. Απολύτως συνεννοήσιμοι, συμπορευτήκαμε σε μεγάλο βαθμό και σε επίπεδο σκέψεων και ιδεών, αλλά το κυριότερο είναι ότι αποσαφηνίσαμε ρόλους. Βρήκαμε ένα modusoperandi και κόψαμε δρόμο για να μη χανόμαστε σε διαδικασίες, γνωρίζοντας τελικά τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει ο καθένας. Αν δεν υπήρχε αυτή η σύμπνοια κάποια πράγματα δεν υπήρχε περίπτωση να γίνουν. 

Ουσιαστικά, αυτό το μοντέλο του καλλιτεχνικού διευθυντή εφαρμόστηκε μόνο μ’ εσένα… Σωστά. Και ακούγεται ότι είναι πιθανό ο ΘΟΚ να επιστρέψει στο μοντέλο ενός είδους γενικής διεύθυνσης. Ίσως είναι σωστό αυτό, αλλά τονίζω και πάλι ότι πρέπει να είναι όσο το δυνατόν αποσαφηνισμένες οι αρμοδιότητες μεταξύ διεύθυνσης και διοίκησης. Πάντως, το προηγούμενο μοντέλο προέβλεπε και Καλλιτεχνική Επιτροπή και το λέω κατηγορηματικά ότι εκείνο έκλεισε τον κύκλο του και είναι παρωχημένο. Ίσως η εμπειρία της δικής μου παρουσίας να οδηγήσει στο μοντέλο ενός διευθυντή με κυρίως καλλιτεχνικά καθήκοντα και προφίλ, αλλά και με ουσιαστική δυνατότητα παρέμβασης στη συνολική λειτουργία του οργανισμού. 

Ποιες ήταν οι προτεραιότητες όταν ανέλαβες; Σε κάθε προκήρυξη μού είχε ζητηθεί να καταθέσω ένα τριετές πλάνο. Το δικό μου είχε τέσσερις βασικούς πυλώνες. Ο ένας αφορούσε το ρεπερτόριο. Ο άλλος μιλούσε για την εξωστρέφεια του οργανισμού. Ο τρίτος αφορούσε την εκπαίδευση και, παρά το γεγονός ότι δεν προχωρήσαμε τη Δραματική Σχολή,  έχουν υπάρξει αποτελέσματα σε παράλληλα πεδία όπου μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε δράσεις. Ο τέταρτος είχε να κάνει με μια παρέμβαση σε λειτουργικά ζητήματα. Αυτά τελικά δεν είχα μεγάλο περιθώριο να τα υλοποιήσω, αλλά παρόλα αυτά ορισμένα, με τη στήριξη της διοίκησης, έγινε κατορθωτό να τροχοδρομηθούν.

Τι ύφους ζητήματα είναι αυτά; Ένα παράδειγμα είναι το ραφτάδικο, που μεταφέρθηκε από τον χώρο στα Λατσιά στο κεντρικό κτήριο, γιατί είναι πιο λειτουργικό στις πρόβες οι ηθοποιοί να βρίσκονται κοντά στο χώρο που ράβονται τα κοστούμια. Ένα άλλο είναι ότι εκκαθαρίστηκε επιτέλους ο χώρος του φροντιστηρίου στα Λατσιά. Τακτοποιήθηκε, οργανώθηκε, ενώ έγινε κι ένα είδος ψηφιακής καταγραφής. Έτσι τώρα ο οργανισμός γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τι έχει σε επίπεδο φροντιστηριακού υλικού. Επίσης, λειτουργεί νέα, πιο λειτουργική ιστοσελίδα κι ένα πολύ πιο λειτουργικό σύστημα ticketing. Είναι μικρά πράγματα που όμως βοηθούν στην πιο εύρυθμη λειτουργία.

© Γιώργος Σαββινίδης

-Ποιο λειτουργικό ζήτημα του οργανισμού θα άλλαζες αν είχες τη δυνατότητα; Λόγω των δεδομένων που υπάρχουν με τις συντεχνίες, εύλογα ο οργανισμός σε διοικητικό επίπεδο σταματά να λειτουργεί νωρίς το απόγευμα. Λιγότερο εύλογα, κατά τη γνώμη μου, σταματά να λειτουργεί και καλλιτεχνικά, με εξαίρεση τις ημέρες των παραστάσεων ή των τελευταίων προβών. Οι καλλιτεχνικοί οργανισμοί θα έπρεπε να ζουν περισσότερες ώρες. Οι πρόβες θα μπορούσαν να είναι και απογευματινές. Είναι στενάχωρο να υπάρχει ένα αξιοσημείωτο κτήριο με τόσες δυνατότητες και η λειτουργία του να «σβήνει» στις 3-4 το απόγευμα. Είναι ένα σύνθετο πρόβλημα, που χρειάζεται χρόνο και καλή διάθεση εκ μέρους όλων των πλευρών για να λυθεί. 

