Ένα τραγούδι της, το πορτογαλικό «Sozinha», σε δικούς της στίχους και σύνθεση ήταν η αφορμή να την μάθει το ευρύ κοινό. Τότε βρισκόταν στην Αθήνα κι ήταν η περίοδος που κυκλοφορούσε ένα δίσκο με τη Sony. Μέχρι τον τρίτο της δίσκο, δέκα χρόνια περίπου μετά, το «Αλάσια», θα έκλεινε οριστικά τους λογαριασμούς της με την ελληνική πρωτεύουσα και θα προσγειωνόταν εκεί που πάντα ήθελε, στο Παρίσι. Ακούγοντάς την σήμερα να μιλά για τη διεθνή πορεία της, επιβεβαιώνει πως τα όνειρα ξεκινούν εκεί που τελειώνει η ζώνη ασφαλείας σου.
– Πώς είναι να ζει ένας µουσικός στο Παρίσι; Εµένα µου δίνει τη µεγαλύτερη ενέργεια. Είναι η πόλη που νιώθω πως µου ταιριάζει. Κάθε φορά που φτάνω εκεί νιώθω πως αναπνέω ξανά. Kαι δεν αναφέροµαι στα τετριµµένα περί ροµαντισµού, αλλά στο πόσο σου µιλάει µια πόλη, στα στοιχεία που βρίσκει ο καθένας µας για να συνδεθεί µε ένα τόπο. Εµένα το Παρίσι µού δίνει έµπνευση και ενέργεια, µε αναζωογονεί. Με φρεσκάρει αφού έχω την ευκαιρία να παρακολουθώ πράγµατα και να ανεβάζω τον προσωπικό µου πήχη, να εξελίσσοµαι. Το να παραµείνω στάσιµη ή να θεωρώ πως έχω φτάσει κάπου κι αυτό αρκεί, δεν σηµαίνει απολύτως τίποτα. Ο συναγωνισµός είναι πολύ µεγάλος.
– Με ποιο τρόπο κτίζεις την εξελικτική σου πορεία; Η εξέλιξη θέλει δουλειά και κόπο. Αφοσίωση. Κι αυτό δεν είναι κάτι που λέω με παράπονο. Ακριβώς το αντίθετο. Το απολαμβάνω. Είναι η ζωή μου. Το στοιχείο που μου δίνει ενέργεια.
– Η μουσική ήταν πάντα στη ζωή σου; Νομίζω πως ναι. Είχα καταλάβει πολύ νωρίς, πως η μουσική είχε ένα πολύ δυνατό αντίκτυπο πάνω μου, με συγκινούσε με έναν τρόπο που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Οι γονείς μου δεν ήταν μουσικοί κι απ’ ό,τι γνωρίζω δεν υπήρξε κανείς στην οικογένειά μας που να είχε κάτι περισσότερο από μια συμπαθητική φωνή. Ο πατέρας μου μόνο, ο οποίος είχε μουσικό αφτί κι ένα ταλέντο που ίσως δεν μπόρεσε να αναπτύξει. Η μουσική πάντως υπήρχε από τότε που θυμάμαι, μέσα στο σπίτι μας. Είτε από το ραδιόφωνο είτε από τις κασέτες του πατέρα μου, ο οποίος άκουγε όλους τους αστέρες του ελαφρού τραγουδιού της εποχής αλλά και παλαιότερους (Dalida, Κανελίδου, Πάριο, Εnrico Macias, Πασχάλη, Aznavour).
– Οι γονείς σου σε στηρίξανε στις μετέπειτα αποφάσεις σου; Πολύ. Δεν είχα ποτέ καμία αντιπαράθεση μαζί τους.
– Ακόμα κι όταν τους είχες ανακοινώσει πως φεύγεις για Παρίσι; Ακόμα κι αυτό. Είχα ήδη φύγει αρκετές φορές κι ήταν κάτι που είχαν συνηθίσει. Γι’ αυτό κι όταν τους δήλωσα πως πάω στο Παρίσι, μια άγνωστη τότε για μένα πόλη, δεν ξαφνιάστηκαν. Είχαν καταλάβει εξάλλου πως δεν θα μπορούσα να ζήσω εδώ. Τελειώνοντας το Λύκειο είχα ξεκινήσει με σπουδές στη Μόσχα, αλλά έφυγα ένα χρόνο μετά. Ήταν μια δύσκολη εποχή για τη χώρα λόγω της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε. Τότε δεν υπήρχε οργάνωση, τα πάντα ήταν υπό διάλυση. Δεν μπορούσα να μείνω. Βρέθηκα έτσι στο κονσερβατόριο της Πράγας, όπου και σπούδασα. Ύστερα γύρισα Κύπρο, έκανα τη δουλειά με τη Sony, πήγα Αθήνα, έφυγα… και κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία μου. Η αλήθεια είναι πως δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου να γυρίσω και να εγκατασταθώ εδώ. Δεν είχα βλέψεις να ασχοληθώ με την εκπαίδευση, στόχευα στο δημιουργικό κομμάτι της μουσικής. Κι αυτό με οδηγούσε συνεχώς σε αδιέξοδα.
