Ο ηθοποιός της παράστασης «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», μιλά για τα παιδικά του χρόνια στα θεατρικά παρασκήνια αλλά και για τη στιγμή που αποφάσισε πως πια έπρεπε να ανέβει στη σκηνή.
– Με ποια συναισθήματα φεύγει ο θεατής της παράστασης «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες»; Σίγουρα νιώθοντας την ψυχή του να αδειάζει από ό,τι τον βαραίνει. Η συγκεκριμένη παράσταση νιώθω ότι είναι σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο, που παρακολουθώντας την σε «αναγκάζει» να μπεις στον δικός της ρυθμό, να αφήσεις για λίγο στην άκρη ό,τι σε απασχολεί και έπειτα να γυρίσεις στο σπίτι με μια πιο ευχάριστη διάθεση. Όλοι έχουμε ανάγκη το γέλιο στη ζωή μας, γι’ αυτό και παρατηρώ ότι ο κόσμος έχει αγκαλιάσει την παράστασή μας με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό.
– Μια κλασική ελληνική κωμωδία του 1960. Ποια θα έλεγες ότι είναι η ιδιαιτερότητά της και με ποιο τρόπο «μιλά» στο σήμερα; Η ιδιαιτερότητά της έρχεται, θα έλεγα, κατευθείαν μέσα από την προσέγγιση που της έχει δώσει ο σκηνοθέτης μας, ο Παναγιώτης Λάρκου. Έχει καταφέρει, αξιοποιώντας έναν νεανικό θίασο, να δώσει μια φρέσκα ματιά στο έργο και να φτιάξει κάτι πολύ όμορφο, δροσερό, έξυπνο και πολύ αστείο. Δεν προσπαθήσαμε να μιμηθούμε την ταινία, ενώ μάλιστα η οδηγία που μας είχε δοθεί, ήταν όσοι δεν την είχαμε δει, να μην το κάναμε, γιατί ήθελε το αποτέλεσμα –και ερμηνευτικά- να είναι κάτι πολύ διαφορετικό.
– Δυσκολεύει τον ηθοποιό η κωμωδία ως είδος; Αρκετά θα έλεγα, γιατί μέσα απ’ τη σοβαρότητα της κάθε κατάστασης, πρέπει να καταφέρεις να κάνεις τον κόσμο να γελάσει. Ορισμένες φορές, τις περισσότερες μπορώ να πω, το κλάμα προκαλείται πολύ πιο εύκολα απ’ το γέλιο, γιατί το χιούμορ είναι μια γλώσσα αρκετά σύνθετη να επικοινωνηθεί.
– Μέχρι στιγμής έχεις πειραματιστεί πάνω σε αρκετά θεατρικά είδη. Τι απολαμβάνεις περισσότερο ως ηθοποιός και τι ως θεατής; Ως ηθοποιός έχω μια αδυναμία στον ωμό ρεαλισμό, ένα είδος το οποίο με ενδιαφέρει να ασχοληθώ σοβαρά. Ως θεατής, απολαμβάνω κάθε δουλειά που φτιάχνεται με αγάπη. Αυτό, να ξέρετε, αντικατοπτρίζεται και στη σκηνή.
– Μεγαλώνοντας σε ένα θεατρικό περιβάλλον και από δύο γονείς ηθοποιούς, αυτό πώς λειτουργούσε σε σένα; Πώς το αντιλαμβανόσουν τότε; Ως παιδί το έβλεπα σαν παιχνίδι περισσότερο. Για μένα ήταν ξεκάθαρα η δουλειά που έκαναν οι γονείς μου. Μάλιστα, θυμάμαι ένα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ζωής να το περνάω μαζί τους στις πρόβες ή σε γυρίσματα, όμως και πάλι δεν μπορούσα να το δω σαν κάτι το ξεχωριστό. Από την άλλη, υπήρχε η αναγνωρισιμότητα του Κώστα και θυμάμαι ότι ένιωθα κάπως περίεργα, όταν στο σχολείο πολλά παιδιά μου ζητούσαν να τους πάω αυτόγραφο από τον μπαμπά μου. Είχε την πλάκα του πολλές φορές.