Πόσο βροντερά κλείνεις την πόρτα πίσω σου; Αν «βροντερά» σημαίνει ότι δεν θέλω να ξαναδώ την Κύπρο, τότε ούτε κατά διάνοια. Για πολλούς λόγους θα επιστρέφω με διάθεση να δω πώς εξελίσσεται το θέατρο εδώ και πώς ο οργανισμός κάνει τα επόμενά του βήματα. Δεν θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Είχα, νομίζω, καθαρές και ειλικρινείς συνεργασίες στις πλείστες των περιπτώσεων. Θέλω να πιστεύω ότι η στάση μου έπεισε οποιονδήποτε είχε επιφυλάξεις ότι δεν ήρθα εδώ με κλειστή ατζέντα. Σ’ αυτά τα έξι χρόνια έχω συνεργαστεί με το συντριπτικό ποσοστό των ενεργών καλλιτεχνών που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, αρκετοί εκ των οποίων ανήκουν στη νέα γενιά. Από έναν αριθμό περίπου 40 σκηνοθετών, οι περισσότεροι από τους μισούς δουλέψαν για πρώτη φορά στον ΘΟΚ. 

Ποια ήταν η κεντρική φιλοσοφία σε σχέση με το ρεπερτόριο; Το έργο που επιλέγεις, το επιλέγεις για συγκεκριμένο λόγο, σε συγκεκριμένες συνθήκες και στόχους. Η επιλογή των περίπου 60 παραγωγών που έγιναν αυτό το διάστημα ήταν χωρίς εξαίρεση απολύτως συνειδητή: το έργο, η συγκυρία, οι συντελεστές, η σκηνή. Είχα την απόλυτη ευθύνη στην επιλογή του ρεπερτορίου και των βασικών συνεργατών, χωρίς καμία παρέμβαση από κανέναν. Δεν ξέρω αν βοήθησε το γεγονός ότι ήρθα λίγο «ουρανοκατέβατος». 

Αισθάνεσαι δικαιωμένος από τις επιλογές σου; Το θέατρο δεν είναι πεδίο προσωπικής φιλοδοξίας κανενός. Η επιλογή ρεπερτορίου δεν αφορά αποκλειστικά το γούστο μου, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον τόπο και τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Οι επιλογές ως προς τους σκηνοθέτες ήταν εντελώς συνειδητές. Κάθε σκηνοθέτης έχει τη δική του ταυτότητα και τον δικό του τρόπο που αντιλαμβάνεται το θέατρο. Το αποτέλεσμα κάποιων παραστάσεων από ένα σημείο και μετά μπορεί να συζητηθεί ανάλογα με το γούστο και τη θεατρική εμπειρία του καθενός. Δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην αρνητικά με κάποιο αποτέλεσμα. Δεν αισθάνομαι πως έγινε κάποια παράσταση που ευτέλισε τους κανόνες της τέχνης ή της θεατρικής διαδικασίας. Είμαι, όμως, πρόθυμος ν’ ακούσω μια διαφορετική άποψη ως προς αυτό. 

Με ποιο άλλο κριτήριο έγινε η επιλογή των έργων; Προσπάθησα να συνθέσω ένα ρεπετόριο που να φέρει και μια καινούργια δραματουργία. Από τις 60 παραγωγές που ανέβηκαν αυτό το διάστημα οι 45 αφορούσαν έργα που ανέβηκαν για πρώτη φορά στην Κύπρο. Για μένα ήταν κριτήριο. Δεν είναι κακό να επαναφέρεις ένα έργο μετά από κάποια χρόνια. Αλλά, όταν υπάρχουν κλασικά έργα που δεν έχουν ανεβεί ποτέ, όπως ο «Σιρανό» ή ο «Ριχάρδος ο Γ’», γιατί να τα προσπεράσεις;