– Και γιατί Παρίσι; Η επιλογή Παρίσι ήταν ένα «απωθημένο». Θα ήθελα να μπορούσα να σπούδαζα εκεί, αλλά δεν έτυχε. Με γοήτευε πολύ η γαλλική κουλτούρα, η μουσική, η γλώσσα, εμπνεόμουν από τους μεγάλους καλλιτέχνες της χώρας. Ένιωθα πως είναι ένας χώρος που μου ταίριαζε κυρίως μουσικά. Οπότε είπα ή τώρα ή ποτέ, αν δεν τολμήσεις δεν θα μάθεις. Η Κύπρος ούτως ή άλλως δεν με χωρούσε.
– Γιατί οδηγήθηκες στη συγκεκριμένη μουσική; Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Στα 18 μου χρόνια είχα ξεκινήσει να ακούω Μπίλι Χόλιντεϊ, Έλα Φιτζέραλντ. Στα 20 ανακάλυψα την μπόσα νόβα, τα φάδο. Άρχισα να κτίζω το δικό μου κόσμο και να νιώθω πως οι μουσικές αυτές μου ταιριάζουν, πως βγαίνουν πιο εύκολα από μέσα μου.
– Αν και έκανες δίσκο με την Sony, δεν έμεινες πολύ στην Αθήνα… Έμεινα σχεδόν ένα χρόνο και αποφάσισα να φύγω γιατί το μουσικό περιβάλλον δεν μου ταίριαζε. Το επίπεδο με το οποίο οι δισκογραφικές χειρίζονταν τους καλλιτέχνες, απείχε πάρα πολύ απ’ αυτό που είχα στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να αλλάξω αυτό που είμαι για να ταιριάξω με τον περίγυρο, να γίνω δηλαδή πιο λάιτ και λιγότερο σοβαρή, όπως μου ζητούσαν συχνά. Γι’ αυτό λοιπόν, επέστρεψα στην Κύπρο και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, τραγουδούσα με τη συνοδεία πιάνου στο νοσταλγικό Βastione της Πύλης Αμμοχώστου και προετοίμαζα το ταξίδι μου στο Παρίσι, την πόλη που έγινε το σπίτι μου αργότερα και η έναρξη της ευρωπαϊκής μου πορείας.
– Δεν συμβιβάστηκες ποτέ; Δεν συμβιβάστηκα πουθενά. Ούτε στο Παρίσι. Ίσως σκεφτεί κανείς πως το λέω επειδή είχα πλάτες, πως δεν είχα ανάγκη να δουλέψω. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο. Πέρασα πολύ λιτά, καταλαβαίνεις… Σε καμιά περίπτωση όμως δεν δέχτηκα να τραγουδήσω σε χώρους που μιλάνε και τρώνε και καπνίζουν. Ούτε καν τους πλησίασα. Δεν θα ήθελα να μπω σε μαγαζιά που δεν θα με άκουγε κανείς. Τα τραγούδια μου εξάλλου είναι πολύ προσωπικά, δεν θα ταίριαζαν εκεί. Από την άλλη πιστεύω πως δεν είναι σωστό να προσπαθείς να επιβληθείς στο κοινό. Ο κόσμος έρχεται να σε ακούσει και να σε αγκαλιάσει, αλλά το κάνει από δική του επιλογή.
– Μ’ αυτό τον τρόπο προστατεύεις τη μουσική σου, έτσι; Και το κοινό που με ακολουθεί. Νιώθω πως αν δεν κρατήσω μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στα μουσική μου, αν κάνω μια περίεργη στροφή ο κόσμος θα απογοητευτεί. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να αντέξω.
– Ταξιδεύεις για να τραγουδάς, κάτι που δεν σου επιτρέπει να έχεις μια μόνιμη βάση όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι… Αν και θεωρώ βάση μου τη Γαλλία, κινούμαι μεταξύ Κύπρου, Λονδίνου και Παρισιού. Ο περισσότερος κόσμος που με ξέρει αναρωτιέται αν αυτό δεν με έχει κουράσει ακόμα, αν έχω ανάγκη από μια συγκεκριμένη βάση. Αυτές όμως είναι οι επιλογές μου. Είναι πλέον τρόπος ζωής. Νομίζω αν με βάλεις να μείνω έξι μήνες σε μια πόλη συνέχεια, θα δυσκολευτώ πολύ, έστω κι αν αυτή είναι η αγαπημένη μου. Μου ταιριάζει όμως αυτό που κάνω. Το νιώθω. Αυτή είμαι.
