Ο διακεκριμένος Έλληνας σκηνοθέτης επισημαίνει ότι η τέχνη αν δεν είναι απόλυτη, δεν είναι ακριβώς τέχνη.
Αντιμετωπίζει το θέατρο ως έναν τελετουργικό μηχανισμό μύησης στην ανθρώπινη εμπειρία. Για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, η τέχνη δεν είναι εργαλείο έκφρασης, αλλά συνθήκη συνύπαρξης· ένας χώρος όπου το υποκείμενο έρχεται σε βιωματική επαφή με την ιστορικότητα, τη συλλογική μνήμη και το άρρητο της εποχής του. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλά για τη δημιουργία ως βαθιά υπαρξιακή ανάγκη και πράξη μνήμης, συμμετοχής και ακρίβειας, που δεν αποδέχεται τα ημίμετρα της πραγματικότητας. Με αφορμή την παράσταση «ζ-η-θ, ο ξένος» και την πολυσυζητημένη συμπαραγωγή ΘΟΚ- ΚΘΒΕ, δεν αποφεύγει τη δημόσια τοποθέτηση και υπενθυμίζει πως κάθε αισθητική επιλογή φέρει ευθύνη. Κυρίως την ευθύνη της προσήλωσης στην ουσία.
–Είναι η μετουσίωση της επικής αφήγησης σε θεατρική δράση το έναυσμα για την πρόταση αυτή; Όχι. Δεν με απασχολεί πώς θα δραματοποιήσω το έπος. Το έπος έχει μια εγγενή δραματικότητα κι αυτή θέλω να συναντήσουμε και να τη μοιραστούμε με το κοινό. Αυτή η δραματικότητα πηγάζει από την ίδια τη δραματική αξία κάποιων συμβάντων μέσα στο έπος. Όπως για παράδειγμα αυτό το οποίο διαχειριζόμαστε στις συγκεκριμένες ραψωδίες, ζ, η, θ, με τον Ξένο. Το κρίσιμο είναι ότι έχουμε δύο ορόσημα, δύο πολύ κρίσιμες γραμμές: τη συνθήκη του Ξένου και την έννοια του Αοιδού.
–Πώς λειτουργούν αυτές; Η μία γραμμή είναι το γεγονός. Στη ραψωδία ζ εμφανίζεται ένα σώμα, ένα έκβρασμα της θάλασσας, πεταμένο σαν τα αντικείμενα που βρίσκουμε στις ακτές: έναν κουβά, ένα παπούτσι, ένα ξύλο. Βρίσκουμε ένα σώμα στα όρια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, να έχει μόλις επιβιώσει μιας πάλης με τη θάλασσα, διάρκειας 17 ημερών. Αυτό λοιπόν δεν έχει καμία ταυτότητα, παρά μόνο αυτή που έχει κάθε αντικείμενο στο πρώτο επίπεδο της εμφάνισής του. Εξ ου και σ’ αυτό το διάστημα των τριών ραψιωδιών τίθεται ένα ερώτημα: ποιος είναι. Ένα πεταμένο σώμα χωρίς ταυτότητα είναι μια εικόνα που βρίσκω εξαιρετικά σύγχρονη, πραγματική, επίκαιρη. Άρα μυθική.
–Πώς προσδιορίζετε εν προκειμένω την έννοια του μυθικού; Είναι αυτό που έχει διάρκεια στο χρόνο και επαναλαμβάνεται ως ύπαρξη, ως οντότητα, ως έννοια κι ως πραγματικότητα. Το συγκεκριμένο ον, μετά από μια σειρά συμπτώσεων, συναντά πέντε κοπέλες και ζητάει έλεος. Τοποθετείται ιστορικά σ’ ένα οξύ παρόν. Για περίπου 1300 στίχους δεν γνωρίζουμε ποιο είναι αυτό το πρόσωπο. Κι όμως το υποδέχονται στην πόλη τους, το παίρνουν στο παλάτι επειδή είναι ικέτης κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για την εποχή που διαδραματίζεται το έπος, δηλαδή την Εποχή του Χαλκού. Ο Ξένος είναι μια πολύ κρίσιμη οντότητα. Είναι υπαινιγμός του θεού. Από εκεί και πέρα, ο καθένας μετράει τις αποστάσεις του, ατομικά ή ως κοινωνία. Αυτός είναι ο πρώτος εξαιρετικά ερεθιστικός πυρήνας που μ’ ενδιαφέρει.
