Ο εμβληματικός Σέρβος θεατρικός σκηνοθέτης έχει αρχίσει να πιστεύει ότι τελικά το θέατρο μπορεί να αποτελέσει δύναμη αλλαγής.
Συγκαταλέγεται στις πιο διεισδυτικές και θαρραλέες θεατρικές φωνές των Βαλκανίων. Σκηνοθέτης με έντονη ανθρωποκεντρική ματιά και πολιτική ευαισθησία, ο Μπόρις Λιέσεβιτς καταπιάνεται με τον «Μίκαελ Κόλχαας» του Χάινριχ φον Κλάιστ, ένα έργο κλασικό που θέτει τα αμετάθετα ερωτήματα της δικαιοσύνης, της ηθικής και της αντίδρασης απέναντι στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Η παραγωγή του Yugoslav Drama Theatre περιοδεύει στην Κύπρο στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας, μεταφέροντας στη σκηνή τη διαχρονική σύγκρουση ανάμεσα στο δίκαιο και την εκδίκηση, ένα θέμα που μέσα στο σημερινό ταραγμένο κοινωνικοπολιτικό τοπίο της Σερβίας, καθίσταται ανατριχιαστικά επίκαιρο. Με τη λιτή και στοχαστική του ματιά, ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης μετατρέπει τη βία της γραφειοκρατίας σε υπαρξιακό θέατρο. Στόχος του είναι η καταβύθιση στα ενδόμυχα της ύπαρξης και τους μυστικούς χώρους του ανθρώπινου πνεύματος, εκεί όπου ίσως εξακολουθεί να σώζεται η ελπίδα ότι το θέατρο μπορεί να επιφέρει την αλλαγή.
–Πώς προσεγγίζει κανείς ένα κλασικό έργο σαν αυτό ώστε να συνδιαλέγεται με τη γεμάτη ρωγμές και αβεβαιότητα εποχή μας; Διαβάζοντας τον «Michael Kohlhaas», με συνεπήρε από τις πρώτες κιόλας σελίδες το πόσο άμεσα και επίκαιρα αντηχούν τα θέματα που αγγίζει. Ο κεντρικός ήρωας, στην πορεία του, συναντά ένα εμπόδιο εκεί όπου ποτέ δεν υπήρχε. Ένας τοπικός άρχοντας έχει καταπατήσει τη γη κι έχει υψώσει ένα φράγμα. Όποιος θέλει να περάσει, πρέπει να πληρώσει για κάτι που δεν έχει κανένα νόημα πέρα από το λάδωμα, τη διαφθορά και τη λεηλασία, για τα οποία κανείς δεν λογοδοτεί. Πρόκειται για γκρίζες ζώνες όπου κυριαρχούν η αυθαιρεσία, η αλαζονεία, η διαφθορά, η καταπίεση και η βία. Ζώνες που επεκτείνονται, γίνονται τρύπες όπου πέφτεις και χάνεσαι, και μέσα στις οποίες η κοινή λογική, ο σεβασμός, η τάξη, ο πολιτισμός, η ευγένεια εξαφανίζονται… Είναι σύμπτωμα μιας γενικευμένης κοινωνικής παρακμής. Από έξω βλέπεις να χτίζονται δρόμοι, σιδηρόδρομοι, σταθμοί κι όλα φαίνονται καλά. Μα όταν πατήσεις σ’ αυτό το έδαφος, δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί.
–Πού τελειώνει η δικαιοσύνη και πού αρχίζει η εκδίκηση; Πώς αυτή η ένταση διαμορφώνει τη σκηνοθετική σας ανάγνωση και πού τοποθετείτε εσείς προσωπικά τη λεπτή γραμμή; Αυτή είναι η ραχοκοκαλιά του έργου. Είναι πολύ σαφές πού τελειώνει η δικαιοσύνη και πού αρχίζει η εκδίκηση. Η στιγμή αυτή υποδεικνύεται με σαφήνεια. Δεν είναι καλό να δοκιμάζεις την υπομονή και τη νηφαλιότητα ενός ανθρώπου, όπως συμβαίνει σε αυτό το έργο. Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στη Σερβία. Είναι λες και κάποιος να χλευάζει την υπομονή και την ανθρωπιά μας και να προκαλεί εξέγερση. Κι όχι μόνο να την προκαλεί, αλλά να την καταπνίγει πριν καν εκδηλωθεί και να μην επιτρέπει τη δυνατότητα αντίδρασης. Οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία φαίνεται ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν τα πάντα, ενώ οι υπόλοιποι δεν έχουν ούτε καν το δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν. Φοβάμαι ότι θα έρθει η μέρα που το καζάνι θα ξεχειλίσει και θα ξεκινήσει η εκδίκηση. Κι η εκδίκηση δεν είναι ποτέ καλή για κανέναν. Είναι κάτι τρομερό, γιατί είναι καταστροφική. Όπως και ο ήρωάς μας, ο Μίκαελ Κόλχαας, που γίνεται καταστροφικός. Ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, αλλά η ακεραιότητά του κι η εμπιστοσύνη του στο σύστημα τον μετέτρεψαν σε εγκληματία και δολοφόνο.
