Ως ένα δώρο που του ξαναδίνεται 20 χρόνια μετά κι ως αντάμωμα με έναν «παλιόφιλο» αντιμετωπίζει ο γνωστός Κύπριος τραγουδοποιός την ιστορική επιστροφή του στον ΘΟΚ και τη Σαμία.
Με μια προσωρινή νίκη ενάντια στον Χρόνο παρομοιάζει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης την ιστορική επιστροφή του στον ΘΟΚ και τον Μοσχίωνα· είναι ο ρόλος με τον οποίο έκανε το ντεμπούτο του στο θέατρο πριν από 20 χρόνια, συμμετέχοντας σε μια παράσταση που έμελλε να γραφτεί με χρυσά γράμματα στην Ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Η αναβίωση της «Σαμίας» του Μενάνδρου από τον Εύη Γαβριηλίδη διατηρώντας όσο γίνεται τους ίδιους συντελεστές, λαμβάνει νέο ενδιαφέρον σε σχέση με την πρόταση του φθινοπώρου που εγκαινίασε το νέο κτήριο του ΘΟΚ. Καταρχήν, πλέον παρουσιάζεται σε εξωτερικό χώρο που φαίνεται ότι ταιριάζει περισσότερο στον χαρακτήρα της παράστασης. Κατά δεύτερον, σηματοδοτεί τον σχηματισμό ενός κύκλου που άνοιξε με τον Αλκίνοο ως άβγαλτο απόφοιτο της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και κλείνει με τον ίδιο ως αναγνωρισμένο τραγουδοποιό και φτασμένο δημιουργό, να επιστρατεύεται για να ενισχύσει την προσπάθεια του ΘΟΚ να τονίσει τον υψηλό συμβολισμό της παραγωγής. Μέσα στο ζοφερό κλίμα της κρίσης, ο οργανισμός προκρίνει τη «Σαμία» ως όαση ελπίδας, δημιουργίας και ψυχαγωγίας, ένα αισιόδοξο μήνυμα ότι το θέατρο παραμένει ο κατεξοχήν φορέας πνευματικής αντίστασης.
-Τι θυμάσαι από την εμπειρία της 1ης Σαμίας; Η Σαμία είναι ένα μεγάλο δώρο που μου δόθηκε πολύ νωρίς. Ήμουν 23 ετών, είχα μόλις τελειώσει τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Παραμένει μια απότις σημαντικότερες εμπειρίες της ζωής μου. Ήταν ηπρώτη φορά που έπαιζα θέατρο κι έτυχε να λάβω μέροςσε μια παράσταση που θεωρήθηκε -και ακόμη θεωρείται- μια από τις σπουδαιότερες που έγιναν στην Επίδαυρο τις τελευταίες δεκαετίες. Το σημαντικότερο,όμως, είναι ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώμε ανθρώπους που θαύμαζα από παιδί. Μεγάλωσα μέσα στον ΘΟΚ, έβλεπα τις παραστάσεις του, οι γονείςμου είχαν ανέκαθεν φιλίες με ανθρώπους του θεάτρου,η μητέρα μου είχε σπουδάσει θέατρο με δάσκαλο μάλιστα τον Εύη Γαβριηλίδη, ο πατέρας μου εργάστηκε ωςσκηνογράφος. Από παιδί θαύμαζα τον Σπύρο Σταυρινίδη, τον Σταύρο Λούρα, τον Κώστα Δημητρίου, τουςαείμνηστους Ανδρέα Μούστρα και Τάσο Αναστασίου.Αυτό το δώρο μού ξαναδίνεται 20 χρόνια μετά κι είναιμεγάλο πράγμα, σαν να νικάμε προσωρινά τον χρόνο.
-Οι εποχές κι οι άνθρωποι όμως αλλάζουν. Πιστεύεις ότι η παράσταση μπορεί να έχει την ίδια απήχηση μετά από 20 χρόνια; Είναι μια παράστασητέτοιας φινέτσας και δροσιάς και προτείνει ένα ήθοςπου συνήθως απουσιάζει από την κωμωδία, που φέρνει μεγάλη χαρά στον θεατή. Η μόνη δική μου ένστασηγια την επανάληψή της τον χειμώνα είναι ότι δεν είναιπαράσταση για κλειστό χώρο. Πιστεύω ότι χάνει το80% της αίσθησης. Είναι φτιαγμένη για έξω, όπως καιτο έργο είναι φτιαγμένο να παίζεται έξω από τα σπίτιατων πρωταγωνιστών. Η σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη πιστεύω ότι σε ανοιχτό χώρο αποκτά το πραγματικότης νόημα.
