Ο 38χρονος μουσικός δεν μεγάλωσε «κανονικά», όπως άλλα παιδιά της ηλικίας του. Κι ίσως αυτό, να τον έκανε τόσο ξεχωριστό από μικρό.
–Με παππού έναν από τους «ογκόλιθους» της Ιστορίας της σύγχρονης μουσικής στην Ελλάδα, αλλά και πατέρα μουσικό, ήταν μοιραίο νομίζεις -υποθέτω από τα παιδικά σου χρόνια- να ασχοληθείς κι εσύ μ’ αυτή την Τέχνη; Για μένα, η μουσική δεν ήταν ποτέ μια «ασχολία». Ήταν κάτι σαν το φυσικό μου περιβάλλον και κομμάτι της φύσης μου, σαν μέρος του DNA μου, σαν κάτι με το οποίο να γεννήθηκα φέροντάς το μαζί μου· γι’ αυτό και ήμουν πάντα «εραστής» αυτής της Τέχνης, αναπτύσσοντας παράλληλα και κάποιες τεχνικές αργότερα στο όργανό μου, που είναι η κλασική κιθάρα. Ωστόσο, ποτέ μου, ως παιδί ή ως έφηβος, αλλά και αργότερα, δεν σκέφτηκα την μουσική ως «επάγγελμα» – ποτέ δεν ήθελα να γίνω π.χ. ένας ακόμη «μουσικός» ή ένας ακόμη «τραγουδιστής». Να προσθέσω, πάντως, στην ερώτησή σου, πως και ο άλλος μου ο παππούς, ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης, ήταν επαγγελματίας μουσικός – ήταν ο μπασίστας στην «Λαϊκή Ορχήστρα» του παππού μου, του Μίκη. Έτσι, άλλωστε, συνέχισε κι ο πατέρας μου την παράδοση του δικού του πατέρα και έγινε κι εκείνος μουσικός-κιθαρίστας.
–Γιατί, στην αρχή της πορείας σου στη μουσική, στράφηκες στον αγγλικό στίχο; Αυτό με παραξένεψε κάπως, σε σχέση με τις καταβολές σου… Καταρχήν, από μικρή ηλικία τα ακούσματα που είχαμε με τον αδελφό μου, τον Μίκη, ήταν ξένα. Και, κατά δεύτερον, το 2000, όταν θα πήγαινα στην Β’ Γυμνασίου στο ελληνικό σχολείο όπου φοιτούσα, η μητέρα μου είχε πάρει την απόφαση να μας στείλει σε αγγλικό σχολείο – κάτι που δεν έχω στο μυαλό μου ως μια ωραία ανάμνηση από τη ζωή μου, γιατί δεν ήταν δική μου επιλογή να μπω στο αγγλικό σύστημα.

–Ήταν ευτυχισμένα τα παιδικά σου χρόνια; Ως ενήλικας πλέον, θα σου έλεγα σήμερα πως δεν πολυέζησα την παιδική μου ηλικία. Θεωρώ πως ο ψυχικός μου κόσμος μπλόκαρε με κάποια πράγματα– μπορεί αυτό να οφειλόταν και στο «μέγεθος» του παππού, στην λάμψη αυτή που υπήρχε μέσα στην οικογένεια και γύρω μου, δεν είμαι βέβαιος. Κι εγώ γονιός είμαι -είμαι πατέρας δύο παιδιών- και ξέρω πως και λάθη θα γίνουν, ενώ γνωρίζω και πόσο δύσκολο είναι να βάλεις τα παιδιά σου να διανύσουν τα χρόνια τους στην πραγματική τους ηλικία, γιατί στην πορεία μαθαίνουμε όλοι.
–Εσύ, σε ποια ηλικία κατάλαβες το «μέγεθος» του παππού σου; Όταν βλέπεις από μικρός ότι η προσοχή και το «βάρος» πέφτει σε ένα πρόσωπο, όταν τα βλέμματα των ανθρώπων πέφτουν επάνω σε αυτό το λαμπερό πρόσωπο, ε δεν θέλει πολύ για να αντιληφθεί ένα παιδί πως εδώ «κάτι γίνεται». Μπορεί, όταν ήμουν πολύ μικρός, να μην ήξερα τους λόγους που γινόταν αυτό, αλλά αντιλαμβανόμουν τις διαφορές: Από τη μία έβλεπα τον ένα μου παππού, τον Βαγγέλη, ο οποίος ήταν ένας παππούς όπως οι παππούδες των συμμαθητών μου και, από την άλλη, τον παππού, τον Μίκη, ο οποίος από μικρός θυμάμαι να τραβάει όλα τα βλέμματα των γύρω μας επάνω του. Ο παππούς, ο Βαγγέλης, ήταν ο κλασικός παππούς. Ο παππούς μου, ο Μίκης, όμως, δεν ήταν.