–Πώς μετατρέψατε τη γραφειοκρατική και νομική βία του κειμένου σε θεατρική γλώσσα; Δεν τη «μετέτρεψα» στην πραγματικότητα. Την άφησα να μεταφραστεί από μόνη της, να βρει την αναγνωρίσιμη μορφή της στο σήμερα. Πολύ σύντομα, το έργο φάνηκε να αποκτά τη δική του, τρομακτική επικαιρότητα και σύνδεση με τα πρόσφατα γεγονότα: τις διαδηλώσεις, τις συλλήψεις και την καταπίεση όσων απλώς διεκδικούν τα βασικά τους δικαιώματα.

–Πώς ορίζετε τη θεατρική ένταση και πώς αποφεύγετε τη μετατροπή της σε εντυπωσιασμό ή σε συναισθηματική υπερβολή; Ο καθένας αναζητά τη δική του αίσθηση του θεάτρου. Άλλοι προτιμούν ένα θέατρο που βασίζεται στη δραματική ένταση χωρίς υπερβολές, ενώ άλλοι έλκονται από την εξωτερική εντύπωση και τη θεαματικότητα. Εγώ προσπαθώ να μένω κοντά στον άνθρωπο και σ’ ό,τι κρύβεται μέσα του· να φωτίζω τους μυστικούς χώρους του ανθρώπινου πνεύματος.
–Τι θα θέλατε να πάρει μαζί του το κυπριακό κοινό φεύγοντας από την παράσταση; Ποιον διάλογο ελπίζετε να ανοίξετε εδώ; Δυστυχώς, αυτή η ιστορία δεν έχει κάθαρση. Ίσως να είχε, αν ήταν γραμμένη εξαρχής ως θεατρικό έργο, αλλά πρόκειται για νουβέλα που δραματοποιήσαμε εμείς. Ο πεζογράφος δεν είναι υποχρεωμένος να προσφέρει κάθαρση. Δεν θέλω ο κόσμος να φύγει με αρνητικά συναισθήματα. Η εποχή, ωστόσο, μέσα στην οποία γεννήθηκε αυτή η παράσταση δεν ήταν αισιόδοξη· έτσι τουλάχιστον τη βίωσα εγώ. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα,κι όμως εξακολουθώ να δημιουργώ πιο στοχαστικές, σχεδόν αυτοβιογραφικές δουλειές. Δεν ξέρω από τι εξαρτάται αυτό.
–Κατά τη γνώμη σας, τι μπορεί ακόμη να κάνει το θέατρο πολιτικά σήμερα; Και πού βλέπετε τους κινδύνους ή τα όρια αυτής της παρέμβασης; Για καιρό πίστευα ότι το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα κι ότι τίποτα δεν μεταβάλλεται εξαιτίας μιας παράστασης. Όμως στο Βελιγράδι, οι αρχές έκλεισαν το Εθνικό Θέατρο επικαλούμενες ψευδείς κανόνες πυρασφάλειας. Φοβήθηκαν την επίδραση που μπορούσαν να έχουν οι ηθοποιοί.

-Τι είδους ιστορίες θεωρείτε ότι λείπουν από το σύγχρονο ευρωπαϊκό θέατρο σήμερα; Ποιες θα θέλατε να αφηγηθείτε εσείς στη συνέχεια; Νιώθω έντονη την ανάγκη ν’ ακούσω τη φωνή του ανθρώπου μέσα στο έργο. Όχι μια ερμηνεία του κειμένου κάποιου άλλου, αλλά την ερμηνεία του εαυτού. Ν’ ακούσω τη φωνή του ηθοποιού από μέσα, από την ίδια του την ύπαρξη. Πιστεύω πως οι δημιουργοί πρέπει να στραφούν στον εαυτό τους και τη ζωή τους. Να βγουν από τις βιβλιοθήκες. Γιατί συχνά η δημιουργικότητά μας επικεντρώνεται μόνο στις βιβλιοθήκες. Κάνουμε ό,τι έχουμε διαβάσει ή ό,τι διαβάζουμε. «Χρειάζονται νέες φόρμες» λέει ο δικός μας Αντός. Αν δεν υπάρξουν νέες φόρμες, δεν υπάρχει τίποτα. Και νέες φόρμες υπάρχουν παντού γύρω μας.
–Έχετε σκηνοθετήσει σε όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες. Αλλάζει πολύ το κοινό από τη μία στην άλλη; Υπάρχουν αστεία που «πιάνουν» στο Βελιγράδι αλλά όχι στη Μπάνια Λούκα ή σιωπές έχουν άλλο νόημα στη Ριέκα; Ίσως, αλλά δεν με απασχολούν τέτοια ζητήματα στη ζωή μου. Αναζητώ κάτι ανθρώπινο και αναγνωρίσιμο παντού. Κάτι που συγκινεί όχι μόνο τους πολίτες του Βελιγραδίου, της Μπάνια Λούκα ή της Ριέκα, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο που μοιράζεται το συλλογικό ασυνείδητο σε όλα τα μήκη και πλάτη. Μια σκηνή από τον «Πεερ Γκυντ» του Ίψεν όπου η μητέρα του πεθαίνει στην αγκαλιά του, προέρχεται από μια αρχετυπική σχέση που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου.
- INFO: Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας. Η παραγωγή του Yugoslav Drama Theatre «Μίκαελ Κόλχαας» παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας το Σάββατο 15 Νοεμβρίου, στις 8.30μ.μ. Εισιτήρια: more.com
Ελεύθερα, 9.11.2025