H επιστροφή της Δέσποινας Μπεμπεδέλη σε παραγωγή του ΘΟΚ μετά από 13 χρόνια αποτέλεσε μείζον γεγονός της τρέχουσας θεατρικής σεζόν. Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι η επιλογή του έργου αυτού, που είχε ανέβει ξανά πριν από 35 χρόνια.
Όταν παρουσίασε ο Νορβηγός δραματουργός τους Βρικόλακες το 1881, οι «Τάιμς» του Λονδίνου καταδίκαζαν τον «φρικτό και βρομερό κόσμο του Ιψεν», ενώ οι κριτικοί σε Νορβηγία και Δανία ζητούσαν να ριχθεί το έργο στον ασβεστόλακκο. Η παγκόσμια πρεμιέρα δόθηκε έναν χρόνο αργότερα στο Σικάγο, ενώπιον Σκανδιναβών μεταναστών. «Το βιβλίο μου περιέχει το μέλλον», έλεγε ο Ίψεν και φυσικά δικαιώθηκε. Η πλοκή διαδραματίζεται μέσα σε λιγότερο από ένα 24ωρο -όπως δηλαδή συμβαίνει και με τα έργα του αρχαίου δράματος. Βρικόλακες είναι οι φόβοι, οι κοινωνικές συμβάσεις που εμποδίζουν τον άνθρωπο να ζήσει χαρούμενος. Είναι η αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω». «Είναι οι ιδέες που έχουν ριζώσει μέσα μας και μας εξουσιάζουν» κατά την κα Άλβιγκ.
-Δεν χορτάσατε να παίζετε όλους αυτούς τους μεγάλους ρόλους; Αν είναι ρόλοι μεγάλοι, ωραίοι και σημαντικοί, που δεν σταματά η έρευνά τους, τότε πάντα αξίζει τον κόπο. Με το πέρασμα του χρόνου αποκτά κανείς μεγαλύτερο οπλοστάσιο, ως ηθοποιός αλλά και ως άνθρωπος. Αυτοί οι ρόλοι θέλουν ανασκάλεμα και έρευνα. Κάθε φορά συναντάς στοιχεία πολύ λεπτά που άλλες φορές σου διαφεύγουν, είναι φυσικό. Αυτοί οι ρόλοι είναι μια νέα πρόκληση την επόμενη φορά που τους πιάνεις στα χέρια σου. Να φανταστείς, ότι μέχρι χθες βρίσκαμε στοιχεία που επί ενάμιση μήνα δοκιμών μας είχαν διαφύγει. Σαν τους μεγάλους πίνακες που στο τέλος βάζεις μια μικρή άλλα καίρια πινελιά και φωτίζει ή σκοτεινιάζει ένα συγκεκριμένο σημείο και τελειοποιεί το έργο. Αυτή είναι η ομορφιά και η μαγεία του θεάτρου και των μεγάλων ρόλων. Δεν βαριέμαι. Αν βαριόμουν, θα αρνιόμουν αυτή την πρόταση.
-Δηλαδή, το βλέπετε σαν μια καινούργια πρόκληση; Γενικώς, αισθάνομαι πληρότητα και το εννοώ. Η τύχη στο θέατρο και στη ζωή με ευλόγησε, ήταν πολύ γενναιόδωρη μαζί μου. Αυτά που ονειρευόμουν τα έκανα και ως άνθρωπος και ως ηθοποιός. Μου εμπιστεύτηκαν πολλούς ρόλους, στο θέατρο και στην τηλεόραση. Αν δεν ερχόταν αυτή η πρόταση από τον ΘΟΚ δεν θα έλεγα «αχ, γιατί να μην ξαναπαίξω την Άλβιγκ;». Αλλά αφού ήρθε και εφόσον αισθάνομαι ακόμη σωματικά και διανοητικά ακμαία, θα τολμώ. Μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο το θέμα της απομνημόνευσης -το οποίο είναι πολύ σοβαρό για τον ηθοποιό, να μπορεί δηλαδή να αποστηθίζει μεγάλα και δύσκολα κείμενα που δεν μπορεί να τα πει με δικά του λόγια.