–Πώς το εννοείς; Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, σα να τον διεκδικούσαν πάρα πολλοί άνθρωποι ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα ένα μικρό παιδί- όπως ήμουν εγώ- να αισθάνεται πως παίρνουν από εκείνο στιγμές που θα ήθελε να είχε μαζί του. Κι έτσι, εγώ δεν έζησα στιγμές με τον παππού μου, έχοντας εκείνος τον ρόλο του «παππού», όπως ενδεχομένως τον βιώνουν άλλα παιδιά, κι εγώ του «εγγονού». Πώς να σας το εξηγήσω; Ο παππούς μου δεν ήταν ο κλασικός εκείνος παππούς που θα με πήγαινε στο πάρκο βόλτα για να φάμε παγωτό, στο σινεμά ή σε ένα παχνιδάδικο. Ήταν μια διαφορετική σχέση.
–Εσύ, πότε έγραψες το πρώτο σου τραγούδι; Όταν βγήκα από τη μητριαρχική οικογένεια στην οποία μεγάλωνα -και την ονομάζω «μητριαρχική», γιατί η μητέρα μου ήταν το «δυνατό» πρόσωπο μέσα στην οικογένεια-, και ξεκίνησα να φτιάχνω το δικό μου σπίτι, με την τότε σύζυγό μου, άρχισα ταυτόχρονα να γράφω και μουσική, προσπαθώντας να δημιουργήσω κάτι διαφορετικό. Τα τραγούδια ήρθαν ξαφνικά! Όσο ήμουν στο προηγούμενο μοντέλο οικογένειας, δεν έγραφα μουσική.

–Πλέον, και με τη συμμετοχή σου στη «Λαϊκή Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης», θα έλεγες πως μπορείς και βιοπορίζεσαι πια από την μουσική; Δεν θα το έλεγα. Γιατί, άμα κάτσουμε και μιλήσουμε για τα έξοδα μιας οικογένειας σήμερα… Έχω δουλέψει, μέχρι σήμερα, στην εστίαση, προηγουμένως δούλευα σε αναβατόρια με ανυψωτικά για μετακομίσεις, σε μπουάτ στην Πλάκα, σε αποθήκες μεγαλοκαταστημάτων με ρούχα, σε κατασκηνώσεις ως ομαδάρχης νεότερος· γενικά, δεν έχω θέμα με τις δουλειές και προσαρμόζομαι πολύ γρήγορα σ’ αυτές.
–Πόσων ετών ήσουν όταν έγραψες το πρώτο σου τραγούδι; 29. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι πάντα είχα το «μικρόβιο» της δημιουργίας– η οποία μπορεί να αφορούσε στη ζωγραφική, σε ένα κείμενο, σε ένα ποίημα. Το μυαλό μου ήταν πάντα σε εγρήγορση. Είχα γράψει προηγουμένως και κάποιες μικρές μελωδίες. Αλλά τα τραγούδια ήρθαν στα 29 μου, στη νέα μου οικογένεια.

-Πώς το εξηγείς σήμερα, στα 38 σου; Σα να «απελευθερώθηκες» από κάτι; Δεν ξέρω. Ήμουνα, θυμάμαι, στο σπίτι, έπαιξα μία εισαγωγή ενός κομματιού και άρχισα να τραγουδάω αυτόματα με στίχους, χωρίς να τους έχω προετοιμάσει πιο πριν. Αυτό ήταν το πρώτο μου τραγούδι, το «Parampi», το οποίο είναι αναρτημένο και στις μουσικές πλατφόρμες. Τα 7 από τα 10 τραγούδια εκείνου μου του δίσκου, τα είχα γράψει μέσα σε τέσσερεις μόνο μέρες! Είχαν βγει πηγαία. Μέχρι τότε ούτε είχα ξανατραγουδήσει, ούτε είχα ξαναγράψει τραγούδια, ούτε φυσικά είχα ανέβει ποτέ μου επάνω σε σκηνή. Όλα αυτά συνέβησαν μετά.
–Οι δικοί σου άνθρωποι πώς αντέδρασαν ακούγοντας αυτά τα τραγούδια; Ο πατέρας μου τα άκουσε σε ένα μικρό φεστιβάλ, στο οποίο αργότερα συμμετείχα, και «κάτι διέκρινε». Εκεί είχα πει και το «Speed of love», το οποίο ήταν ακόμη σε πρωτόλεια μορφή, και μου είπε: «Θέλω να πάμε στο studio αυτές τις μέρες και να γράψουμε αυτό το τραγούδι». Αυτό ήταν και το πρώτο μου βήμα στις επαγγελματικές ηχογραφήσεις.

