Την ανάγκη για δημόσια δράση και συλλογική ευθύνη, όχι μόνο μέσα στο πανεπιστήμιο αλλά στον ευρύτερο κόσμο επεσήμανε το Τζούντιθ Μπάτλερ σε ομιλία το απόγευμα της Τρίτης στη Λευκωσία, όπου τόνισε παράλληλα την ανάγκη για αλληλεγγύη και δράση απέναντι στις φρικαλεότητες στη Γάζα.

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου τίμησε μια προσωπικότητα που είναι εκ των επιφανέστερων φιλοσόφων και διανοητών της εποχής μας, αναγορεύοντάς τη σε επίτιμο διδάκτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών.

Στην αντιφώνησή του, το τιμώμενο πρόσωπο έδωσε μια ομιλία που συνδύαζε φιλοσοφικό βάθος, πολιτική ανησυχία και ηθική ευθύνη. Υπογράμμισε ότι η ζωή είναι από τη φύση της διασυνδεδεμένη, ότι οι πράξεις μας, οι απώλειες και οι ελπίδες μας συνυφαίνονται με τις κοινότητες γύρω μας, ζωντανές και νεκρές, κοντινές και μακρινές.

Το Τζούντιθ Μπάτλερ υπενθύμισε ότι η ζωή είναι αλληλένδετη και η συλλογική δράση απαραίτητη. Κινητοποιώντας τις έννοιες της αλληλεγγύης και του «ανήκειν», επισήμανε τις φρικαλεότητες στη Γάζα και τις παγκόσμιες κρίσεις προσφύγων, καλώντας όλους να αναγνωρίσουν τις απώλειες και να δράσουν για την προστασία ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο ή στα σύνορα, συχνά εκτεθειμένοι στην αδικία και τη βία.

Υπερασπίστηκε επίσης τις σπουδές φύλου απέναντι σε αυταρχισμούς που τις βλέπουν ως απειλή, τονίζοντας ότι η μάχη για την ισότητα και τη δικαιοσύνη δεν είναι δευτερεύουσα· είναι η καρδιά ενός κόσμου όπου η ζωή, η ελευθερία και η δικαιοσύνη μπορούν να επιδιωχθούν συλλογικά, με πάθος και φροντίδα για όλους. Ανέλυσε πώς οι αυταρχικές δυνάμεις επιτίθενται στις σπουδές φύλου ως μέσο ενίσχυσης της πατριαρχικής εξουσίας και του εθνικισμού, καλώντας τους ακαδημαϊκούς να αντισταθούν και να προωθήσουν τις αξίες της ισότητας και της δικαιοσύνης.

Η ομιλία ήταν κάλεσμα για την ηθική δράση, την αλληλεγγύη και το κοινό όραμα ενός κόσμου πιο δίκαιου, στον οποίο η ανθρώπινη ζωή δεν απομονώνεται, αλλά συνδέεται αδιάρρηκτα με τη ζωή των άλλων. Έκανε αναφορά στις δηλητηριώδεις μορφές ρατσισμού και εθνικισμού που εντείνονται στη χώρα της, τις ΗΠΑ. Παράλληλα, διερωτήθηκε ποια εκδοχή του έθνους απειλείται από εκείνους που επιδιώκουν ελευθερία, ειρήνη, ισότητα και δικαιοσύνη και υπογράμμισε ότι όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι άξιοι πένθους, όταν χάνονται από τον κόσμο.

Παράλληλα, αναφέρθηκε στη συλλογική φύση της συγγραφής και της σκέψης και εξέφρασε την πεποίθηση ότι η διανοητική ζωή και η κοινωνική αλλαγή είναι εφικτές μόνο μέσω της συνεργασίας και της δημόσιας δέσμευσης, ιδιαίτερα μέσα κι έξω από τον ακαδημαϊκό χώρο. Η ομιλία στράφηκε επίσης σε σημαντικά παγκόσμια ζητήματα, όπως η γενοκτονία στη Γάζα, οι πόλεμοι στην Ουκρανία και το Σουδάν, η κλιματική κρίση και η κατάσταση των προσφύγων, τονίζοντας την ανάγκη για διεθνή αλληλεγγύη.

