Ο Γιώργος Μουαΐμης αναμετράται με τον πιο απαιτητικό ρόλο της 40χρονης πορείας του.

Είναι η πρώτη φορά που παίζει σε έργο του Άρθουρ Μίλερ και βουτάει κατευθείαν στα βαθιά αναλαμβάνοντας να ενσαρκώσει έναν από τους πιο εμβληματικούς χαρακτήρες του παγκόσμιου δραματολογίου: τον ξεπουπουλιασμένο μικροπωλητή Γουίλι Λόμαν στον «Θάνατο του εμποράκου». Μια πρόκληση σωματική αλλά και βαθιά υπαρξιακή, με τον ίδιο να αντιμετωπίζει τον χαρακτήρα του με κατανόηση και αυστηρότητα. Με την ευκαιρία αυτή, ο έμπειρος ηθοποιός μιλά για τη σύγχρονη πρόσληψη του λεγόμενου Αμερικανικού Ονείρου, ενώ θυμάται και τα πρώτα του βήματα κατά τη μετάβαση από τον χώρο της εκπαίδευσης, όπου βρέθηκε τυχαία, στον χώρο του θεάτρου που πάντοτε επιθυμούσε.

– Πώς κύλησαν οι πρόβες και τι να περιμένουμε; Ο Νεοκλής Νεοκλέους είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, που ανήκει στην ενδιάμεση γενιά, αυτή που βρίσκεται ανάμεσα στην παλιά και τη νέα. Είναι έμπειρος και ξέρει τι ζητάει. Έχει καθαρό όραμα. Ούτως ή άλλως, το έργο είναι μια «παρτιτούρα», για να είναι σίγουρος ο συγγραφέας ότι θα ακολουθηθεί ακριβώς η ρυθμολογία: οι εντάσεις εκεί που πρέπει, οι παύσεις εκεί που πρέπει κ.ο.κ.

– Αυτό είναι πλεονέκτημα ή μειονέκτημα τον ηθοποιό; Προσωπικά, μπορεί να μην προτιμώ να είναι δοσμένος ο ρόλος, γιατί αυτό με περιορίζει. Ωστόσο, ούτως ή άλλως αυτά είναι σχηματικά μιας και ο ηθοποιός είναι υποχρεωμένος να βάλει ψυχή στο πετσί του ρόλου, να το υποστηρίξει υποκριτικά. Δεν μπορείς να μείνεις στο τσόφλι. Πρέπει να δικαιολογήσεις τις όποιες μεταβάσεις ή εκρήξεις του χαρακτήρα. Ο συγκεκριμένος ρόλος είναι για μένα ο πιο απαιτητικός που έχω παίξει. Κυρίως από την άποψη ότι με καταβάλλει σωματικά. Βρίσκομαι συνέχεια στη σκηνή, κλείνει η φωνή μου επειδή φωνάζω συνέχεια.

– Τον συμπάθησες τον Γουίλι Λόμαν; Μάλλον τον αντιπάθησα. Είναι ένας τύπος με απίστευτες εμμονές και δικαίως στο τέλος συνθλίβεται. Ερμηνεύω τον ρόλο κι έχω κάθε δικαίωμα να μιλήσω για τον άνθρωπο αυτόν και να είμαι αυστηρός μαζί του. Θα έλεγα ότι είναι ένας αρνητικός ήρωας, θύμα του ίδιου του εαυτού του.

– Έτυχε να ερμηνεύσεις ποτέ στο παρελθόν κάποιον χαρακτήρα του Άρθουρ Μίλερ; Όχι. Θυμάμαι όμως πότε είδα για πρώτη φορά το συγκεκριμένο έργο. Ήταν στο Θεατράκι του ΡΙΚ, πριν την ίδρυση του ΘΟΚ, με τον Βλαδίμηρο Καυκαρίδη και τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη.