-Δούλεψες με τον ίδιο ενθουσιασμό το κείμενο του Γιάννη Βαρβέρη; Η μετάφραση του Βαρβέρηείναι ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Είναι το εργαλείο που έχουμε όλοι, ένα εγχειρίδιο και αποκούμπιγια να τα βγάλουμε πέρα. Δεν έχω καμιά ανησυχία,γιατί είναι μια γλώσσα απολύτως κατανοητή, δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος που δεν γνωρίζει την καθαρεύουσα να μην καταλάβει τι λέμε. Είναι μια γλώσσα λόγιαμεν, την οποία δεν χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, όμως προσθέτει στην παράσταση και τηνκατανόηση του θεατή ακόμη κι αν δεν είναι εξοικειωμένος μ’ αυτή.

Πόσο καιρό δούλευες στο μυαλό το ενδεχόμενο να επιστρέψεις στη «Σαμία», στο θέατρο, στον ΘΟΚ; Δεν αποκόπηκα ουσιαστικά από τον ΘΟΚ, διατηρούσα σχέσεις τα τελευταία χρόνια γράφοντας μουσική για παραστάσεις. Το να επιστρέψω ως ηθοποιός ήταν κάτι που δεν περνούσε καν από το μυαλό μου. Και δεν θα το έκανα χωρίς τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δηλαδή να είναι η ίδια παράσταση, ο ίδιος ρόλος, οι ίδιοι συντελεστές. Οπότε, δεν αισθάνομαι ότι επιστρέφω στο θέατρο, αλλά σ’ έναν ρόλο που μ’ έχει καθορίσει. Σε μεγάλο βαθμό τον θυμάμαι απ’ έξω όλα αυτά τα χρόνια και χρησιμοποιώ ατάκες στην καθημερινή μου ζωή. Επιστρέφω σ’ έναν παλιό φίλο, έτσι αισθάνομαι.
-Τι ήταν αυτό που τελικά σε απέτρεψε από την υποκριτική; Το πρώτο και κύριο όνειρο της ζωής μουήταν πάντοτε η μουσική. Καμιά φορά, έχουμε ένανφόβο, είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι επειδή επιθυμούμεκάτι πολύ είναι αδύνατον να συμβεί. Κι έτσι, έκανα όλατ’ άλλα από γύρω χωρίς να επικεντρώνομαι ουσιαστικάστη μουσική. Δεν θεωρούσα τότε ότι θα γινόταν η κύριαενασχόληση στη ζωή μου. Αποφάσισα να σπουδάσωσκηνοθεσία κινηματογράφου, επειδή αγαπούσα τονκινηματογράφο. Ωστόσο, ο Βαρνάβας Κυριαζής μ’ έπεισε, εφόσον θα ερχόμουν στην Αθήνα για να σπουδάσωστη Φιλοσοφική Σχολή, να δώσω εξετάσεις και για τοΕθνικό Θέατρο. Και με προετοίμασε. Ήμασταν σχεδόνσίγουροι ότι δεν θα περάσω, εντούτοις πέρασα στηΔραματική Σχολή και την τελείωσα. Δεν μετάνιωσαποτέ γι’ αυτό αν κι η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ποτέστο νου να γίνω πράγματι ηθοποιός. Πίστευα ότι ησχολή θα με βοηθούσε να γίνω καλός σκηνοθέτης.Όταν, όμως, δόθηκε η ευκαιρία να τραγουδήσω κι αργότερα να γράψω τραγούδια και να κάνω περιοδείες,ήμουν πια σίγουρος ότι η μουσική είναι ο τομέας πουθέλω να ασχοληθώ.
-Ωστόσο, το θέατρο δεν σου γύρισε αμέσως την πλάτη… Έπαιξα άλλη μια φορά στην Επίδαυρο μετο Θέατρο Τέχνης στην Άλκηστη του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη. Αλλά αρνήθηκα πολλές άλλες προτάσεις που άρχισαν να έρχονται σωρηδόν τότεεδώ στην Ελλάδα, λόγω της αναγνωρισιμότητάς μου ωςτραγουδιστή. Το θεώρησα ανήθικο να εκμεταλλευτώαυτή την αναγνωρισιμότητα για να παίξω στο θέατρο.Επίσης, ένιωθα ότι σε μια εποχή που οι ηθοποιοί στηνΕλλάδα δυσκολεύονταν να βρουν έναν ρόλο, δεν θαήταν ηθικά σωστό ένας τραγουδιστής -πια- να έρχεταικαι να τους κλέβει τη δουλειά τους.
