Συμπληρώνονται σήμερα 64 χρόνια από τη θυσία του Σταυραετού του Πενταδακτύλου Κυριάκου Μάτση, του πλέον εμπνευσμένου αγωνιστή ενός αγώνα που έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα τις τύχες τούτου του τόπου. Ενός αγωνιστή φιλοσοφημένου, αγνού, συνειδητοποιημένου με αρχές και θέσεις που μετρούν ακόμη και σήμερα. Τα κείμενά του θησαυρός, φάρος για όσους θέλουν να σκέφτονται πέραν από τη βολή τους την προσωπική… Ευχόμαστε ο θησαυρός των κειμένων που άφησε πίσω του και τον οποίο ο αδελφός του, Γιαννάκης Μάτσης, έδωσε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου για ψηφιοποίηση, σε κάποια φάση να είναι προσβάσιμος όχι μόνο σε πανεπιστημιακούς μελετητές, αλλά μέχρι και τον τελευταίο πολίτη…
Γράφει στους γονείς του σε μιαν από τις σπάνιες επικοινωνίες του, στη διάρκεια του αγώνα: «(…) Χρειάζεται πάντα το κατέβασμα για το ανέβασμα, αφού, για την πραγματοποίησή του κι αυτόν ακόμη το θάνατο τον φαντάστηκε η ανθρώπινη αδυναμία σαν κάτι το βασικά απαραίτητο για τη λύτρωση, για τ’ ανέβασμα της ψυχής. Έπρεπε να πεθάνει ο Λυτρωτής για ν’ ανέβει, όχι μονάχα σαν ψυχή, μα και σαν σάρκα στα ψηλά.
– Δεν ξέρω ποια ανάγκη μας υποχρεώνει να σκεφτόμαστε έτσι. Ξέρω όμως πως πάντα η ανθρώπινη συνείδηση ζητά μια δικαιολογία για να την εναρμονίσει μαζί και να στηρίξει ΗΘΙΚΑ κάθε της πράξη ή κατάσταση. Και δεν ησυχάζει αν δεν τη βρει. Έστω και στη συμβατικότητα, έστω και στην αδυναμία.
– Άρα, λοιπόν, εκείνο που υπερτερεί είναι η δύναμη του ΗΘΙΚΟΥ. Εκεί να ‘ναι τ’ ανέβασμα, ω ψυχή παραδερμένη, εκεί η λύτρωση.
– Όμοια, ναι, πάντα και για πάντα όμοια θα ‘ναι η ανθρώπινη φύση. Όπου ένα χαμήλωμα θα πλανιέται ως μιαν κορφή. Απαράλλαχτα όπως η στάθμη του υδράργυρου σ’ ένα θερμόμετρο, μέρα και νύχτα, χειμώνες και καλοκαίρια, χρόνια και αιώνες. Για να μετρά την ανθρώπινη προσήλωση σε κάποια είδωλα που γκρεμίστηκαν στον πυρετό μιας νέας αρρώστιας ή να προσδιορίζει τη μανία της εμμονής που έφερε η υποθερμία μιας υπνωτικής αποχαύνωσης στη θρησκεία αυτών που πίστεψαν ότι ταιριαστή καν με τα ιδανικά της.
– Δεν θ’ απέδιδε το θυμίαμα των ύμνων ή του ψαλμωδού, αν δεν κολλούσε η ψυχή του στην αμαρτία. Είναι γι’ αυτο που αδικά, ελεεινολογεί τον εαυτό του και μακαρίζει τον άνδρα ‘’ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθησε’’.»
Σε άλλο κείμενό του ο ήρωας σημειώνει: (…) «θα δώσωμεν ακόμη σκληροτέραν την πάλην και θα σταματήσωμεν τότε μόνον όταν συντριβεί ο αντίπαλος. Και θα συντριβεί, να είστε βέβαιοι. Δεν θα τον νικήσωμεν βέβαια στρατιωτικά, διότι αυτό είναι αδύνατον, θα τον συντρίψωμεν όμως πολιτικά και θα τον καταστήσωμεν ένα τέρας αδικίας, τόσον απαίσιον, ώστε να εξεγερθούν αι συνειδήσεις των φίλων μας και να ζητήσουν την συντριβή του τέρατος. Δεν είναι δυνατόν να κατισχύσει η αδικία και εις την παρούσαν περίπτωσιν ο κανών δεν είναι δυνατόν να έχει εξαίρεσιν. Να είστε βέβαιοι. Εμείς μαχόμεθα με αυτήν την πίστιν και αυτήν την ελπίδα και είμεθα βέβαιοι διά την τελικήν νίκην. Αλοίμονον εάν είχαμεν αμφιβολίας.
»Πιστεύομεν ότι κάθε θυσία μας δεν πηγαίνει άδικα και εσείς πρέπει να είστε περήφανοι για μας. Αν ο καλός Θεός μας επιφυλάσσει την λαμπρά τύχην να δώσωμεν την ζωήν μας για την πατρίδα, τότε η χαρά σας πρέπει να είναι απέραντη. Δεν ξέρω αν μπορεί να ονειρευτεί ένας άνθρωπος καλύτερη τύχη από αυτή. Και δεν μπορώ να σκεφθώ γονείς που να είναι πιο περήφανοι, παρά για τα παιδιά τους που έπεσαν για την πατρίδα.»
Οφειλόμενη η απόδοση τιμών σε εκείνους που έφυγαν τιμημένοι. Και το ‘λεγε λες και γνώριζε τι θα ακολουθούσε: Τιμημένοι θα είναι εκείνοι που θα θυσιαστούν την ώρα του καθήκοντος… ίσως γιατί προέβλεπε πως όσοι έμεναν πίσω θα τρωγόντουσαν μεταξύ τους στη μοιρασιά μιας εξουσίας που υποτίθεται δεν ήθελαν… για την οποία δεν έδιναν πεντάρα… Κι αυτό το στραβοπάτημα συνεχίζεται για δεκαετίες γιατί οι ηγέτες δεν εμπνέουν τον κόσμο, για το καλό και τις αξίες… και τούτο το μικρό νησί βολοδέρνει στα κύματα και τις αντάρες σαν καριδότσουφλο που από τύχη και μόνο επιπλέει…