– Πώς θα περιέγραφες την πρώτη σου επαφή με το έργο του Μίλερ; Είναι ένας μεγάλος θεατρικός συγγραφέας. Αντικατοπτρίζει την εποχή του, αλλά ταυτόχρονα ανάγεται σε διαχρονικό και οικουμενικό. Δεν είναι πολιτικός συγγραφέας. Στο πολυεπίπεδο έργο παρουσιάζεται το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό της εποχής της μεγάλης ύφεσης στις ΗΠΑ, ο αγώνας για την επιβίωση, το αμερικανικό όνειρο και η συνειδητοποίηση πως όλα αυτά είναι μια παγίδα του συστήματος για να επιστρέφεις ως καταναλωτής τα λεφτά που παίρνεις και να γυρίζει ο μύλος. Όλα αυτά όμως είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Το φόντο. Είναι οι όροι που ορίζουν τη σχέση του εργαζόμενου μικροαστού με την εργοδοσία και το περιβάλλον, κάποιες γραμμές που στην εποχή μας –ειδικά εν καιρώ πανδημίας- είναι ακόμη πιο ξεκάθαρες.

– Θεωρείς ότι αντικατοπτρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο με τον ίδιο τρόπο; Επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει τίποτα. Αν κοιτάξουμε την Κύπρο μετά το 1974, θα δούμε ότι ο κυπριακός λαός αφοσιώθηκε αρχικά στην επιβίωσή του. Με τον καιρό οι ηθικές αξίες άρχισαν να υποχωρούν και οι άνθρωποι είχαν ως μοναδικό κίνητρο την απόκτηση υλικών αγαθών. Έτσι, καταντήσαμε σήμερα να είμαστε μια κοινωνία όπου τα σημαντικά και ουσιαστικά, πράγματα λ.χ. όπως ο πολιτισμός δεν έχουν συμβαδίσει με την οικονομική ανάπτυξη. Αναπόφευκτα, ήρθαν οι κατραπακιές. Από την υπερπροσπάθεια να βγάλουμε όλο και περισσότερα, να ανέλθουμε κοινωνικά και ιδίως να το επιδείξουμε κιόλας αυτό, δημιουργήθηκε η φούσκα. Ρίξαμε το βάρος στην ευμάρεια κι ακόμη περισσότερο στη βιτρίνα της, σε όσα ανεβάζουν το «στάτους» μας στα μάτια των άλλων. Οι όροι, όπως παρουσιάζονται μέσα από το έργο αυτό, παραμένουν ίδιοι και προκαθορισμένοι. Εξακολουθεί να κυριαρχεί ένα σύστημα που υποχρεώνει τον εργαζόμενο να γίνει γρανάζι του και να το εξυπηρετεί, επιβραβεύοντάς τον με απολαβές που στην ουσία είναι δανεικά χρήματα. Είναι μια ευμάρεια εντελώς πλασματική.

– Σε πρώτο πλάνο τι θα έλεγες ότι είναι αυτό που θίγει το έργο; Την κρίση του ατόμου και τις ανθρώπινες σχέσεις, ενδοοικογενειακές και άλλες. Ο Λόμαν μπολιάστηκε με την πρόθεση να πιάσει την καλή. Ότι «πρέπει να μπει στη ζούγκλα για να βγάλει το διαμάντι». Όσο ήταν χρήσιμος και αρεστός στο σύστημα, εκείνο του ανταπέδιδε τις υπηρεσίες του κι ο ίδιος νόμιζε ότι αποτελεί και πρότυπο για τα παιδιά του. Ωστόσο, το έργο ουσιαστικά ακολουθεί τη γραμμή της αρχαίας τραγωδίας. Ένα γεγονός αντίστοιχο της ύβρεως μοιραία θα τον οδηγήσει στη συντριβή. Το σύστημα δεν τον χρειάζεται πια και τον πετάει, καταρρέει η σχέση με τον γιο του κι ο ίδιος αρνείται να παραδεχτεί τις ευθύνες του καθώς οδηγείται προς το αναπόφευκτο.

