Λίγο πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Η παρέλαση», όπου τον συναντάμε σε ρόλο σκηνοθέτη, ο ταλαντούχος ηθοποιός μιλά για τη σημασία του θεάτρου στην κοινωνία, αλλά και για το πώς ο δικός του εγκλεισμός τον έσπρωξε κόντρα σε κάθε φόβο.
– Κάνοντας αρχή με την παράσταση «Παρέλαση», που αυτές τις μέρες κάνει πρεμιέρα στη Λευκωσία, τι ενεργοποίησε την επιθυμία σου να τη σκηνοθετήσεις; Ομολογουμένως, ζούμε σε μια περίοδο ιδιαίτερη σκοτεινή για την ανθρωπότητα: πανδημία, πόλεμος, έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας και των φασιστικών φρονημάτων, κλιματική κρίση και παγκόσμια πείνα. Δεν θα μπορούσε να με αφήσει ανεπηρέαστο. Η «Παρέλαση» νιώθω πως με επισκέφτηκε, παρά την επέλεξα και ήρθε κοντά μου, για να αναπτύξουμε παρέα όλους αυτούς τους προβληματισμούς. Έχοντας συνοδοιπόρους τους αγαπημένους μου φίλους-ηθοποιούς, την Ειρήνη Ανδρονίκου και τον Ανδρέα Κούτσουμπα, ανακαλύψαμε ένα έργο βαθύ, με τρομερές υπαρξιακές και κοινωνικές προεκτάσεις. Το ίδιο το έργο μάς έκανε να θέλουμε να ασχοληθούμε μαζί του και να λαχταρούμε να το επικοινωνήσουμε!
– Το κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1965. Τι το κάνει επίκαιρο στη Λευκωσία του 2022; Οι ανθρώπινες ιστορίες, διαχρονικά, μοιάζουν μεταξύ τους. Αυτό κάνει ένα έργο διαχρονικό, το μεδούλι του να είναι βαθιά ανθρώπινο. Να μην φοβάται να δει τον άνθρωπο σαν όλο, με τα καλά και τα κακά του, με το όνειρα και τους φόβους του, με τα θαυμαστικά και κυρίως με τα ερωτηματικά του. Η «Παρέλαση» βάζει τα όνειρα και τις ζωές μας σε μια διελκυστίνδα, που από τη μια έχει την αυτοπραγμάτωση και την ελευθερία της σκέψης και από την άλλη έχει όλα τα υπαρξιακά και κοινωνικά ερέβη.
– Ο σκηνικός χώρος που έχεις επιλέξει να παρουσιάσεις την παράσταση, εξυπηρετεί και αυτός το αποτέλεσμα που θέλεις να πετύχεις; Ο σκηνικός μας χώρος δίνει την αίσθηση ενός κανονικού σπιτιού με παράθυρα και μπαλκόνι με θέα μια περιοχή με σημαίες, φυλάκια, μνημεία και χώρος εορτασμού των εθνικών μας επετείων. Οι ήρωες του έργου, ο Άρης και η Ζωή, θα μπορούσαν να ήταν κάποιος από μας, η πόλη που βλέπουν από το παράθυρό τους θα μπορούσε να ήταν η δική μας, η παρέλαση και η πραγματική εξέλιξή της γεννούν συνειρμούς και προβληματισμούς που μας αφορούν.
– Εγκλεισμός, μοναξιά, όνειρα, ελπίδες, είναι μερικές από τις λέξεις που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητα των δύο ηρώων της «Παρέλασης», αλλά και που οδηγούν συνειρμικά στον πρόσφατο εγκλεισμό που επέφερε η πανδημία. Μέσα σου ποιο ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα εκείνη την περίοδο; Μακάρι να ήταν ένα! Ήταν όλα αυτά τα συναισθήματα που βιώνουν οι ήρωες του έργου μαζί, το ένα πάνω στο άλλο, χωρίς τάξη και σαφή όρια. Όλη αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία, σε παγκόσμια επίπεδο, με έφερε πολύ συχνά σε επαφή με τον φόβο και την αγωνία! Ταυτόχρονα, έπιασα τον εαυτό μου να απολαμβάνει τον εγκλεισμό, να βρίσκει ευχαρίστηση σε αυτό και να το θεωρεί σχεδόν φυσιολογικό. Τραγικό! Αυτό που με έσωσε, ήταν η υπενθύμιση στον εαυτό μου πως ο «πόλεμος», όπως και η ζωή, κερδίζονται.
– Πώς είχαν διαμορφώσει τη δική σου επαγγελματική ζωή και την καθημερινότητά σου οι συνθήκες της πανδημίας; Η ανασφάλεια, σε όλα τα επίπεδα, ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα. Ο πολιτισμός είχε κτυπηθεί από την πρώτη μέρα της πανδημίας και ακόμα δεν έχει ανακάμψει. Έφερε στην επιφάνεια προβλήματα που η πολιτεία θα έπρεπε να τα έχει επιλύσει χρόνια πριν, όπως επίσης την αίσθηση πως η Τέχνη δεν αποτελεί προτεραιότητα, για να μην πω πως δεν είναι σημαντική. Και όλα αυτά σε μια εποχή που η Τέχνη ήταν το αποκούμπι για τον κάθε ένα από εμάς. Ακόμα θυμάμαι τους Ιταλούς να βγαίνουν στα μπαλκόνια να τραγουδάνε και συγκινούμαι! Το πραγματικά αισιόδοξο και ελπιδοφόρο ήταν η πρωτοφανής ενότητα και σύμπνοια όλων των καλλιτεχνών. Πραγματικά, αυτή η συγκινητική σύμπραξη των ανθρώπων του πολιτισμού με έκανε να μην χάσω την πίστη μου.