Στην αντιφώνηση δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει για την τιμητική διάκριση τον πρύτανη Τάσο Χριστοφίδη, τον κοσμήτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών Μιχάλη Μιχαήλ, την αν. καθηγήτρια Στέλλα Αχιλλέως και την αν. καθηγήτρια Μαρία Μαργαρώνη που παρουσίασε τo έργo και τηv πρoσωπικότητα του τιμώμεvου προσώπου. Ιδιαίτερα, ευχαρίστησε το Τμήμα Σπουδών Φύλου «μια εξαιρετικά λαμπρή κοινότητα μελετητών που έχουν θεμελιώσει ένα πραγματικά άριστο διεπιστημονικό πρόγραμμα και που με έχουν υποδεχθεί με τόση θερμότητα».

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Τζούντιθ Μπάτλερ:

Όπως γνωρίζετε, δεν είναι εύκολο να δεχθεί κανείς μια τιμή ή ένα βραβείο, και για ορισμένους από εμάς τίθεται πάντα το ερώτημα εάν όσα κάνουμε είναι αρκετά∙ εάν συμβάλλουμε στο να ανακουφίσουμε ή να εξαλείψουμε τόσες μορφές οδύνης, ώστε να φέρουμε έναν καλύτερο κόσμο ή να ανοίξουμε το δρόμο προς εκείνη την κατεπείγουσα μεταμόρφωση. Αυτό που αποδέχομαι σήμερα είναι ότι κανείς δεν έχει αλλάξει τον κόσμο μόνος του.

Βεβαίως, ναι, αποδέχομαι ότι κανείς άλλος πέρα από εμένα δεν έγραψε τα βιβλία που ακούσατε να αναφέρονται σήμερα. Όμως ακόμη και η συγγραφή δεν είναι αμιγώς έργο ενός και μόνο ατόμου. Ένα κείμενο γεννιέται μέσα από συνομιλίες και κοινότητες, από μορφές κοινωνικής συμμετοχής, από αναγνώσεις, και από την προθυμία να μεταμορφωθείς από ό,τι σε αγγίζει. Τα ίχνη των άλλων είναι διάχυτα σε κάθε κείμενο, στην πορεία του επιχειρήματος, στο πάθος της γραφής, στον τρόπο της προσφώνησης. Διότι, όσο κι αν ένα βιβλίο γράφεται «για τους άλλους», για άλλους των οποίων τα ονόματα δεν θα μάθουμε ποτέ πλήρως, είναι ταυτόχρονα και μια σύναξη φωνών, μια μορφή συγκέντρωσης. Πολλοί άνθρωποι ζουν μέσα στα βιβλία που γράφει κανείς. Είναι ένα πυκνοκατοικημένο τοπίο.

Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσω πώς η δική μου φωνή διαφοροποιείται από τις φωνές των άλλων. Εκείνες υπάρχουν μέσα μου καθώς μιλώ∙ δεν θα μπορούσα να μιλήσω χωρίς αυτές. Ίσως μιλούμε ή γράφουμε σαν σε χορωδία, όπου ο καθένας έχει το δικό του ηχόχρωμα. Η Αντριάνα Καμπρέρο έχει τονίσει ότι δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς μια μορφή συλλογικής ομιλίας που θυμίζει σύνθετη μελωδία, της οποίας ο ρυθμός συντίθεται από τις μοναδικότητές μας που δρουν σε συντονισμό. Ως συγγραφείς και ομιλητές δεν ιδιοποιούμαστε τις φωνές των άλλων, αλλά βρίσκουμε τη δική μας φωνή μέσα στις φωνές των άλλων. Είμαστε, με άλλα λόγια, δεμένοι με όσους διαβάζουμε, με όσους η σκέψη τους υποκινεί και μετασχηματίζει τη δική μας.

Αγαπώ και έχω ανάγκη αυτή τη συνοδεία, αυτή την αίσθηση έκπληξης όταν με συγκινεί η σκέψη κάποιου άλλου και νιώθω υποχρεωμένη να ανασυντάξω τις δικές μου σκέψεις σε νέα μορφή. Αυτή η συνάντηση είναι ταυτόχρονα μια πράξη σκέψης και ζωής, καμία από τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την άλλη. Τα τελευταία χρόνια, εκείνο που θεωρώ πολυτιμότερο στη δημόσια σκέψη είναι η αίσθηση μιας διανοητικής ζωής και πολιτικής φαντασίας που κινείται εντός και εκτός του πανεπιστημίου, αποτελώντας μέρος μιας ευρύτερης δημόσιας διανοητικής ζωής, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει τι έχουν να προσφέρουν τα πανεπιστήμια. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η μορφή του «παραδειγματικού δημόσιου διανοούμενου» που προβάλλει ένα πρότυπο ατομικότητας, όσο η δυνατότητα να σκεφτόμαστε δημόσια μαζί και για τους άλλους.