Ποια άποψη έχεις διαμορφώσει για την εδώ θεατρική πραγματικότητα; Υπάρχουν αρκετές νέες δυνάμεις στο κυπριακό θέατρο που πρέπει να έχουν την ευκαιρία και τη δυνατότητα να δείξουν τη δουλειά τους, υποστηριζόμενες τόσο από το κράτος όσο και από το κοινό. Χρειάζεται κι αυτές οι ίδιες οι δυνάμεις να συσπειρωθούν, αλλά και να έχουν τη δυνατότητα να δουλεύουν σε μακρύτερο χρόνο. Αυτό το φαινόμενο με τις πρόβες των 4-5 εβδομάδων και με τις 8-10 παραστάσεις είναι κατά τη γνώμη μου προβληματικό. Γενικότερα, διακρίνω έναν πληθωρισμό που δεν τον σηκώνει η «αγορά». Καλώς ή κακώς, το κοινό της Κύπρου δεν μπορεί να σηκώσει απεριόριστο αριθμό προτάσεων για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Μια χώρα του ενός εκατομμυρίου κατοίκων δεν μπορεί να έχει σε αριθμό τους επαγγελματίες καλλιτέχνες που έχει μια χώρα των 5, 10 ή 25 εκατομμυρίων, χωρίς το ανάλογο κοινό. Καλό είναι να προσγειωθούμε στα πραγματικά δεδομένα.

Ποια είναι η δική σου προτροπή προς αυτές τις νέες δυνάμεις; Πιστεύω πολύ στις νεότερες γενιές. Αισθάνομαι ότι πρέπει να βρουν έναν τρόπο να δουλεύουν με συνασπισμό κι όχι με διάσπαση δυνάμεων. Αυτό θα δώσει προοπτική στο κυπριακό θέατρο. Επίσης, ειδικότερα οι νεότερες γενιές πρέπει να έρχονται συστηματικά σε επαφή με ό,τι συμβαίνει εκτός Κύπρου, ώστε να έχουν ένα πραγματικό μέτρο της διεθνούς πραγματικότητας. Να ταξιδεύουν, να εκπαιδεύονται, να συνεργάζονται ούτως ώστε να πάνε πιο πέρα. 

Θα έλεγες ότι η καλλιτεχνική παραγωγή της Κύπρου υποτιμάται στην Ελλάδα; Δεν έχω αυτή την αίσθηση. Ενδεχομένως να μην υπάρχει η απαραίτητη γνώση του καλλιτεχνικού τοπίου. Θα ήταν καλό να δινόταν η δυνατότητα γνωριμίας για την Ελλάδα και τη διεθνή κοινότητα μέσω ευρύτερων δράσεων. Είναι υπόθεση του καλλιτεχνικού δυναμικού αλλά και της πολιτείας να προβάλλει τη δουλειά που γίνεται στους σωστούς ανθρώπους. Πάντως, δεν νομίζω ότι το κύκλωμα είναι τόσο κλειστό πια. Όλο και περισσότερες παραστάσεις από την Κύπρο καλούνται και πηγαίνουν στην Ελλάδα. Κάτι φαίνεται να κινείται. 

Γιατί η πόρτα της Επιδαύρου παραμένει κλειστή; Δεν θα το έθετα ακριβώς έτσι, αλλά η Επίδαυρος είναι όντως μια δύσκολη υπόθεση. Για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου είναι δουλειά του εκάστοτε καλλιτεχνικού διευθυντή να επιλέγει τις παραστάσεις που εκφράζουν τη δική του αντίληψη και αισθητική. Τα δύο κρατικά θέατρα της Ελλάδας, το Εθνικό και το Κρατικό Βορείου Ελλάδας έχουν μόνιμη, θεσμική θέση. Τα τελευταία χρόνια γίνεται συζήτηση για το αν αυτή η θεσμική θέση πρέπει να συνεχίσει να υφίσταται. Προέκυψαν αντιστάσεις από καλλιτεχνικούς διευθυντές που θα προτιμούσαν να μην είναι τόσο δεδομένο. Καλώς ή κακώς, ο ΘΟΚ δεν έχει μόνιμη θέση. 