–Και ο έτερος; Ο δεύτερος πυρήνας είναι όταν πια υποδέχονται επίσημα τον Ξένο στο παλάτι, για να τον διασκεδάσουν και εκτός από ένα μεγάλο γεύμα, αποτέλεσμα θυσιών προς τον Κεραύνιο Ζευ, τον Ξένιο Δία, καλούν μια άλλη μυθική οντότητα: τον αοιδό. Στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Δημόδοκος, που θεωρείται επίσης θεόπνευστη μορφή. Έχει το άγγιγμα της μούσας, του Απόλλωνα, κάποιας θεότητας τέλος πάντων. Και τραγουδά για να διασκεδάσει τον ξένο. Τι τραγουδάει; Ένα γνωστό τραγούδι της εποχής, δηλαδή την Ιλιάδα. Και καθώς ο αοιδός τραγουδάει, ο Ξένος ξεσπά σε δάκρυα και λυγμούς που προσπαθεί επιμελώς να αποκρύψει. Ο βασιλιάς το αντιλαμβάνεται και κάποια στιγμή διακόπτει με κάποιο την αφήγηση.
–Γιατί σας έλκυσαν οι συγκεκριμένοι άξονες; Είναι δύο δραματικοί πυρήνες που δεν συναντά εύκολα κανείς στο παγκόσμιο ρεπερτόριο, με τέτοια δυναμική, ακρίβεια και οξύτητα. Προέρχονται μάλιστα από ένα κείμενο τόσο παρελθοντικό. Το έπος προηγείται κατά πολύ του δράματος. Σχεδόν κατά τέσσερις αιώνες, που δεν είναι λίγο, αν σκεφτεί κανείς ότι το δράμα κατάγεται από το έπος. Βλέπει κανείς μια συνταρακτική πρωτόγονη ακρίβεια και ποιητικότητα, ζηλευτή και ανέγγιχτη. Ακόμα και σήμερα συναρπάζεται κανείς μ’ αυτό και εκπλήσσεται από την ποιότητά του. Αυτό το «μα, πώς γίνεται;» το διερωτηθήκαμε πολλές φορές στις πρόβες. Είναι ένα ενθουσιαστικό υλικό. Η αφήγηση ρέει ταυτόχρονα ως ανάγνωσμα κι εκεί έχουμε μια άλλου τύπου γονιμοποίηση ως προς τον τρόπο που η επική αφήγηση συναντά τη δραματική.

-Αυτή η επίσκεψη στις πηγές, που περιγράφετε, πόσο κρίσιμη είναι για το σημερινό θέατρο; Πιο αρχικές πηγές δεν γίνεται. Είναι ο πυρήνας, το σημείο μηδέν. Εκεί που ρέει το νερό. Η αφηγηματικότητα είναι το νούμερο ένα ζητούμενο στην τέχνη γενικότερα. Ανεξάρτητα από το αν επιτυγχάνεται ή όχι. Είναι το διακύβευμα για το οποίο ερίζουν και πασχίζουν καλλιτέχνες και θεωρητικοί. Το ερώτημα είναι πόσο είμαστε σήμερα σε θέση να αφηγηθούμε ιστορίες. Έχει μεγάλη σημασία ότι στην Εποχή του Χαλκού μιλάμε για προφορική αφήγηση, γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται για άλλη κοινωνία και κοινότητα. Σήμερα, το αντίστοιχο θα μπορούσε κανείς να το αναγνωρίσει στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην Αμοργό, ή σε άλλες μορφές πανηγυριών όπου το τραγούδι ενέχει την οντότητα της «αοιδής». Τα τραγούδια είναι μικρά έπη. Άρα, βλέπουμε ότι η βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου είναι εκεί, δεν έχει μεταβληθεί καθόλου. Είναι μια μυθική ανάγκη.
–Ως σώμα πολιτισμικής μνήμης, ο Όμηρος, εκτός από ενεργός πυρήνας, φέρει και μια «μνημειακή» χροιά. Πώς το διαχειρίζεται κανείς αυτό χωρίς να παραδίδεται σε μια εξωραϊστική αρχαιολατρία; Δεν με απασχόλησε ο μυθικός θαυμασμός του Ομήρου, η προτομή του. Άλλωστε, εικάζεται ότι δεν ήταν μόνο ένα πρόσωπο. Όταν έχεις όλο αυτό το περιεχόμενο, όλη αυτή την ουσία, δεν ασχολείσαι με την προτομή.