-Ήταν μόνο ηθικοί οι λόγοι; Κατά τ’ άλλα ένιωθες ότι υπάρχει κάτι που σε κρατάει στο θέατρο; Υπάρχουν πράγματα που με εμπόδισαν να συνεχίσω στοθέατρο, δεν το μετάνιωσα και δεν θα συνεχίσω ούτεμετά τη «Σαμία». Είμαι κοντά στο θέατρο γράφονταςμουσική σε παραστάσεις, στον ΘΟΚ, αλλά και στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Επίσης, εδώ και χρόνια προσπαθώνα μεταφράσω τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, μου το είχε ζητήσει ο Λαζάνης. Υπάρχουν σπουδαίες μεταφράσεις και ακόμη μια δική μου δεν έχει να προσθέσει τίποτε, αλλά μου έγινε συνήθεια να ασχολούμαι κατά καιρούς και μ’ αυτό, προσπαθώντας με λεξικά να μελετήσω αυτά τα παλιά, ελισαβετιανά αγγλικά. Είναι μια διαδικασία μέσα στη ζωή μου το θέατρο, εδώ και χρόνια.

-Ποια η σημασία της εκπροσώπησης του ΘΟΚ στο φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου; Επιστρέφει στην Επίδαυρο σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία, σε μια επικίνδυνη και επίπονη εποχή για την Κύπρο. Είναι σημαντικό η Κύπρος να παραμένει ζωντανή και να το φωνάζει, όπως και το ότι οι ημερομηνίες συμπίπτουν με την επέτειο της εισβολής. Ωστόσο, τίποτε απ’ αυτά δεν θα ήταν σημαντικό χωρίς το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Αν ερχόμασταν χαλαροί στην Ελλάδα, με μια μέτρια παραγωγή, μάλλον ζημιά θα κάναμε στον τόπο και δεν θα προσφέραμε κάτι σημαντικό. Επίσης, είναι εξίσου σημαντικό ότι η παραγωγή αυτή θα κάνει και μια σχετικά μεγάλη περιοδεία στην Κύπρο. Ο ΘΟΚ, πρώτ’ από όλα, είναι ανάγκη να βρίσκεται κοντά στους ανθρώπους του τόπου μας.
-Για να προσφέρει παρηγοριά; Όχι καθόλου. Είναι εύκολο σε τέτοιες εποχές να επικαλεστείς την έλλειψη χρημάτων και τις δυσχέρειες, να βρίσκεις δικαιολογίες για να παραμείνεις αδρανής. Ακόμη και να αναλογιστείς ότι ο πολύς κόσμος μπορεί να πει: «Εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτοί παίζουν θέατρο». Είναι ζωτικής σημασίας, ειδικά σε τέτοιες, περιστάσεις να υπάρχει η τέχνη. Όχι ως παρηγοριά, αλλά ως δύναμη που επαληθεύει το ότι είμαστε εδώ κι είμαστε ζωντανοί, υπάρχουμε, χαιρόμαστε, λειτουργούμε, δημιουργούμε. Είναι μεγάλο μήνυμα αυτό κι έχει υποχρέωση το κρατικό θέατρο της Κύπρου να το περάσει.
-Τι απαντάς σε όσους θεωρούν ότι η τέχνη, ειδικά σε τέτοιες εποχές, είναι πολυτέλεια; Η τέχνη δεν υπήρξε ποτέ πολυτέλεια, αλλά βασική ανάγκη. Ο άνθρωπος χωρίς αυτή δεν μπόρεσε ποτέ να ζήσει. Για πολλά χρόνια μπορεί να παίρναμε για δώρο στο παιδί μας το ακριβότερο αυτοκίνητο, αλλά δεν του διαβάσαμε ποτέ ένα ποίημα. Όταν, όμως, οι συνθήκες δεν επιτρέπουν πια να συντηρούμε ή να αγοράζουμε ακριβό αυτοκίνητο, το ποίημα παραμένει. Είναι εκεί για να στηρίξει την ψυχή μας, να μας βοηθήσει να πάρουμε αποφάσεις, να σταθούμε απέναντι στα γεγονότα και τις καταστάσεις που έρχονται. Δημιουργούμε οι ίδιοι ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο αισθανόμαστε άνθρωποι και μπορούμε να επιβιώσουμε εμείς κι οι γύρω μας. Το χάσαμε αυτό για πολλά χρόνια μέσα στην ευμάρεια, αλλά στις δύσκολες καταστάσεις οι άνθρωποι επιστρέφουν στην τέχνη, το τραγούδι, τη ζωγραφική, τη φιλοσοφία, την ποίηση, το θέατρο. Επιστρέφουν στη σκέψη. Διότι όλα αυτά είναι σωσίβια που μας βοηθούν να επιπλεύσουμε. Είναι κάτι που εξακολουθεί να παραμένει εκεί όταν όλα τ’ άλλα χάνονται. Ο Πολιτισμός είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κόβεται σε τέτοιες περιόδους.