Αυτή η δημόσια μορφή σκέψης προάγει την ανταλλαγή και τη συνεργασία, καθώς αναλαμβάνουμε την εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση να κατανοήσουμε τον κόσμο και να συμβάλλουμε στον μετασχηματισμό του. Έναν κόσμο στον οποίο μπορούμε να φανταστούμε και να διεκδικήσουμε την ισότητα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη πιο παθιασμένα και συλλογικά.

Και αυτές τις μέρες, εν μέσω μιας συνεχιζόμενης- αν όχι εντεινόμενης-  γενοκτονίας κατά του λαού της Γάζας, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να μπορούμε να αναγνωρίζουμε και να ονοματίζουμε τις καθημερινές απώλειες, να παρακολουθούμε τις στρατηγικές που υλοποιούν αυτή τη γενοκτονία και να ζητούμε λογοδοσία από όλες εκείνες τις κυβερνήσεις και τους διεθνείς θεσμούς που απέτυχαν να χρησιμοποιήσουν την ισχύ τους για να παρέμβουν. Αυτό αποτελεί υποχρέωση για τους ακαδημαϊκούς που γνωρίζουν ότι κάθε ακαδημαϊκό ίδρυμα στη Γάζα έχει καταστραφεί. Και αυτό σημαίνει ότι έχουμε υποχρέωση να αναλάβουμε ενεργό ρόλο στη δημόσια σφαίρα: να υπερασπιστούμε τα ιδρύματα στα οποία εργαζόμαστε, ναι, αλλά και να τα κρατήσουμε υπόλογα στα υψηλότερα ηθικά πρότυπα. Δεν επιτελούμε απλώς μια σειρά λειτουργιών εντός του πανεπιστημίου. Έχουμε επίσης την υποχρέωση να ρωτήσουμε ποια πρέπει να είναι αυτή η λειτουργία και ποιες ιδέες πρέπει τα πανεπιστήμια να ενσαρκώνουν στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Αν με τιμάτε, ή καθώς με τιμάτε, τιμάτε και τους συνοδοιπόρους μου, τους συνομιλητές μου, όλους εκείνους που έκαναν το έργο μου εφικτό, εκείνους που έκαναν δυνατή την παρουσία μου εδώ. Διότι αν υπάρχει λόγος που με δεχθήκατε, εμένα και το έργο μου, είναι γιατί έχει γίνει μέρος αυτού που κάνετε. Και τώρα γίνομαι κι εγώ πιο σταθερά κομμάτι σας, όπως είστε κι εσείς κομμάτι μου. Με αυτήν την πρόσκληση τιμάτε τα πεδία της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, της κριτικής θεωρίας, της κουήρ θεωρίας, των φεμινιστικών και τρανς σπουδών, της ψυχανάλυσης, της ηθικής και της πολιτικής. Τιμάτε επίσης την ιδέα ενός διαπερατού πανεπιστημίου, όπου οι κοινότητες εκτός του ιδρύματος βρίσκουν θέση εντός του και καθίστανται ζωτικές για όσα συμβαίνουν εδώ. Σε ένα πανεπιστήμιο ανοιχτό στον κόσμο, οι τοίχοι του δεν αποκλείουν τον θόρυβο του έξω κόσμου. Τον ακούμε, τον καταγράφουμε και επιδιώκουμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητά του. Αυτή η ιδέα του πανεπιστημίου ως ανοίγματος προς τον κόσμο βασίζεται στη γνώση ότι η ύψιστη υποχρέωσή του είναι να συμβάλει στον μετασχηματισμό του κόσμου. Και για να το πράξει, δεν πρέπει να καθοδηγείται από εταιρικά συμφέροντα ή «λογικές», αλλά να παραμένει ένα κατώφλι δημόσιας σκέψης και κοινωνικής μεταμόρφωσης.