– Πέρα από τα αρνητικά, η πανδημία είχε και κάποια θετικά για την καλλιτεχνική δημιουργία; Σε προσωπικό επίπεδο, με έκανε ακόμα πιο πολύ να νιώθω ευγνωμοσύνη κάθε φορά που βρίσκομαι στη σκηνή. Αντιλήφθηκα πως δεν είναι δεδομένη η ευλογία της. Επίσης, με έσπρωξε να αντέχω τους φόβους μου και να τολμώ περισσότερο. Το τώρα και το σήμερα είναι ο παρόντας χρόνος!
– Αυτή δεν είναι η πρώτη παράσταση που σκηνοθετείς. Τι απολαμβάνεις σε αυτό τον ρόλο; Απολαμβάνω με βαθιά συγκίνηση τους συναδέλφους μου -γιατί πάνω από όλα ηθοποιός είμαι- να παλεύουν με τον ρόλο με εντιμότητα και ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και με απίστευτη γενναιοδωρία. Μεγάλη ευλογία η συνάντησή μου κάθε φορά μαζί τους. Πολύ ευγνώμων που με εμπιστεύονται και παρέα προσπαθούμε, με όση παραπάνω αλήθεια γίνεται, να πούμε μια ιστορία!
– Ως ηθοποιός έχεις συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες του κυπριακού θεάτρου. Έχουν επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεις εσύ τα έργα που σκηνοθετείς; Έχεις αντλήσει στοιχεία από αυτούς; Και ναι και σίγουρα! Προσπαθώντας κι εγώ να βρω τη δική μου φωνή, αισθάνομαι μέσα μου, με χαρά, τις φωνές όλων αυτών που έχω συνεργαστεί. Όλοι και όλες τους, διατηρώντας τη μοναδικότητά τους, λειτουργούν με τρομερή όρεξη κι εργατικότητα, γνώση, πάθος, ακρίβεια και κυρίως αγάπη για το αντικείμενό τους. Όλοι και όλες τους έχουν διαμορφώσει με προσωπικό αγώνα το σύγχρονο κυπριακό θέατρο, το οποίο έχει και αισθητική και ταυτότητα, αλλά και ανθρώπους που το αγαπούν. Αυτό που χρειάζεται είναι να πιστέψουμε περισσότερο σε αυτό!
– Πρόσφατα έγινες 40. Τι σημαίνει για σένα; Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω καταλάβει κάποια διαφορά. Ο ίδιος άνθρωπος είμαι, με άλλο αριθμό. Το να μεγαλώνεις, είναι μεγάλη ευλογία. Αν αξιοποιήσει κανείς τον χρόνο σωστά μπορεί να είναι η ευκαιρία, ακόμα και το όχημα, για να γίνει όλο και καλύτερος άνθρωπος. Αυτό εύχομαι για μένα! Ολόψυχα!
– Αν μπορούσες να περάσεις τη ζωή σου από μοντάζ, τι θα «έκοβες»; Η πρώτη μου αντίδραση είναι όλα τα τραύματα και όλα τα λάθη. Τα οποία δόξα τω θεώ έχω μπόλικα και από τα δύο. Όμως αισθάνομαι πως αν θες να βρεις το φως σε αυτή τη ζωή πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσεις το σκοτάδι σου. Δεν πρέπει να το φοβόμαστε. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή μας συμβαίνει τώρα, και ό,τι μας πόνεσε ή δεν πράξαμε σωστά είναι στο παρελθόν. Σημασία έχει τι κάνουμε τώρα. Μόνο έτσι μπορούμε να ατενίσουμε με εντιμότητα το αύριο.
– Αν δεν έκανες θέατρο, με τι άλλο θα μπορούσες να ασχοληθείς; Με τα πάντα και με τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, στο θέατρο ζεις πολλές ζωές. Αλλάζεις σαρκία, φωνές, ανάσες. Πάντα με σεβασμό. Και μετά επιστρέφεις στη βάση σου, σε σένα. Το αγαπώ το θέατρο και όσο μεγαλώνω, ακόμα πιο πολύ!
– Υπάρχει σήμερα κάποιο καλλιτεχνικό σου απωθημένο, που θα ήθελες οπωσδήποτε να πραγματοποιήσεις; Νιώθω πως δεν έχει σημασία κάποιος συγκεκριμένος ρόλος ή έργο αλλά αυτό που ανακαλύπτεις, κάθε φορά, για το προσωπικό σου «υλικό» μέσα από όλα αυτά. Η εξέλιξή σου σαν καλλιτέχνης δεν θέλει ναρκισσισμούς αλλά αγώνα, εργατικότητα και ωραίες συναντήσεις με καλούς και φωτεινούς ανθρώπους.
– Τι ακολουθεί για σένα μετά την «Παρέλαση»; Αυτό το καλοκαίρι θα υποδυθώ τη Μήδεια από το ομώνυμο έργο του Μποστ, σε σκηνοθεσία του αγαπημένου Κώστα Σιλβέστρου, με μια παρέα υπέροχων και ταλαντούχων συνεργατών από το Θέατρο Αντίλογος. Ανυπομονώ να συναντηθώ μαζί τους, να δουλέψουμε, να φτιάξουμε με κέφι μια καλή παράσταση και μαζί να περάσουμε ένα τρελό και διασκεδαστικό ταξίδι!
Info: «Η παρέλαση»: 2-16/5, 20:30, Herb Bar, Λευκωσία. Τηλ.: 99887569.
tanya@phileleftheros.com
Ελεύθερα, 1.5.2022.