«Δεν θέλω να είμαι φιλάνθρωπος, θέλω να είμαι άνθρωπος»

-Πώς σχολιάζεις τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης που ακολούθησαν τα γεγονότα του Μαρτίου και την αυξημένη χρήση της λέξης «φιλανθρωπία»; Εγώ δεν πιστεύω στη «φιλανθρωπία», δεν θέλω να είμαι φιλάνθρωπος. «Φιλάνθρωπος» είναι ο Θεός. Δεν ξέρω κάποιο ζώο που να είναι «φιλόζωο». Και για να είσαι «φιλέλληνας» πρέπει να μην είσαι Έλληνας. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν γίνεται να είσαι άνθρωπος και να είσαι και «φιλάνθρωπος». Αυτοί που θεωρούν εαυτούς φιλάνθρωπους βάζουν τον εαυτό τους πάνω από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Σημασία έχει να είμαστε άνθρωποι, να παλέψουμε για να γίνουμε. Αυτό είναι που προσπαθούν και οι Κύπριοι μέσα από τις εκδηλώσεις αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Όπως και μέσα από την αλληλεγγύη που δείχνει ο καθένας για τον συνάνθρωπό του, τον γείτονα, τον διπλανό, τον γνωστό ή άγνωστο συμπατριώτη.
-Πώς αντιμετωπίζουν διαχρονικά η Ελλάδα κι ο ελληνικός λαός την «κυπριακή περίπτωση»; Θεωρείς ότι υπάρχει μια αξιοσημείωτη δυσπιστία; Ο Έλληνας δεν αντέχει ούτε το πετσί του, λέει ο πατέρας μου. Όπου κι αν πας, σε δύο διπλανά χωριά ή σπίτια, έχουν λόγους να αντιμάχονται ο ένας τον άλλο. Η πρωτεύουσα με τη συμπρωτεύουσα, η μια πόλη με την άλλη. Δυσπιστία έχουμε όλοι, βλέπουμε γενικώς τον άλλο με μισό μάτι. Δεν πρέπει να το παρεξηγούμε αυτό, είναι στην παράδοσή μας. Δεν νομίζω ότι υπάρχει πραγματικό μίσος, αντιπάθεια ή αντιπαράθεση. Αντίθετα, υπάρχει τεράστια αγάπη για την Κύπρο, δοκιμασμένη στην Ιστορία. Μιλώ ειδικά για τους απλούς ανθρώπους. Αρκετοί έχουν κάνει θυσίες, άλλοι πολέμησαν, έχασαν συγγενείς. Για την κοινή γνώμη η Κύπρος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού. Ως Κύπριος που ζει στην Ελλάδα, δεν αισθάνομαι να διαχωρίζω τον εαυτό μου από τους υπόλοιπους Έλληνες.
-Στην Ελλάδα της κρίσης παρατηρείται μια έξαρση μίσους και ξενοφοβίας. Σε σημείο να αντικατοπτρίζεται αυτό και στην πολιτική ζωή. Κατά πόσον πιστεύεις ότι τέτοιες «ασθένειες» μπορεί να μεταδοθούν και στην Κύπρο; Υπάρχει κίνδυνος, είναι αλήθεια. Κι αυτό που ίσως μας σώζει στην Κύπρο είναι σε μεγάλο βαθμό οι ανθρώπινες σχέσεις. Η κοινωνία έχει δυνατότερους δεσμούς. Πιστεύω ότι επειδή τα έχουμε ζήσει στο πρόσφατο παρελθόν κι έχουμε και μια μεγάλη παράδοση τραγωδιών στον τόπο, είναι ίσως πιο εύκολο για εμάς τους Κύπριους να καταλάβουμε έστω και υποσυνείδητα ότι όταν προτείνεται το μίσος ως λύση των προβλημάτων, κάτι δεν πηγαίνει καλά. Το μίσος πάντοτε δημιουργεί προβλήματα, ποτέ δεν τα λύνει.