Καλώς ή κακώς; Για να μπορέσω να απαντήσω με σοβαρότητα θα πρέπει να μπω στα «ρούχα» του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ. Κατά καιρούς γίνονται συζητήσεις για να κατοχυρωθεί. Δεν ξέρω αν θα ευοδωθούν. Όσο, όμως, δεν κατοχυρώνεται, είναι απόλυτη αρμοδιότητα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης να επιλέγει αυτό που εκείνη θεωρεί ότι την αντιπροσωπεύει. Σε κάθε περίπτωση, προσωπικά θεωρώ χαμένο το στοίχημα με την πρόσφατη απόπειρα για συμμετοχή του ΘΟΚ. Διότι, πράγματι δεν θα πήγαινε τελικά με Κύπριο σκηνοθέτη, αλλά καταλήξαμε σε μια παραλλαγή της πρότασης με την προϋπόθεση ότι το κύριο σώμα καλλιτεχνών θα ήταν από την Κύπρο. Αν οι καλλιτέχνες εδώ θεώρησαν ότι τους προσβάλλει το ότι δεν υποστηριζόταν από Κύπριο σκηνοθέτη, αυτό είναι απολύτως σεβαστό, αλλά εγώ δεν συμφωνώ. 

Δεν υπάρχουν στην Κύπρο σκηνοθέτες ικανοί να παρουσιάσουν δουλειά τους στην Επίδαυρο; Υπάρχουν κάποιοι που θα μπορούσαν να δοκιμαστούν εκεί και δεν αναφέρομαι, φυσικά, σε όσους έχουν πορεία 30- 40- 50 χρόνων, αλλά σ’ αυτούς που δεν έχουν δοκιμαστεί. Πιστεύω ότι κάποιοι έχουν επιδείξει ανήσυχο πνεύμα και τάση για αναζήτηση που δεν είναι συμβατική και στερεοτυπική. Και πάλι, όμως, είναι θέμα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης να αποφασίσει αν θα τους δώσει την ευκαιρία. 

© Γιώργος Σαββινίδης

Για ποια επιλογή αισθάνεσαι περισσότερο δικαιωμένος; Γι’ αυτό που έγινε στις Αποθήκες τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η καθιέρωση μιας σκηνής που απευθύνεται κι έχει ως επίκεντρο τους εφήβους είναι μια σοβαρή επένδυση. Τα τελικά αποτελέσματα τόσο σε παραστασιακό επίπεδο, όσο και σε σχέση με τις παράλληλες δράσεις και εκδηλώσεις είναι σημαντικά και συν τω χρόνω γίνονται όλο σημαντικότερα. Αυτό δεν ήταν εύκολο. Η στήριξη του ΔΣ έπαιξε καθοριστικό ρόλο. 

Καθιερώθηκε όντως; Ο καλλιτεχνικός διευθυντής αποχωρεί, επίκειται αλλαγή του ΔΣ και η θητεία της ομάδας ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο. Ποια συνέχεια αναμένεται; Το σίγουρο είναι ότι καθιερώθηκε στις συνειδήσεις των θεατών και των συμμετεχόντων. Έχει χτιστεί κάτι εκεί, παρά το γεγονός ότι συνέπεσε και με τον Covid. Αν η επόμενη διοίκηση και διεύθυνση κρίνει ότι αξίζει να δοθεί συνέχεια, η μαγιά υπάρχει. Και δεν είναι υποχρεωτικό να συνεχιστεί με την ίδια ομάδα. Μακάρι να βρεθούν εξίσου αξιόλογοι άνθρωποι με αγάπη, όραμα και ικανότητες. Το ζητούμενο είναι να καθιερωθεί ως φιλοσοφία. Θεωρώ ότι με μια Κεντρική και μια Νέα Σκηνή η ανάγκη του ρεπερτορίου για ενήλικες καλύπτεται. Για τα παιδιά έχουμε τη Σκηνή 018 και ενίοτε το Θέατρο Βαλίτσα. Οι Αποθήκες είναι ένα δώρο που μάς δόθηκε για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Εύχομαι να αξιολογηθεί θετικά από τους επόμενους. 

Ποιες είναι οι σκέψεις σου πάνω στο ζήτημα της ύπαρξης επιτροπών που εγκρίνουν θεάματα στο Υπουργείο Παιδείας; Πιστεύω ότι αυτές οι επιτροπές δεν έπρεπε να υπάρχουν- τελεία. Είναι φαινόμενο που ανάλογο δεν γνωρίζω να υπάρχει σε άλλη ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα. Πιστεύω ότι είναι και προσβλητικό για τους ανθρώπους του θεάτρου, οι οποίοι θεωρώ ότι μπορούν να πάρουν μόνοι τους την ευθύνη να φέρουν εις πέρας ένα θέαμα που μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιεσδήποτε ηλικίες.