-Ποιες είναι οι «τεχνικές» ερμηνευτικές δυσκολίες που προκύπτουν από τέτοιου είδους έργα; Σε μια κωμωδία έχεις τη δυνατότητα να αλλάξεις μερικές φράσεις, να βάλεις δικές σου, ν’ αυτοσχεδιάσεις και λιγάκι. Αυτό το έργο, όμως, είναι σαν μια μαθητική πράξη. Δεν μπορείς να βγάλεις ούτε έναν αριθμό, γιατί στο τέλος θα σου βγει λάθος. Επομένως, χρειάζεται πλήρη διανοητική διαύγεια και πνευματική ενάργεια για να μπορείς να αντεπεξέλθεις. Ευτυχώς, αυτά ακόμη τα διαθέτω (γέλιο). Γι’ αυτό και αντιμετώπισα ως μια καλή ευκαιρία την προοπτική να παίξω την Άλβιγκ και μάλιστα με μια νέα σκηνοθετική ματιά.
-Ποιες «πόρτες» ανοίγει η πρόταση του Γιάννη Ιορδανίδη; Κάθε σκηνοθέτης παραθέτει τη δική του οπτική γωνία, χωρίς να αλλάζει η ιστορία, η οποία είναι εκεί, γραμμένη από τον μεγάλο Ίψεν. Την προηγούμενη φορά που έπαιξα στο έργο αυτό, σκηνογραφικά και ενδυματολογικά ήταν τοποθετημένο στο συγκεκριμένο χρόνο που εκτυλίσσεται, δηλαδή στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Γιάννης Ιορδανίδης επέλεξε να μην το τοποθετήσει σε συγκεκριμένο χρόνο, να το αφήσει κάπως άχρονο. Η δράση μέχρι την καταστροφή, την τελική πτώση, πορεύεται μέσα σε ένα χώρο που σκηνογραφικά παραπέμπει σ’ ένα σπίτι, το οποίο μαρτυρά το επικείμενο γκρέμισμά του. Αυτό έχει να κάνει με την αντίληψη χώρου. Βλέποντάς το απ’ έξω ο θεατής σχηματίζει σταδιακά την εντύπωση ότι οι ήρωες σιγά-σιγά καταστρέφονται.
-Τελικά οι Βρικόλακες που κατατρώγουν τους ανθρώπους, είναι οι ίδιοι από την εποχή του Ίψεν, ή σήμερα έχουμε καινούργιους; Στα κλασικά έργα, ξεκινώντας από το αρχαίο δράμα, διαπιστώνουμε ότι οι αλήθειες είναι διαχρονικά ίδιες. Δεν αλλάζουν όλα που τρώνε τον άνθρωπο. Στην ουσία, αυτό ακριβώς λέει ο Ίψεν στο σύγχρονο θεατή. Δηλαδή, ότι έχουμε τα ίδια προβλήματα, τα ίδια ερωτηματικά, τις ίδιες απαγορεύσεις, τα ίδια πρέπει. Αλλά και τους ίδιους ηθικούς κανόνες που είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε. Σου θυμίζει κάτι, ας πούμε, το γεγονός ότι υποχρεωνόμαστε συχνά να κρύβουμε πράγματα επειδή φοβόμαστε την κοινή γνώμη;
-Με τους Βρικόλακες, δηλαδή, ο Ίψεν στέλνει από το 1881 ένα γράμμα στη σύγχρονη εποχή, το οποίο λέει τι; Μας προτρέπει να αγωνιζόμαστε και να συγκρουόμαστε με το κατεστημένο, να εκφράζουμε ελεύθερα το λόγο και τη σκέψη μας, να πράττουμε κατά συνείδηση και με αίσθημα ελευθερίας, χωρίς φυσικά να βλάπτουμε τον συνάνθρωπό μας. Έτσι θα μπορέσουμε να ελέγξουμε, να ταρακουνήσουμε λίγο όλο αυτό το κοινωνικό σύστημα που μας καταπνίγει. Αυτό είναι και το μότο του ρεαλιστικού κινήματος. Έχουμε περάσει πια την εποχή του ρομαντισμού, κατά την οποία όλα ήταν μια υποκειμενική ματιά του ωραίου, της ομορφιάς, της αγάπης, του έρωτα, των διαπροσωπικών σχέσεων. Ο ρεαλισμός απάντησε βγάζοντας προς τα έξω την πικρή αλήθεια, την άσχημη, τη βρόμικη. Τόλμησε να τη βροντοφωνάξει και όχι να την καταπιεί. Αυτό έκανε κι ο Ίψεν και γι’ αυτό στην εποχή του, προσπάθησαν να τον λογοκρίνουν. Είναι σημαντικό να τα λαμβάνουμε υπόψη όλα αυτά για να μην έχουμε τη λανθασμένη εντύπωση ότι ανεβάζουμε ένα έργο της σκουριάς και της ναφθαλίνης. Ο σύγχρονος θεατής θα δει μπροστά του σύγχρονα προβλήματα.