Τι μπορεί να «σκοτώσει» δημιουργικά έναν καλλιτέχνη; Από τη δική μου πείρα, ένας καλλιτέχνης σταματά να δημιουργεί όταν σταματά να βλέπει και ν’ ακούει τα δημιουργήματα των άλλων. Είδα σημαντικούς συνθέτες να σταματούν να γράφουν όταν σταμάτησαν ν’ ακούν δουλειές συναδέλφων τους. Όταν άρχισαν να ασχολούνται αποκλειστικά με το δικό τους έργο και τον εαυτό τους. Όταν θεώρησαν τον εαυτό τους σημαντικότερο των υπολοίπων. Τότε σιώπησαν. Όταν δεν αισθάνεται κάποιος μέρος μιας κοινωνίας, ενός συνόλου και αποφασίζει ότι είναι μόνος του μέσα στο παιχνίδι, σιγά-σιγά στερεύει. Αν δεν ακούς τον δίσκο που έβγαλε ένας συνάδελφός σου, αν αρχίσεις να ακούς μόνο τα δικά σου και τι έκανες πριν από 20- 30 χρόνια, τότε στερεύεις. Ουσιαστικά οι άνθρωποι μέσα από την τέχνη μοιραζόμαστε πράγματα και συνομιλούμε. Ακόμη κι όταν δημιουργείς μέσα στην απόλυτη μοναξιά, σε κάποιον απευθύνεσαι. Όταν πάψεις να απευθύνεσαι κάπου και πιστεύεις ότι είσαι ο καλύτερος, τότε μόνο η σιωπή σε περιμένει και δεν είναι η σιωπή της σοφίας.
Περιμέναμε περισσότερα από τους ανθρώπους της τέχνης στους χαλεπούς καιρούς; Κινήματα, πολιτικά τραγούδια, δυναμικές παρεμβάσεις; Εγώ δεν περίμενα άλλη αντίδραση, θα τη θεωρούσα επικίνδυνη και λαϊκίστικη. Περιμένω να γεννηθεί καλύτερη τέχνη από τις καταστάσεις. Όμως, το να βγαίνει ο καθένας και να βροντοφωνάζει όσα κουβεντιάζουν οι υπόλοιποι στο καφενείο ή μεταξύ μας στην παρέα, αυτό δεν είναι ακριβώς τέχνη. Τέχνη είναι να πάρεις τα βιώματά σου και τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω σου, να δώσεις χρόνο στον εαυτό σου να τα αφομοιώσει και να τα φιλτράρει και μετά να δημιουργήσει κάτι σοβαρό, δυνατό και περικαλλές. Είναι εύκολο να γράψουμε τραγούδια με ρίμα που να περιγράφουν ακριβώς όσα συμβαίνουν. Η τέχνη έχει τον τρόπο της να μιλά. Δεν χρειάζεται να κυριολεκτεί πάντοτε. Η τέχνη που κυριολεκτεί συνήθως δεν είναι σπουδαία. Όταν ο Χατζιδάκις κυκλοφόρησε μέσα στη Χούντα τον «Μεγάλο Ερωτικό», αυτό ήταν μια απόλυτα πολιτική πράξη. Πρότεινε ένα μεγαλειώδες έργο μέσα σε μια σκοτεινή εποχή. Δεν χρειαζόταν να γράψει τραγούδια που να διαπιστώνουν κυριολεκτώντας ότι «η Χούντα είναι κακό πράγμα». Χρειαζόταν να κάνει μεγάλη τέχνη κι αυτό έκανε. Όταν στην Κύπρο το 1974 ζούσαμε τα τραγικά γεγονότα με αγνοούμενους, νεκρούς, όταν οι μισοί γίναμε πρόσφυγες, χάσαμε τον μισό τόπο μας, ακούγαμε τα τραγούδια της εποχής που δεν μιλούσαν για χαμένες πατρίδες, αλλά ήταν απλώς σπουδαία τραγούδια. Κι αυτά μας έδωσαν δύναμη για να σταθούμε στα πόδια μας.
INFO Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ’, 26, 27, 28 & 29 Ιουνίου 2013, Δημοτικό Αμφιθέατρο Δερύνειας, 2 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, 4 και 5 Ιουλίου, Παττίχειο Δημοτικό Αμφιθέατρο Λάρνακας, 9 Ιουλίου, Αρχαίο Ωδείο Πάφου, 10 Ιουλίου, 77772717
Εφτά Μέρες Πολιτισμός, 16.6.2013