Και γι’ αυτό σας ευχαριστώ. Όπως ξέρετε, ζούμε καθημερινά με την τεράστια θλίψη απέναντι στον βάρβαρο πόλεμο στην Ουκρανία, τα φρικτά δεινά στο Σουδάν και τη γενοκτονική βία που εκτυλίσσεται καθημερινά στη Γάζα. Κάθε μέρα φέρνει νέα φρικτής καταστροφής. Και γνωρίζουμε ότι η καταστροφή που φέρνει ο πόλεμος περιλαμβάνει την απώλεια ζωών και βιοπορισμού, την καταστροφή πόλεων και τη δηλητηρίαση του εδάφους, την επιτάχυνση της κλιματικής καταστροφής και τον μαζικό εκτοπισμό. Ο αριθμός των βιαίως εκτοπισμένων ανθρώπων στον κόσμο υπολογίζεται πλέον σε πάνω από 123 εκατομμύρια∙ και τα τελευταία χρόνια, μόνο από την Παλαιστίνη, πάνω από 2 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί.

Καθώς σκεφτόμαστε μαζί το μέλλον του κόσμου αυτού, πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του ασύλου, του καταφυγίου, της φιλοξενίας και των συνόρων, πέρα από το πλαίσιο της φυλάκισης, του εγκλεισμού και του εθνικισμού. Θα χρειαστεί, πιστεύω, να διαλύσουμε τα κέντρα κράτησης ώστε να εξασφαλίσουμε σταθερή υποστήριξη για αυτοδιοικούμενες κοινότητες, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης, του δικαιώματος στη μετακίνηση, της στέγης, και των δρόμων για εργασία και ένταξη. Για τόσους πολλούς ανθρώπους που ζουν στα σύνορα, δίπλα στα σύνορα, τα ίδια τα σύνορα έχουν καταστεί ένας τόπος εγκατάλειψης και εντατικοποιημένης υποταγής σε καθεστώτα εγκλεισμού. Ένα απρόσδεκτο ή ανύπαρκτο καταφύγιο, μια μετάβαση που δεν οδηγεί πουθενά, μια μετέωρη ύπαρξη στο περιθώριο του κόσμου.

Θα χρειαστεί να ανανεώσουμε τους διεθνείς θεσμούς και τις συνεργασίες ώστε να ασκήσουμε πίεση σε όσους παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και σπέρνουν ντροπή και οδύνη στον κόσμο. Ποιες είναι αυτές οι παγκόσμιες υποχρεώσεις; Να παρέμβουμε σε γενοκτονίες, να προσφέρουμε καταφύγιο, αίσθηση του ανήκειν, τροφή, υγειονομική περίθαλψη και νομικό καθεστώς σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Δεν έχουν άραγε ο πόλεμος, η πανδημία, η κλιματική καταστροφή και οι βίαιοι εκτοπισμοί καταστήσει τούτο το ζήτημα το κεντρικό ηθικό ερώτημα της εποχής μας;

Μπορούμε να ξεκινήσουμε στηρίζοντας εκείνους τους θεσμούς που απορρίπτουν την ιδέα ότι η μετανάστευση είναι έγκλημα και που αναγνωρίζουν τη μετανάστευση ως μια οικουμενική ελευθερία που πρέπει να τιμάται σε κάθε σύνορο, θεσμούς που απορρίπτουν την ιδέα του συνόρου ως τόπου όπου ο ρατσισμός αναπαράγεται επίμονα. Ο πόλεμος εναντίον των μεταναστών στη χώρα μου, που εκτελείται σήμερα μέσω απαγωγών, απελάσεων, παράνομων κρατήσεων, στηρίζεται σε δηλητηριώδεις μορφές ρατσισμού και εθνικισμού. Μια εκδοχή αυτής της νομικής βίας τη συναντούμε στο σωφρονιστικό μας σύστημα, στην ποινικοποίηση των προσφύγων αλλά και όσων επιχειρούν να τους βοηθήσουν. Άνθρωποι που συλλαμβάνονται και κρατούνται στα σύνορα ή στοιβάζονται σε οχήματα μεταφοράς και αποστέλλονται σε τόπους όπου δεν έχουν νομικά δικαιώματα. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις μορφές βίας που επιτελούνται μέσω «νόμιμων» μέσων και συγκροτούν την παγκόσμια αδικία της εποχής μας.

