Υπάρχουν ποιήματα που στέκουν στην άκρη του χρόνου, σαν γράμματα που δεν στάλθηκαν ποτέ. Τέτοια είναι τα «Ανεπίδοτα»: αποθέσεις τρυφερότητας, μνήμης και σιωπηλής επιμονής που αιωρούνται πάνω από τις σελίδες. Ο Χρήστος Μιχάλαρος επιστρέφει μ’ ένα βιβλίο που θέλει να διαβεί αθόρυβα το μονοπάτι της επικοινωνίας και της συγκίνησης. Σε μια διαδικασία φυσική σαν την αναπνοή, αναζητεί τις πιο ουσιώδεις αποτυπώσεις, εκείνες που υπάρχουν ανεξάρτητα από την παρουσία παραλήπτη. Ο ποιητής και δημοσιογράφος μιλά για την αλήθεια, την προσπάθεια και όλα όσα τον κρατούν μέσα στο παιχνίδι της δημιουργίας.

Πιστεύεις ότι υπάρχει βαθιά μέσα στον ποιητή μια επιθυμία να μην ακουστεί; Κανείς δεν γράφει και δεν δημιουργεί για να τα διαβάζει, να τα ακούει και να τα βλέπει μόνος του. Προσοχή όμως: ο πραγματικός ποιητής δεν διακατέχεται από τη ματαιοδοξία της αναγνωρισιμότητας και της φήμης. Ξέρει ότι όλα τα περαιτέρω είναι ακριβώς αυτό: περαιτέρω. Δεν κλείνω τα μάτια, είναι όμορφο όταν έρχονται, αλλά και βασανιστικό για την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας. Η φασαρία δεν βοηθάει, αποπροσανατολίζει όταν δεν συμβαίνει στο σωστό πλαίσιο. Ο πραγματικός δημιουργός θέλει να επικοινωνήσει το μέσα του με τους άλλους. Να μοιραστεί και να ενωθεί με το όλον μέσω μιας διαδικασίας που είναι ως επί το πλείστον μοναχική στη ρίζα της, αλλά απευθύνεται στο σύνολο. Έστω κι ένας άνθρωπος να μπορέσει να «φορέσει» τα ποιήματα ως δικά του, ως αποστάγματα της δικής του ζωής και σκέψης, ο σκοπός έχει εκπληρωθεί. Όμως, όταν ένας ποιητής πατήσει την μπανανόφλουδα και καταντήσει να γράφει για τους άλλους, έχει ήδη χάσει το παιχνίδι. Έχει ήδη γίνει ο ίδιος μια πατημένη μπανανόφλουδα.

«Και μένει ατόφια και στεγνή πάνω στα δάχτυλα/ μονάχα η προσπάθεια» καταλήγεις στο ποίημα «Προσπάθεια». Τι σε κρατάει στο παιχνίδι της δημιουργίας παρά την επίγνωση της «στεγνής προσπάθειας»; Εδώ η προσπάθεια δεν μένει ματαιωμένη και άνυδρη πάνω στα δάχτυλα, αλλά ατόφια, χωρίς σάλτσες, περιστροφές και φτιασίδια. Χωρίς περιττά συστατικά. Κάτι δηλαδή που αποτελεί την πεμπτουσία μιας διαδικασίας- αν και είμαι εξ αυτών που πιστεύουν ακράδαντα πως το αποτέλεσμα, το να φτάσεις δηλαδή στον στόχο έχει τεράστια αξία, πέρα από το καβαφικό ταξίδι. Εκείνο που τροφοδοτεί με νερό τη ρίζα της δημιουργίας και προσωπικά με κρατάει μέσα στο παιχνίδι, όπως το αποκαλείς, είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι και ό,τι απορρέει από αυτούς. Δεν είμαστε τίποτα μόνοι μας. Απολύτως τίποτα.