–Περιγράφετε το θέατρο ως χώρο όπου «η ιστορία ακόμα συμβαίνει». Ποια ιστορία συμβαίνει σήμερα; Το θέατρο είναι δύσκολο να αντικατασταθεί με το AI. Εκτός αν αντικαταστήσουμε και τη φυσική παρουσία με τη τεχνητή, οπότε θα βρεθούμε σε άλλη κατηγορία και δεν θα χρειάζεται να μιλάμε ούτε για σώμα, ούτε για θέατρο, ούτε τίποτα απ’ αυτά. Η αφήγηση είναι αυτό που σε πετάει εκεί που η ιστορία ακόμα συμβαίνει. Είναι ένα τρομερό εργαλείο, ένα απίστευτο μηχάνημα. Αυτό συνέβη, αυτό συμβαίνει κι αυτό θα συμβαίνει. Αυτό που περιγράφω προκύπτει ακριβώς και μέσα στη ραψωδία. Είναι αυτό που συμβαίνει στον Ξένο. Η εσωτερική, η «μέσα» αφήγηση τον πετάει εκεί όπου η ιστορία ακόμα συνέβαινε, με αποτέλεσμα να τον πάρουν τα δάκρυα. Καταρχήν, το θέατρο μάς υπενθυμίζει τη δυνατότητα να ερχόμαστε σε βιωματική επαφή με την τρέχουσα ιστορία. Προσοχή: όχι πληροφοριακή επαφή, αλλά βιωματική.
–Πώς τα διαχωρίζετε; Υπάρχει ο πολιτισμός της πληροφορίας και ο πολιτισμός της αφήγησης, δηλαδή του βιώματος. Προκύπτει μια σοβαρή σύγκρουση. Η πληροφορία, ή καλύτερα η υπερπληροφόρηση, απεμπολεί το βίωμα. Όσο πιο πολύ πληροφορείσαι, τόσο λιγότερο αισθάνεσαι. Αυτός ο κίνδυνος είναι ορατός, απτός, διαλεκτικός, δεν πρόκειται για ευφυολόγημα. Τον νιώθει ο καθένας στο πετσί του και η κοινωνία ολόκληρη στο δικό της. Κι εννοώ την ευρύτερη κοινωνία της συγκεκριμένης ιστορικότητας.
–Πώς επιτυγχάνεται η συγκινησιακή σύμπτωση μ’ ένα κοινό που ζει σ’ έναν κόσμο τεχνολογικά κατακλυσμένο, υπερπληροφορημένο, ούτως ώστε να συνδεθεί με κάτι αρχέγονο όσο και σύγχρονο; Αν σας αρέσει το τραγούδι, είστε σε καλό δρόμο. Αν δεν σας αγγίζει κανένα τραγούδι, από Μητροπάνο μέχρι Μπαχ, είναι δύσκολο να σας το περιγράψω. Δεν έχει απεμποληθεί ούτε η πραγματικότητα του βιώματος, ούτε η ισχύς του πάνω στον άνθρωπο, όσο αυτός αναπνέει κι έχει σώμα. Η έννοια του αρχέγονου δεν έχει να κάνει με κάτι παρελθοντικό που φέρνουμε στο σήμερα. Το αρχέγονο, όπως το εννοώ εγώ, είναι κάτι παροντικό. Στην Εποχή του Χαλκού οι άνθρωποι ανέπνεαν, φιλιόντουσαν, έκαναν παιδιά, πολεμούσαν, στοχάζονταν. Δεν διαφέρουμε σε τίποτα επ’ αυτού. Ίσως διαφέρουμε μόνο σε μια σειρά αξιών και κάποιες πρακτικές διευκολύνσεις στην καθημερινότητα. Αλλά, οι βασικές λειτουργίες είναι εκεί. Δεν έχουν αλλάξει.

–Πώς βλέπετε το ήθος της φιλοξενίας στις μέρες μας; Βρίσκετε σημαντικό να προκύπτει μια σύγκριση, ένας προβληματισμός για το σύγχρονο κοινό; Δεν μ’ αρέσει καθόλου ως στάση να μοιράζω μηνύματα από σκηνής. Μ’ ενδιαφέρουν τα συμβάντα, τα διαδραματιζόμενα. Τα μηνύματα είναι εκεί. Ο καθένας διαλέγει και παίρνει αυτό που θέλει, με βάση τη δική του βιωματική περιπέτεια. Γιατί περί περιπέτειας πρόκειται. Δεν μπαίνει μόνο ο Ξένος σ’ αυτή, αλλά κι ο θεατής. Άλλωστε, πηγαίνει στο θέατρο κι αυτό από μόνο του είναι μια δημοκρατική διαδικασία, απίστευτη και μυστήρια. Πληρώνει για να σιωπήσει για 2-2,5 ώρες. Για ν’ αποκοπεί από το κινητό του. Είναι επαναστατικό αυτό, ένα σλοτ ελπίδας. Έτσι, μπαίνει κι ο ίδιος σε μια περιπέτεια. Διότι αν δεν βάλουμε τον θεατή σε περιπέτεια, δεν πετύχαμε τίποτα.