Με διαφορετικούς τρόπους, η πανδημία και οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι μάς ανάγκασαν να αντιμετωπίσουμε την τεράστια θλίψη και τον τρόμο από τους οποίους, ωστόσο, συχνά αποστρέφουμε το βλέμμα. Ακόμη κι αν αγνοούμε τις ειδήσεις ή προσπαθούμε να μείνουμε αδιάφοροι για όσα συμβαίνουν καθημερινά στη Γάζα, όλοι ζούμε με την απώλεια εκείνων που αρνούμαστε να γνωρίσουμε∙ μοιραζόμαστε μια μελαγχολία, μια τεράστια θλίψη που μας τραβά καθέναν από εμάς, κάτω από την επιφάνεια, μια διάχυτη και επίμονη αίσθηση πένθους για εκείνους που δεν γνωρίσαμε ποτέ, μια καυστική αίσθηση απώλειας για εκείνους που γνωρίσαμε. Αυτή η θλίψη και αυτή η άρνηση μας συνδέουν μεταξύ μας πέρα από περιοχές και γλώσσες και μας υπενθυμίζουν ότι τιμούμε τη διασυνδεδεμένη ζωή, ανθρώπινη και μη ανθρώπινη.

Οι άνθρωποι θέλουν να ξέρουν τι να κάνουν, πώς να εκφράσουν αλληλεγγύη. Ίσως η απάντηση είναι απλά να πεις ή να ρωτήσεις τον εαυτό σου, καθώς σκέφτεσαι πώς να δράσεις καλύτερα: αν η πράξη σου αγκαλιάζει τον διασυνδεδεμένο χαρακτήρα της ζωής, όπου η ζωή ενός λαού έχει την ίδια αξία με τη ζωή ενός άλλου. Ό,τι κι αν κάνεις, άσε αυτό να είναι η αρχή που σε καθοδηγεί. Ας είναι η πράξη και η αλληλεγγύη η περίσταση όπου αγκαλιάζουμε αυτήν τη διασύνδεση, αυτήν την αλληλεξάρτηση, ακόμη κι όταν βρισκόμαστε σε σύγκρουση ή διαφωνία.

Η διασύνδεση δεν είναι αψεγάδιαστη. Δεν είναι πάντοτε όμορφη. Είναι δύσκολη. Υποδηλώνει εξαρτήσεις που δεν θέλουμε πάντα να παραδεχθούμε. Περιλαμβάνει διαφωνίες που δεν είναι πάντοτε επιλύσιμες. Ίσως το γνωρίζετε αυτό από την επίμονη κατάσταση του διαχωρισμού. Κι όμως, αν παραμείνουμε μέσα σε μορφές διασύνδεσης, ξέρουμε ότι πρέπει να επιβεβαιώνουμε αυτές τις σχέσεις ακόμη κι όταν είναι δύσκολες. Και μόνο αυτή η σύνθετη μορφή επιβεβαίωσης θα μας βοηθήσει να οικοδομήσουμε μια παγκόσμια αλληλεγγύη για οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, για την ελευθερία να ζούμε σε έναν δίκαιο και βιώσιμο κόσμο και να βάλουμε τέλος στον πόλεμο.

Ζούμε επίσης με μια άλλη θλίψη, την οικολογική θλίψη. Αυτή είναι η θλίψη που νιώθουμε όχι μόνο όταν συμβαίνουν πετρελαιοκηλίδες ή καύσωνες, αλλά όταν γνωρίζουμε ότι ο κόσμος χάνει γοργά τη βιοποικιλότητα και τις ίδιες τις προϋποθέσεις για ζωή, ανθρώπινη και μη ανθρώπινη. Γνωρίζουμε τι σημαίνει να επιβιώνεις από την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τη διαδικασία, τον αγώνα του πένθους που απαιτεί χρόνο. Αλλά γνωρίζουμε επίσης τις συναθροίσεις που καθιστούν δυνατή την επιβίωση, εκείνες που μας κάνουν να θέλουμε να ζήσουμε, να αναγεννήσουμε τη ζωή.

Διότι η επιθυμία για ζωή γεννιέται μόνο όταν το ζην προϋποθέτει τη συμβίωση με άλλους, όταν βρίσκουμε στην κοινότητα ή την κοινωνικότητα αυτό που μας βγάζει πέρα από τον εαυτό μας και μας οδηγεί στον κόσμο. Όταν επιθυμούμε να ζήσουμε, δεν είναι μόνο τις δικές μας ζωές που θέλουμε, διότι η ζωή είναι ο τόπος αυτής της αναγκαίας, δύσκολης αλλά και ελπιδοφόρας διασύνδεσης. Αν θέλουμε να ζήσουμε, θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τη διασύνδεση. Νομίζω ότι δεν υπάρχει τρόπος να ζούμε σήμερα χωρίς θλίψη∙ και δεν υπάρχει τρόπος να ζούμε σήμερα χωρίς να έχει ο ένας τον άλλον. Και μέσα σε αυτό μπορούμε να βρούμε τη δυνατότητα της χαράς. Χωρίς τους δεσμούς που μας ενώνουν, χωρίς τις σχέσεις που μεταμορφώνουν τις ζωές μας και υποκινούν τη φαντασία και την πολιτική μας δράση, τίποτε από αυτά δεν είναι δυνατό.Top of Form