– Πώς και σε ποια ηλικία γεννήθηκε η δική σου επιθυμία να ασχοληθείς με το θέατρο; Όσο παράξενο και να ακουστεί, η πραγματική επιθυμία μου γεννήθηκε στο δεύτερο έτος της δραματικής σχολής. Όταν έμπαινα στη σχολή, ούτε που το φανταζόμουνα ότι μια μέρα θα το αγαπούσα τόσο πολύ.
– Πώς μπήκες; Σχεδόν τυχαία. Ένα καλοκαίρι που ήμουνα χωρίς δουλειά, ήρθε ο πατέρας μου και μου είπε ότι στο Σατιρικό κάνανε ακροάσεις. Χωρίς να έχω ξεκαθαρίσει τότε μέσα μου τι θα ήθελα να κάνω με τη ζωή μου, έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Μπήκα στη σχολή και ο πρώτος χρόνος ήτανε κάπως αναγνωριστικός για μένα. Στο δεύτερο έτος, μετά από έναν πολύ απαιτητικό ρόλο που μου δόθηκε, ένιωσα να ξεκλειδώνει κάτι μέσα μου. Ήταν η στιγμή που ένιωσα ότι εκεί ανήκω και ότι τίποτα άλλο δεν θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου.
– Νιώθεις ότι το επίθετό σου λειτούργησε ενθαρρυντικά ή αποτρεπτικά στη μετέπειτα πορεία σου ως ηθοποιού; Αν εξαιρέσεις την αρχή, που στη σχολή πέρασα κάπως δύσκολα ακριβώς λόγω αυτού, στη μετέπειτα πορεία μου δεν ένιωσα ποτέ ούτε ότι μου κλείνουν ούτε ότι μου ανοίγουν πόρτες, λόγω του επιθέτου μου. Πιο πολύ έχει να κάνει νομίζω και με τις αναφορές που έχει ο κάθε συνάδελφος. Για παράδειγμα, οι ηθοποιοί της παλιάς γενιάς με ξέρουν ως τον γιο του Κώστα. Οι νέοι συνάδελφοι, ξέρουν τον Κώστα ως τον πατέρα του Μιχάλη.
– Ο ίδιος τι ανακάλυψες για τον εαυτό σου μέσα από το θέατρο; Τον εαυτό μου ανακάλυψα. Το θέατρο με βοήθησε να ωριμάσω, να σκέφτομαι, να παρατηρώ, να αναλύω και να αντιμετωπίζω τα πράγματα πολύ διαφορετικά από ό,τι θα τα αντιμετώπιζα αν δεν έκανα αυτή τη δουλειά.
– Ανήκεις σε μια γενιά ηθοποιών που κάνουν το ξεκίνημά τους στον χώρο εν μέσω τρομερών δυσκολιών. Εσύ πώς βιώνεις αυτή την κατάσταση; Εγώ αυτό που λέω στον εαυτό μου και που προσπαθώ, είναι να μην επαναπαύομαι ποτέ. Και παρά τη γενική αβεβαιότητα που υπάρχει, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως ό,τι και να γίνει, εγώ θα βρίσκω πάντα τον τρόπο να επιβιώνω, κάνοντας ακόμα και κάτι εντελώς διαφορετικό. Έχω την εντύπωση και θέλω να πιστεύω πως όσο δουλεύεις και το κυνηγάς, πάντα θα σου δίνεται μια ευκαιρία.
– Η τηλεόραση θα σε αφορούσε κάποια στιγμή; Δεν θα ήθελα να μπω σε αυτή τη διαδικασία ακόμη, γιατί προτιμώ να επικεντρώνομαι στο θέατρο: Να αναλαμβάνω έναν ρόλο και να δίνω όλη μου την προσοχή εκεί. Η τηλεόραση, για την ώρα -και λόγω εμπειρίας που δεν έχω- νομίζω δεν είναι στα σχέδια, εκτός και αν έρθει κάτι πάρα πολύ καλό, που θα με ενδιαφέρει να το δοκιμάσω.
Info: Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες: 17&18/6, Δημοτικό Κηποθέατρο Λεμεσού, 9μ.μ. Tickethour.com.cy
Ελεύθερα, 12.6.2022