-Δεν είναι σημαντικό, όμως, το θέατρο να αρθρώσει καθαρό λόγο πάνω σε φλέγοντα ζητήματα, όπως το φαινόμενο της μετανάστευσης; Αρκεί να τα αγγίζει από απόσταση και σιβυλλικά; Το θέατρο δεν πολιτικολογεί, αλλά είναι βαθιά πολιτικό. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Άλλωστε, μια δημιουργία προκύπτει από άτομα που ζουν στη συγκεκριμένη ιστορικότητα/ κοινωνική πραγματικότητα/ ευρωπαϊκή συγκυρία. Με όποιες προκλήσεις αυτή η ιστορικότητα διαθέτει και παραθέτει. Αυτά είναι εδώ, παρόντα, υπάρχουν. Ό,τι συμβαίνει είναι η αντίδραση του καλλιτέχνη απέναντι σ’ αυτή την ιστορικότητα, αλλά μέσα από τη γλώσσα της τέχνης. Αφήσαμε πίσω το διδακτικό θέατρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διδάσκεται και δεν μορφώνεται- διαμορφώνεται κάποιος μέσω του θεάτρου. Άλλο όμως είναι η διδαχή, άλλο το βίωμα κι άλλος ο προβληματισμός. Επαναλαμβάνω: το θέατρο είναι βαθιά πολιτικό, ακόμη και ερήμην του.
–Το θέατρο που σας συναρπάζει συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας παραγωγικής αμφιβολίας; Όχι, απαραίτητα. Περισσότερο μ’ ενδιαφέρει η ευαισθητοποίηση. Η αμφιβολία από μόνη της είναι υπέροχη, αλλά μόνο αν αποτελεί σημείο εκκίνησης για να μετατοπίσουμε λίγο τη σκέψη μας προς την ευαισθητοποίηση.
–Η αισθητική απόλαυση είναι προϋπόθεση; Η αισθητική απόλαυση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά όχημα, μέσο. Προς κάτι το οποίο η γλώσσα, εάν δεν είναι ποιητική, δεν είναι ικανή να ονομάσει ή να περιγράψει. Η τέχνη μπορεί. Η καθομιλουμένη γλώσσα, εάν δεν είναι ποίηση, δεν μπορεί να το αποτυπώσει αυτό. Απλώς το νείτει, το υπενθυμίζει. Αν δεν σ’ αρέσει κάτι, δεν ασχολείσαι ούτε με τα νοήματά του, ούτε με τίποτα. Πρέπει να σε ελκύσει πρώτα, να σου κινήσει το ενδιαφέρον, να σε πάει κάπου. Να σε βάλει στην περιπέτεια που λέγαμε, μέσα από την οποία μπορείς κι εσύ να βουλιάξεις κάπου, όπως βουλιάζει ο Ξένος κάποια στιγμή.
–Η τέχνη έχει ακόμη τη δύναμη ν’ αλλάξει κάτι στην κοινωνία ή πλέον περιορίζεται στο να διαχειρίζεται καθημερινές ήττες και συντριβές; Εάν μιλάω σ’ ένα αμφισβητία της τέχνης, δεν μπορώ να πω πολλά. Δεν μπορώ να τον πείσω με κανέναν τρόπο. Το θέμα είναι αν τυχόν έχει αυτός μέσα στη μνήμη του μια μικρούλα ανάμνηση όπου η τέχνη να τον μετατόπισε λίγο. Δεν θα υπερασπιστώ την αναγκαιότητα της τέχνης απέναντι σ’ έναν αρνητή της. Η έννοια της τέχνης είναι λίγο σαν τη σκιά του ανθρώπου: όσο την κυνηγάς, σού ξεγλιστράει.