Αναφορικά με τη δική μου συμβολή στις σπουδές φύλου, ας θυμηθούμε ότι οι σπουδές φύλου δέχονται σήμερα επίθεση από αυταρχικά καθεστώτα. Η πρόσφατη ιστορία της Πολωνίας, η σύγχρονη πολιτική της Ουγγαρίας, της Ρωσίας, η Βραζιλία του Μπολσονάρου, η Νότια Κορέα, η Γαλλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Τουρκία, τμήματα της Ισπανίας- από ομάδες που ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται το έθνος ή τις παραδοσιακές αξίες: τον άνδρα, τον ετεροφυλόφιλο γάμο, τη διαφορά των φύλων ως μόνιμη και αμετάβλητη, τον ίδιο τον πολιτισμό.

Μα τι είναι αυτό το φύλο που όλοι τόσο πολύ φοβούνται; Είναι το φύλο κομμάτι μιας «νέας πολιτικής ταυτοτήτων» που μας απομακρύνει από ένα ευρύτερο αριστερό κίνημα; Ή μήπως πρόκειται ακριβώς για ένα φάντασμα που κινητοποιείται από νέους αυταρχισμούς και τον νεοφασισμό, ώστε να ενισχυθεί η πατριαρχική εξουσία, η ετεροκανονιστική οικογένεια, ο αυταρχισμός, το «δικαίωμα» στην άσκηση βίας χωρίς ντροπή ως σημάδι αληθινής ανδρικότητας, ως τρόπος εισόδου στην «ανδρόσφαιρα»; Το φύλο δεν είναι ούτε δευτερεύον ζήτημα, ούτε απόσπαση προσοχής, ούτε μπορεί να περιοριστεί στην πολιτική των ταυτοτήτων.

Όταν ο Πούτιν και άλλοι αυταρχικοί χαρακτηρίζουν τον φεμινισμό, τις σπουδές ΛΟΑΤΚΙΑ και τις σπουδές φύλου ως «επίθεση στην εθνική ασφάλεια, την εθνική ταυτότητα» και ορίζουν τη βία κατά των φύλων και την ανισότητα των γυναικών ως μέρος του εθνικού status quo, τότε η ίδια η διεκδίκηση ισότητας και ο τερματισμός των γυναικοκτονιών εμφανίζονται ως επίθεση στην εξουσία και στην «ψυχή» του έθνους. Μα ποιο έθνος υπερασπίζονται σ’ αυτήν τη στιγμή; Θα πάνε ακόμη και σε πόλεμο για να υπερασπιστούν αυτές τις «παραδοσιακές αξίες».

Ο Τραμπ μόλις χαρακτήρισε την αμφισβήτηση των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών ως μια δυνητικά βίαιη, ακόμη και τρομοκρατική, δραστηριότητα. Θα λογοκρίνουν βιβλία που ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να σκεφτούν εκ νέου τις ενσώματες ζωές που ζούμε μαζί.

Γι’ αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε: ποια εκδοχή του έθνους απειλείται από εκείνους που επιδιώκουν ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, τον τερματισμό του πολέμου, που θέλουν να ακολουθήσουν ένα μη βίαιο μέλλον κοινωνικού μετασχηματισμού, που απαιτούν ισότητα, τον τερματισμό του βιασμού και της βίας, τον τερματισμό της παθολογικοποίησης της κουήρ και τρανς νεολαίας, τον τερματισμό της λογοκρισίας των σπουδών φύλου και της κριτικής φυλετικής θεωρίας, τον τερματισμό της ποινικοποίησης των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, που απαιτούν την ελευθερία να κινούνται και να αναπνέουν στους δρόμους, μέρα και νύχτα, χωρίς φόβο βίας ή φυλάκισης; Τι είναι όλα αυτά; Είναι βασικές διεκδικήσεις που ανήκουν σε κάθε χώρα που αποκαλεί τον εαυτό της δημοκρατική ή που επιθυμεί ένα δημοκρατικό μέλλον. Το να κινείσαι στον δρόμο χωρίς φόβο θα έπρεπε να είναι μια βασική ελευθερία.