– Δεν είναι και τόσο εύκολο… Θέλει προσπάθεια και κόπο, θέλει να ρισκάρεις. Έχω χάσει προσωπικές σχέσεις, έχω χάσει φίλους. Όταν κάνεις αυτή τη ζωή, ο κύκλος σου αλλάζει συνεχώς. Πας να τον κτίσεις και τον χάνεις. Είναι σαν να ξεκινάς την προσωπική σου ζωή κάθε φορά από το μηδέν.
– Ποιες είναι οι σταθερές σου; Η μουσική και οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι, η οικογένειά μου. Όλα τα άλλα είναι ρευστά.
– Είχες από μικρή αυτό το πείσμα; Έχω ένα περίεργο πείσμα που προκύπτει μέσα από την αγάπη μου για τη δουλειά μου, τη μουσική. Σε γενικές γραμμές στην προσωπική μου ζωή, είμαι καλόβολο άτομο.
– Αν ξεκινούσες ξανά, θα έκανες το ίδιο; Ναι σίγουρα ναι. Θα ξαναέκανα τις ίδιες κινήσεις γιατί νιώθω πως η πορεία αυτή μου έδωσε πολλά πράγματα και πως έχει να μου δώσει κι άλλα. Νιώθω πως δεν έχω φτάσει ακόμα ούτε στα μισά. Πως έχω μπροστά μου πολλά να μάθω και πολλά να κατακτήσω.
– Πώς βλέπεις τη συνέχεια της πορείας σου; Επειδή απαιτείται πολύς κόπος και μόχθος για να καταφέρει ένας καλλιτέχνης να ξεχωρίσει μέσα από τόσους άλλους, αυτό συνεπάγεται και αρκετό χρόνο. Ειδικότερα, αν είσαι ένας καλλιτέχνης που δεν αρέσκεται στις αρπαχτές. Και ακόμα περισσότερο αν επιθυμείς να αφήσεις κάτι πίσω σου, που να θυμάται ο κόσμος. Αυτό κτίζεται με συνοχή, σεβασμό και πειθαρχία. Και αναπόφευκτα, χρόνο. Εύχομαι να μπορέσω να συνεχίσω μέσα από τα φεστιβάλ στα οποία συμμετέχω και των νέων μουσικών συνεργασιών, όπως για παράδειγμα πολύ πρόσφατα με τη Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Κύπρου, ένα διαμάντι της Κύπρου με παιδιά εξαιρετικά ταλαντούχα και πειθαρχημένα κι ένα επίπεδο αξιοθαύμαστο, που έφερε με αφοσίωση μέχρι εδώ, ο μαέστρος τους, Γιώργος Κουντούρης.
– Τα τραγούδια σου μιλούν για έρωτα, για ποιο λόγο; Όντως μιλάνε συχνά για τον έρωτα… Έρωτας για μένα θα μπορούσε να είναι αυτό που περιγράφει η αγγλική έκφραση a state of mind, μια κατάσταση, όχι κατ’ ανάγκην προς ένα άλλον άνθρωπο, αλλά μια κατάσταση εσωτερικής ευφορίας, μια έμπνευση, μια σκέψη κάποτε μέσα στην μέρα και τη νύχτα μας, ένα τυχαίο συναπάντημα, μια αφορμή ίσως.
– Τελικά τι ήταν αυτό που σε οδήγησε στη ζωή σου; Ίσως οδηγήθηκα από τη μεγάλη μου αγάπη για τη μουσική. Που για μένα είναι πάθος. Μου έδωσε δύναμη να μη φοβηθώ το άγνωστο, τα ταξίδια, το ξεκίνημα απ’ το μηδέν σε νέους τόπους και να μη λυγίσω στις πολλές δυσκολίες.
– Δεν ήταν εύκολο να φτάσεις μέχρι εδώ υποθέτω… Χρειάστηκαν χρόνια. Στερήσεις. Μια μοναχική πορεία. Υπήρχαν περίεργα βλέμματα που με κοιτούσαν με απορία και δεν καταλάβαιναν τον λόγο που δεν τα παρατούσα ακόμα, κάνοντας κάτι πιο συμβιβαστικό. Αν όμως, για ό,τι κάνεις στη ζωή σου δεν παθιάζεσαι, είναι εύκολο να παραιτηθείς μπροστά στις δυσκολίες. Εγώ αυτό έμαθα. Κι αυτό το πάθος, μου έδειξε το δρόμο.
* H Bάκια φορά ρούχα από Μaxmara και κοσμήματα Yianna Argyrides.