Ένιωσες ότι στην εποχή του Υφυπουργείου Πολιτισμού ο ΘΟΚ έχασε σε κάποιο βαθμό τη δυναμική και το ρόλο του; Η βασικότερη αλλαγή αφορά την απαλλαγή από τη διαχείριση του κονδυλίου για το Σχέδιο Θυμέλη. Δεν είχα καμία εμπλοκή με το Θυμέλη, οπότε δεν μπορώ να πω πολλά. Αισθανόμουν, όμως, ότι λειτουργούσε ως βαρίδιο και καυτή πατάτα. Εν τέλει είχε φτάσει ο ΘΟΚ να φταίει για όλα τα κακώς κείμενα του ιδιωτικού θεάτρου. Αυτό αδικούσε τον οργανισμό. Έφτασα στο σημείο όταν πρωτοήρθα ν’ ακούσω υπόνοιες ότι έβλεπα τους φακέλους και έκλεβα ιδέες! Δεν νιώθω ότι ο ΘΟΚ έχασε μέρος από τη δυναμική του, ούτε νομίζω ότι πρέπει να λειτουργεί πατερναλιστικά σε σχέση με τα υπόλοιπα θέατρα κι έτσι να διατηρείται κι αυτή η σχέση αγάπης- μίσους.

Υπήρχε κάποια έντονη στιγμή, που να σε κλόνισε; Η πρόσφατη εξέλιξη με την Επίδαυρο πραγματικά με στεναχώρησε πολύ. Κυρίως ως προς την αντίδραση καλλιτεχνών και απέναντι στο πρόσωπό μου. Έγιναν δημόσιες τοποθετήσεις από ανθρώπους με τους οποίους είχα συνεργαστεί και τους έδειξα εμπιστοσύνη. Το σέβομαι, όμως. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να στεναχωρέθηκαν κι αυτοί. 

Ποια ήταν η πιο σοβαρή κρίση; Η πιο σοβαρή που μπορώ να σκεφτώ είναι αυτή με τις καταγγελίες για παρενοχλήσεις και κακοποιήσεις μέσα στο κλίμα του MeToo. Νομίζω ότι όλος ο οργανισμός το διαχειρίστηκε ψύχραιμα και προσεκτικά, με χαμηλούς τόνους. Συνήθως ζητούμε πάντα την κεφαλή κάποιου επί πίνακι. Υπήρχε ένας κλονισμός, γιατί δεν ξέραμε τι απ’ όσα λέγονταν ήταν πραγματικότητα. Προσπαθήσαμε να μείνουμε στα γεγονότα. Από εκεί κερδήθηκε και κάτι άλλο που είναι σημαντικό: δημιουργήθηκε κι ένας εσωτερικός κανονισμός δεοντολογίας. Μάς υπενθύμισε όλο αυτό ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα σκεφτόμαστε μια και δύο φορές σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά μας. Θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο, αλλά να που δεν ήταν.

Λειτουργούσες με γνώμονα ν’ αφήσεις πίσω μόνο φίλους; Θα παραδεχτώ ότι γενικά δεν είμαι συγκρουσιακός άνθρωπος. Δεν πιστεύω ότι προχωράμε μέσα από τις συγκρούσεις, αλλά μέσα από τις συνεννοήσεις- ειδικά σ’ έναν χώρο όπως το θέατρο που οι άνθρωποι πρέπει να αγαπιούνται για να μπορούν να συνεργαστούν. Ωστόσο, έχω κάνει και εχθρούς. Δεν με στεναχωρεί ιδιαίτερα, γιατί είναι άνθρωποι με τους οποίους μάλλον κινούμαστε σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος ως προς την αντίληψη για το θέατρο. Προτιμώ τις συγκρούσεις που γίνονται σιωπηρά μέσα στη διαδικασία της δημιουργίας, για να πάμε πιο πέρα. Ζούμε και σε μια εποχή συγκρούσεων και αλληλοσπαραγμών στα social media, με τα οποία δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχω καμία σχέση.

Τελικά, μετά από έξι χρόνια στην Κύπρο, νιώθεις μέρος της κυπριακής κοινωνίας; Όχι με την κοσμοπολίτικη έννοια. Εξάλλου, εδώ κυκλοφορούσα μόνο στο θέατρο. Αν όμως αυτό ρωτάς, ναι, νιώθω ότι επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα κουβαλήσω και την Κύπρο μαζί μου. 

Ελεύθερα, 31.12.2023