-Ποια άλλα κοινωνικά ζητήματα θίγονται και αντιστοιχούν στο σήμερα; Τι να πρωτοαναφέρει κανείς; Το ζήτημα των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών, τότε η σύφιλη, τώρα το AIDS. Το ζήτημα των εξώγαμων τέκνων και των δικαιωμάτων της μητέρας τους. Της αιμομιξίας. Το θέμα της ευθανασίας, που παραμένει ένα αναπάντητο συνειδησιακό ερώτημα. Η υποκρισία. Ο ρόλος της Εκκλησίας. Το κοινωνικό ψεύδος, δηλαδή να λέμε ψέματα για να τακτοποιούμε τα πράγματα. Αυτά είναι τρομακτικά επίκαιρα θέματα. Οι κεραίες του ανθρώπου αυτού ήταν τεντωμένες, έπιαναν πολύ ψηλά. Δεν βρίσκω κανένα ζήτημα που να θίγεται στο έργο σε σημείο που να ανήκει οριστικά στο παρελθόν και να μην το βλέπουμε σήμερα. Τι τερατωδίες, αλήθεια μαθαίνουμε να γίνονται καθημερινά; Σχεδόν όλα όσα πραγματεύεται τα έχω δει με τα μάτια μου ή τα έχω ακούσει με τα αυτιά μου.

-Ελλοχεύει ο κίνδυνος το κείμενο να ξενίσει τον θεατή; Ένα άλλο στοιχείο που δείχνει την καινούργια ματιά πάνω στο έργο είναι η ίδια του η μετάφραση. Αναπόφευκτα, οι παλαιότερες μεταφράσεις ήταν λόγιες. Οι μεταφράσεις πρέπει να αλλάζουν. Ο Γεωργουσόπουλος λέει ότι αυτό πρέπει να γίνεται τουλάχιστον κάθε δέκα χρόνια. Κι αυτό διότι αλλάζουνε συνεχώς τα ακούσματα, η ίδια η γλώσσα αλλάζει. Ο Ιορδανίδης έφερε τη γλώσσα στο τώρα, χωρίς να την ευτελίσει. Είναι πλέον ένα άκουσμα σύγχρονο και οικείο, για να είναι και εύληπτο. Το έργο έχει μεν δράση, αλλά έχει και πολύ λόγο, μέσα από τον οποίο γίνονται όλες αυτές οι ιδεολογικές συγκρούσεις.
-Υπάρχει κάποιο στοιχείο που να είναι κοινό σε όλες τις σκηνοθετικές εκδοχές, αναφορικά με τον χαρακτήρα της Ελένης Άλβιγκ; Είναι μια διαβασμένη γυναίκα. Θυμάμαι ότι σε όλες τις παραγωγές που την έχω παίξει, κοινός σκηνογραφικός παρονομαστής είναι τα πολλά βιβλία. Αυτό συμβαίνει και τώρα. Στο σκηνικό υπάρχουν πολλά βιβλία.
-Τι διαβάζει η κα Άλβιγκ; Αφουγκράζεται τις νέες ιδέες. Να μην ξεχνάμε ότι τότε ήταν εποχή μεγάλων επιστημονικών επιτευγμάτων. Είχαν δημοσιοποιηθεί οι θεωρίες του Δαρβίνου για την καταγωγή των ειδών και οι μελέτες του Μέντελ για τους μηχανισμούς της κληρονομικότητας. Μπορεί, επίσης, να διάβαζε Μαρξ ή και Χέγκελ… Σίγουρα κάτι επαναστατικό για την εποχή της, παρά το ότι έξω από τους τοίχους του σπιτιού της έδειχνε ένα «καθωσπρέπει» πρόσωπο.
-Στη διανομή ενός τόσο δύσκολου έργου, δόθηκε μια σπάνια ευκαιρία σε δύο νεαρούς ηθοποιούς… Είναι πολύ ταλαντούχοι. Πρώτ’ απ’ όλα είναι σημαντικό ότι βρίσκονται στην ηλικία των ρόλων. Ως ηθοποιοί μόνο να κερδίσουν έχουν. Έγινε σοβαρή και συστηματική δουλειά πάνω στα παιδιά αυτά από τον Ιορδανίδη. Η πρόβα ήταν ένα masterclass. Τα ίδια λένε ότι αυτό που συμβαίνει είναι ένα σύνολο σημαντικών εμπειριών που θα κουβαλούν μαζί τους για τα περαιτέρω.
Φιλελεύθερος/ Πολιτισμός, 16.3.2008