–Πώς αντιλαμβάνεστε τις ιδιαιτερότητες της επαφής με το κυπριακό κοινό; Δεν το πολυγνωρίζω. Για να είμαι ειλικρινής, η μόνη επαφή με το κυπριακό κοινό ήταν όταν συνεργάστηκα με την Κατερίνα Λούρα στο Θέατρο Δέντρο, στην παραγωγή «Προμηθέας Δεσμώτης Ι» (2017). Μπορώ να πω ότι η Κύπρος βγάζει πολύ ιδιαίτερα πρόσωπα και ταλέντα. Δεν φιλοφρονώ· συνειδητά το λέω. Είναι ιδιόμορφο σταυροδρόμι, στο οποίο προκύπτουν ενδιαφέρουσες συνθέσεις. Έχω την απορία και θα συναντήσω το κοινό δια ζώσης, με όλη την ωμότητα του πράγματος, όταν έρθει η παράστασή μας στην Κύπρο. Από εκεί πέρα, έχω Κύπριους καλλιτέχνες στην παραγωγή, εκ των οποίων οι δύο είναι θεμελιώδους σημασίας: ο συνθέτης Άντης Σκορδής και η Ελένη Μολέσκη με την οποία δουλέψαμε μαζί τη δραματουργία. Έχουμε δύο ηθοποιούς που είναι Κύπριοι κι άλλους τρεις που επιλέχθηκαν από την οντισιόν του ΘΟΚ. Υπάρχει μια σημαντική παρουσία μέσα στο σώμα των 40 συντελεστών.
–Όταν ανακοινώθηκε η διανομή, προέκυψε μια συζήτηση στην Κύπρο για το αν έχει νόημα ο ΘΟΚ να συμμετέχει σε τέτοιες συμπαραγωγές, μόνο και μόνο για να κυνηγάει την Επίδαυρο σαν χίμαιρα… Εγώ δεν μπορώ να πω σ’ αυτή τη συζήτηση. Ο ΘΟΚ εμφανίστηκε ως συμπαραγωγός όταν είχα ήδη κάνει την πρώτη οντισιόν. Σημασία έχει κάτι άλλο. Πρώτα και κύρια, ο ΘΟΚ πρέπει να αποκτήσει γρήγορα καλλιτεχνικό διευθυντή. Τελεία και παύλα. Όσο δεν υπάρχει καλλιτεχνικός διευθυντής, ό,τι και να κάνει ένα συμβούλιο, όσο καλές προθέσεις κι αν έχει, δεν είναι αρκετό. Μιλάμε για έναν οργανισμό με ζηλευτές υποδομές. Είναι μεγάλο διάστημα καλλιτεχνικά ακέφαλος κι αυτό δεν είναι σωστό. Δεύτερο σχόλιο που θέλω να κάνω είναι ότι στην Επίδαυρο πρέπει να πηγαίνουν παραγωγές που προορίζονται για εκεί. Δεν είμαι υπέρ της θεσμικής συμμετοχής. Ούτε και το ΚΘΒΕ, λ.χ., θα έπρεπε ντε και καλά να πηγαίνει. Υπάρχουν κι άλλοι χώροι που μπορεί να παρουσιαστεί μια παράσταση αρχαίου δράματος. Εγώ έφτασα στο σημείο να πω ότι το αρχαίο δράμα χρειάζεται πλέον μια αγρανάπαυση. Σε χώρους όπως η Επίδαυρος πρέπει να πηγαίνουμε με ταπεινότητα και με δρώμενα που είναι πραγματικά αναγκαίο να συμβούν.
–Η επιδίωξη μιας αναλογικής ή ισοβαρούς σύμπραξης δεν είναι πολύπλοκη και αδιέξοδη; Δεν απειλεί την καλλιτεχνική αυτονομία; Διαλέγω ανθρώπους που αισθάνομαι ότι είναι απαραίτητοι και συμβατοί μ’ αυτό που θέλω να κάνω. Δεν κάνω διαχείριση υλικού. Πάντως, οι ακροάσεις σε Ελλάδα και Κύπρο προσφέρουν τη δυνατότητα να αντλήσεις από ένα μεγάλο φάσμα ικανών προσώπων. Έχεις περισσότερες επιλογές. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι δεσμευτικό. Νομίζω ότι το θέμα που συζητάμε είναι λίγο πιο τεχνοκρατικό απ’ ό,τι σηκώνει. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να αναλώνεται κανείς σ’ αυτά. Εγώ, πάντως, κρατήθηκα μακριά. Έχω κι ένα μέτρο αυτοπροφύλαξης: δεν έχω λογαριασμό στο Facebook, δεν ασχολούμαι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Eίμαι υποχρεωμένος να προφυλάσσω τη φτωχή μου δημιουργικότητα από τη φασαρία.