–Η Μαργαρίτα και ο Μίκης άκουσαν μετά αυτά τα τραγούδια; Η μητέρα μου δεν ξέρω αν τα ‘χει ακούσει ακόμη. Και δεν το λέω με παράπονο αυτό· η μαμά έχει τα δικά της προβλήματα, τις δικές της έγνοιες. Ο παππούς μου, από την άλλη, είχε ακούσει ήδη κάποια κομμάτια όταν τα είχαμε ηχογραφήσει, σε πολύ πολύ αρχική μορφή, με τον θείο μου το Γιώργο, τον γιο του. Καμάρωνε τότε, ακούγοντάς τα σε εκείνο το στάδιο.
–Γενικά, για να καταλάβω, η σχέση η δική σου -ως εγγονού του- με τον Μίκη Θεοδωράκη, ποια ήταν; Όπως ήταν η σχέση που είχε και με τα υπόλοιπα του εγγόνια, και με τους τέσσερεις γιους της Μαργαρίτας. Δεν ξεχώριζε κάποιον, γι’ αυτό και θεωρώ πως η σχέση που είχε με το κάθε εγγόνι του από την Μαργαρίτα ήταν η ίδια. Από την άλλη, η συναναστροφή που είχαμε όλοι εμείς με τον παππού, ήταν το οικογενειακό ραντεβού που είχαμε μαζί του.

–Είσαι ευχαριστημένος από την πορεία της ζωής σου, από όσα έχεις καταφέρει μέχρι σήμερα; Ναι, είμαι. Αλλά, τολμώ να πω, πως υπάρχει και ένα κομμάτι πίκρας, που το νιώθω και σαν μια δυστυχία μέσα μου – αυτές είναι οι στιγμές της κατάθλιψης. Για το χρόνο που πήγε χαμένος και έμεινε ανεκμετάλλευτος. Είμαι ένας άντρας, σχεδόν 40 ετών, και ακόμη νιώθω την αστάθεια, παλεύω να βρω τα βήματά μου και να κάνω πράγματα – και επαγγελματικά, αλλά και βιωματικά. Ως προς το να νιώσω πράγματα που δεν τα ένιωσα στις ηλικίες που έπρεπε.
-Γιατί το λες αυτό; Νομίζω πως ήμουν λίγο αποπροσανατολισμένος, στα χρόνια που μεγάλωνα. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Έχω ζήσει και στιγμές που ήμουν ευτυχισμένος, ως αίσθηση στο λέω αυτό, όπως εκείνες που γεννήθηκαν οι γιοι μου. Είναι, όμως, σαν αναλαμπές αυτές. Γιατί δεν είναι συνειδητοποιημένο σε εμένα, ώστε να έχω καθαρό μέσα μου, το κομμάτι της ευτυχίας. Κι αυτό ξέρω γιατί συμβαίνει – όταν παλεύεις στη ζωή να βρεις τον εαυτό σου, να προχωρήσεις, δεν μπορεί να είναι και απολύτως πραγματικές αυτές οι στιγμές.

-Πώς ονομάζονται τα παιδιά σου; Είναι ο Δημήτρης, που πάει στην Α’ Γυμνασίου φέτος και ο Μιλτιάδης που είναι 5 ετών. Έχουν διαφορά 7 χρόνια μεταξύ τους. Είναι η ίδια διαφορά ηλικίας που είχαν μεταξύ τους ο παππούς μου με τον αδελφό του, τον Γιάννη. Επίσης, έχει συμβεί και το εξής καρμικό στην οικογένειά μας: Γεννήθηκα στις 29 Ιουλίου, την ίδια μέρα που είχε γεννηθεί και ο παππούς μου. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι 200 χρόνων, με τόσες τούρτες που έχω σβήσει στη ζωή μου (γελάει).
INFO
- Η εκδήλωση «100 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης» θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025, στις 19:00, στον προαύλιο χώρο της Δημοτικής Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Λεμεσού. Στην εκδήλωση θα συμμετάσχουν η κόρη του, Μαργαρίτα Θεοδωράκη, καθώς και ο εγγονός του, Άγγελος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης, ο οποίος θα ερμηνεύσει τραγούδια του συνθέτη. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης θα παρουσιαστεί έκθεση αρχειακού υλικού από το Αρχείο Έλλης και Πανίκου Παιονίδη, με πολύτιμα τεκμήρια που αναδεικνύουν τη βαθιά και διαχρονική σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με την Κύπρο.



DOWNTOWN, 12.10.2025