Η ποίηση είναι πεδίο ασφάλειας ή πεδίο εφόδου; Κυρίως είναι έφοδος. Το πεδίο της είναι η πραγματικότητα. Για να γράψει κανείς ένα ποιητικό κείμενο χρειάζεται ροπή και επιτάχυνση. Δυνατά πόδια για ένα καλό εκατοστάρι. Να διακατέχεται από την αίσθηση του κατεπείγοντος και το γονίδιο του ακαριαίου. Πεδίο ασφαλείας ίσως αποτελεί στα ακραία περιβάλλοντα, στις ύστατες των συνθηκών: όταν όλα καταρρέουν, όταν η ματαίωση κάθεται επάνω μας σαν τη Μόρα, μοιραία επιστρέφουμε στα μεγάλα μας, στις κορυφές, στην ασφάλεια του ρυθμού της καρδιάς και στην τέχνη της αναπνοής. Και τι άλλο είναι η ποίηση, αν όχι η αναπνοή;

Μπορεί η γλώσσα να επουλώσει, ή είναι καταδικασμένη να μεταφέρει τραύματα; Είναι εξαιρετικός ο συνειρμός που ξεδιπλώνεται, ότι η γλώσσα μπορεί να επουλώσει, μεταφέροντας τα τραύματα κάπου αλλού. Σκέψου το: όταν μοιραζόμαστε τον πόνο μας, ο πόνος εξασθενεί, φορά τη φορά. Όταν ανοίγουμε την καρδούλα μας σε κάποιον άλλο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει. Και είναι ανθρώπινο. Η γλώσσα μπορεί να γλυκάνει και να μαλακώσει την πληγή πριν αυτή γίνει τραύμα και ουλή. Η αγαπημένη μου Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ έλεγε ότι για να γράψεις ποίηση χρειάζεται μια πληγή και το ποίημα που μένει στο τέλος είναι ακριβώς η ουλή. Αλλά εσύ δεν το πας εκεί- καλά κάνεις. Αν δεν υπήρχε η γλώσσα να καταγράψει την πραγματικότητα και να την τραβήξει από τη λήθη της στιγμής στην αιώνια ανάμνηση- μέσω των ιστοριών, του τραγουδιού, του θεάτρου, της ιστοριογραφίας, της λογοτεχνίας κ.λπ.- τι θα ήμασταν; Πού θα κοιτούσαμε όταν θα θέλαμε να καταλάβουμε; Και τι θα καταλαβαίναμε αν δεν βλέπαμε και δεν νιώθαμε εξ αντανακλάσεως τα τραύματα, συλλογικά και ατομικά; Όλα αυτά δεν είναι καταδίκη, είναι πολύ πολύτιμα καθώς σχετίζονται με τη μνήμη. Ακόμα κι αν καμιά φορά είναι δυσάρεστα την ώρα που συμβαίνουν ή επανέρχονται.

Ποια φωνή υπερισχύει, όταν η πραγματικότητα σε τραβά προς δύο αντίθετα άκρα: η δημοσιογραφική ή η ποιητική; Μία είναι η πραγματικότητα. Πολλές είναι οι αλήθειες, όσες οι άνθρωποι στη Γη. Και δεν πιστεύω στη θεωρία των δυο άκρων. Η δημοσιογραφική δουλειά μου, με τις απαιτήσεις και την ιδιαίτερη και ιδιόρρυθμη φύση της, μ’ έχει βοηθήσει να αντλήσω έμπνευση από την ίδια τη ζωή, η οποία όταν την βλέπεις από τόσο κοντά κινείται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Το νιώθω αυτό, οι ρυθμοί της δικής μου καθημερινότητας είναι επίσης έντονοι. Αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι με τον εαυτό μας και τους γύρω μας, θα πρέπει να μιλάμε με μια φωνή σε όλες τις ταχύτητες. Εξάλλου, μια φορά ερχόμαστε στον κόσμο, έναν εαυτό κατοικούμε, μια ευκαιρία έχουμε να αξιοποιήσουμε τον χρόνο που περνάει. Πολλές δυνάμεις μάς τραβούν από δω και από εκεί κι εμείς είμαστε η συνισταμένη αυτών των δυνάμεων. Τι υπερισχύει εν τέλει; Θα σου πω στο τέλος, αν μου δοθεί η πολυτέλεια να μπορώ να κοιτάζω πίσω με νηφαλιότητα και κουράγιο.

«Ανεπίδοτα»
Εκδ. Μετρονόμος
Σελ. 60
Τιμή: €10.60

Ελεύθερα, 3.6.2025