Το να συναθροίζεσαι ή να κινείσαι στον δρόμο μαζί με άλλους, να συζητάς, να πράττεις, να συγκροτείς και να επεκτείνεις κοινωνικά κινήματα- κι αυτά είναι βασικές ελευθερίες, για τις οποίες δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να ζητούμε άδεια. Στην πραγματικότητα, αυτές είναι ελευθερίες που μπορούμε μόνο να τις πάρουμε και να τις ασκήσουμε μαζί. Δεν ανήκουν σε κανέναν από εμάς μεμονωμένα, αλλά πάντοτε και αποκλειστικά σε όλους μας, ως κατοίκους του κόσμου, ζώντας και αναπνέοντας ο ένας με τον άλλον, με όλη τη δυσκολία, τον τρόμο, τον ενθουσιασμό και την υπόσχεση που αυτό συνεπάγεται. Το να κινείσαι στον δρόμο και να ζεις στον κόσμο ανοιχτά δεν μπορεί να συμβεί όσο συνεχίζονται οι αδιάκοποι βομβαρδισμοί, η βίαιη καταστροφή ζωών και οι αναγκαστικές απελάσεις.

Όλοι αυτοί οι αγώνες συνδέονται μεταξύ τους και πρέπει να βρούμε την ανάλυση και τη φαντασία για να δείξουμε τις συνδέσεις. Για να ξεπεράσουμε την απώλεια, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε όσα έχουν ήδη χαθεί, καθώς και όσα εξακολουθούν να χάνονται αυτή τη στιγμή. Το αίσθημα της απώλειας μάς αποκαλύπτει τι είναι αυτό που εκτιμούμε. Είναι η περίσταση για να γνωρίσουμε και να αποστάξουμε τις αξίες μας στο πεδίο της πολιτικής. Μας διδάσκει για την ισότητα και την κοινωνική αλληλεξάρτηση.

Όλοι μας θα έπρεπε να είμαστε άξιοι πένθους, εάν χαθούμε από τον κόσμο. Όλες οι ζωές μας θα έπρεπε να αναγνωρίζονται και να τυγχάνουν σεβασμού και αξιοπρέπειας. Όμως, για να συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που μας δίνουν τη δύναμη να ζούμε∙ όπου οι ζωές εκείνων που έχουν υποταχθεί ή σβηστεί από το προσκήνιο θα αρχίσουν να μετρούν. Για να αντιταχθούμε στην αδικία, πρέπει πρώτα να την ονομάσουμε και να τη γνωρίσουμε στις μορφές της. Και σήμερα έχουμε νέες μορφές αυταρχισμού και, ίσως, φασισμού, τις οποίες είναι καθήκον μας, ως ακαδημαϊκοί και διανοούμενοι, να αναλύσουμε με κριτικές μορφές γνώσης, ώστε να γίνουμε σοφότεροι ως προς το πώς να παρέμβουμε καλύτερα, να σταματήσουμε τον πόλεμο, να αποδομήσουμε εκείνες τις δυνάμεις.

Για όλα αυτά τα καθήκοντα, οφείλουμε να συνεχίσουμε να συναντιόμαστε και να θυμόμαστε ότι ακόμη και στις στιγμές της απομόνωσης είμαστε περιτριγυρισμένοι από ζωντανούς και νεκρούς, επηρεασμένοι από τις απώλειες και από τις προοπτικές μιας κοινότητας που διαμορφώνεται. Αυτός ο κοινός κόσμος είναι εκείνος στον οποίο δίνουμε ο ένας στον άλλον ανάσα, ζωή, ευρείες και θετικές δομές φροντίδας, καθώς και μια σταθερή βεβαιότητα ότι η συνεχιζόμενη καταστροφή και η κανονικοποίηση της στρατιωτικοποίησης μπορούν να φτάσουν στο τέλος τους. Στη θλίψη μας, στον αγώνα μας και στη χαρά μας, συναντάμε ο ένας τον άλλον.

Σας ευχαριστώ που με υποδεχθήκατε. Έχετε ήδη διευρύνει τον κόσμο μου, και γι’ αυτό σας είμαι βαθύτατα ευγνώμων.