–Γιατί επιλέξατε τον Άντη Σκορδή για τη μουσική επένδυση; Καταρχάς, είναι εξαιρετικός συνθέτης κι ένας σπάνιος συνεργάτης. Πίνω νερό στο όνομα του Άντη. Είμαι τυχερός που είναι συνεργάτης μου, αισθάνομαι προνομιούχος, ευνοημένος. Είναι και θέμα συγκυρίας. Συνεργαζόμαστε για πρώτη φορά κι αυτό είχε δρομολογηθεί πολύ πριν προκύψει η συμπαραγωγή με τον ΘΟΚ. Δεν πάει έτσι. Υπάρχουν αυταξίες στα πράγματα. Το ίδιο ισχύει και για την Ελένη Μολέσκη, την οποία είχα συνεργάτη στην Ελευσίνα κι είναι ένας άνθρωπος που επίσης εκτιμώ και θαυμάζω. Δεν ένιωσα κάποιο βάρος από την κατάσταση που δημιουργήθηκε λόγω της συμπαραγωγής. Μάλλον το εξέλαβα ανάποδα: ως ευκαιρία συνάντησης με αξιόλογους συνεργάτες που ίσως να μη συναντούσα υπό άλλες συνθήκες. Όπως λ.χ. τον Νεκτάριο Θεοδώρου και τον Νικόλα Γραμματικόπουλο.
–Τι είναι το πιο βαθύ που έχετε μάθει στο θέατρο όλα αυτά τα χρόνια; Δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα. Είναι πολλά, θα μπορούσα να κάνω ολόκληρη λίστα. Το θέατρο είναι ένας μυητικός μηχανισμός που σε βοηθά να μυριστείς τον εαυτό σου μέσα στην ιστορικότητα και μέσα στην κοινωνία. Καταρχήν, σε υποχρεώνει να συνυπάρχεις. Αυτό είναι το ύψιστο μάθημα. Δεν είναι αυτονόητο να μπορείς να συνυπάρχεις με την ανάσα του άλλου, με την ψυχή του, να συμπλέεις με τις ιδιαιτερότητές του. Μοιάζει με ιστιοπλοϊκή εμπειρία. Η ιστιοπλοΐα έχει πολύ αυστηρούς κανόνες. Παίζει ρόλο η συλλογική προσπάθεια, η συμβολή του καθενός, αλλά ταυτόχρονα και οι διαθέσεις του ανέμου, οι συνθήκες. Πρέπει να είσαι ανοιχτός σ’ αυτές τις θεότητες, τον καιρό, τη θάλασσα, τα φαινόμενα που σου καθιστούν σαφές ότι είσαι πολύ- πολύ μικρότερος από τη φύση. Αυτά είναι μεγάλα μαθήματα, που δεν τελειώνουν ποτέ.
-Πώς έχει εξελιχθεί ο δικός σας τρόπος σκέψης όλα αυτά τα χρόνια; Στη διαδρομή, όσο προχωράνε τα πράγματα, θεωρώ ότι αφενός αφουγκράζομαι λίγο περισσότερο, απ’ την άλλη γίνομαι πιο απόλυτος ως προς τις αρχές μου.
–Πιο άτεγκτος; Πιο απόλυτος. Δεν το εννοώ από συμπεριφορολογικής σκοπιάς. Απλώς, θεωρώ ότι η τέχνη πρέπει να γίνεται με απόλυτα μέτρα. Όταν κάτι στο μυαλό μας χτυπάει συναγερμό δεν πρέπει να κάνουμε συμβιβασμούς, γιατί ύστερα χάνεται. Πρέπει να έχεις μια καθαρότητα στη διεκδίκηση αυτού που συναισθάνεσαι ότι χρειάζεται τη δεδομένη στιγμή. Η τέχνη αν δεν είναι απόλυτη δεν είναι ακριβώς τέχνη.
- INFO Μετά την πρεμιέρα στην Επίδαυρο, η παραγωγή «ζ-η-θ, ο ξένος» παρουσιάζεται στην Κύπρο στις 18-19/7 στο Αμφιθέατρο Σχολής Τυφλών και στις 25-26/7 στο Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, 9μ.μ. tickets.thoc.org.cy 77772717
Ελεύθερα, 29.6.2025