– Πιστεύεις ότι το Αμερικανικό Όνειρο, ως χίμαιρα, παραμένει σήμερα ενεργό με τον ίδιο τρόπο; Δεν έχει διαψευστεί; Δεν έχει αλλάξει η πρόσληψή του; Κάποτε είχε γίνει σλόγκαν. Στη συνέχεια δαιμονοποιήθηκε αλλά περιέργως απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Σήμερα έχει αλλάξει η μορφή του, οι όροι του, αλλά ίσως όχι η ουσία του. Ο καθένας τι αποζητά; Να ανέλθει, να αποκτήσει υλικά αγαθά. Η πλειοψηφία των ανθρώπων σ’ αυτό δεν στοχεύουν; Εν μέρει είναι και στη φύση μας. Είναι ο αγώνας του ανθρώπου να πετύχει κάτι καλύτερο. Ή να έχουν τουλάχιστον τα παιδιά του ένα καλύτερο μέλλον. Είναι και θέμα ανταγωνισμού. Να κερδίσουμε όσο περισσότερα μπορούμε και να γράψει το «σκορ». Λίγοι προσανατολίζονται προς άλλες τέρψεις, πιο πνευματικές. Βέβαια, όπως έχει διαμορφωθεί πια η κατάσταση, για πολλούς το «καλύτερο» είναι απλώς να καταφέρουν να βγάλουν το κεφάλι έξω από τον βούρκο. Στις μέρες μας Αμερικανικό Όνειρο είναι η επιβίωση. Για την πλειοψηφία των εργαζομένων όλα τελειώνουν στα στοιχειώδη της αυτοσυντήρησης.

– Αντέχεις τη σκέψη ότι σκοπός της ζωής μπορεί να γίνει απλώς το να ξημερώσει η επόμενη μέρα; Είναι δύσκολο να το δεχτείς, αλλά πολλοί άνθρωποι ζουν έτσι. Και στην Κύπρο πλέον. Ωστόσο, η ελπίδα είναι πάντα αυτό που μας κινεί. Παίζει ρόλο και ο βομβαρδισμός προτύπων από τα ΜΜΕ και –πλέον- και τα ΜΚΔ. Αυτό που δεν βλέπω να αλλάζει είναι η επικέντρωση σε ανθρώπους με το επίπλαστο προφίλ του «επιτυχημένου». Γιατί να μην είναι πρότυπα οι άνθρωποι που ζουν μια ήρεμη ζωή και επιδιώκουν τον εσωτερικό και πνευματικό πλούτο; Γιατί λ.χ. να μην είναι role models οι ποιητές;  

  – Πότε μπήκε στο μυαλό σου η προοπτική του θεάτρου; Από το Γυμνάσιο το μυαλό μου ήταν στο θέατρο. Έπαιζα σε σχολικές παραστάσεις κι είχε μπει από τότε το «σκουλήκι». Αργότερα, όταν ήμουν στην Παιδαγωγική Ακαδημία έπαιζα κι εκεί θέατρο κι άρχισα να παρακολουθώ ανελλιπώς παραστάσεις στο Θεατράκι του ΡΙΚ.

Γιατί αποφάσισες να γίνεις εκπαιδευτικός; Έγινα εκπαιδευτικός εντελώς τυχαία. Μόλις τελείωσα το Γυμνάσιο, πήρα μια υποτροφία για να σπουδάσω ιατρική στο Ισραήλ. Στο βάθος του μυαλού είχα να μάθω τη γλώσσα και να σπουδάσω παράλληλα και σε μια δραματική σχολή. Όμως, η υποτροφία ξεκινούσε τον Νοέμβριο κι έπρεπε να παρουσιαστώ στον στρατό. Για να πάρω αναβολή στράτευσης έδωσα εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία, με σκοπό να εκπληρώσω τις στρατιωτικές υποχρεώσεις αργότερα ως γιατρός στο Υγειονομικό Σώμα, κάτι άλλωστε που επιδίωκε και η πολιτεία. Ξεκίνησα τα μαθήματα στην Ακαδημία και τότε ξέσπασαν αντιδράσεις στο Παραλίμνι από κάποιους που επίσης διεκδικούσαν την υποτροφία. Στο μεταξύ, στην Ακαδημία είχα γνωρίσει την πρώτη μου γυναίκα και μάλλον με ανακούφιση ενημερώθηκα ότι αναβάλλεται τελικά η αναχώρησή μου για το Ισραήλ.

– Και τι σε εμπόδισε στη συνέχεια να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις; Το όνειρό μου ήταν πώς θα ξεφύγω από την Ακαδημία. Ωστόσο, ήμουν κατά κάποιον τρόπο δεσμευμένος αφού έπρεπε να εξοφλήσω την επιδότηση των σπουδών μου είτε με χρήματα είτε με την εργασία μου. Έπρεπε να εργαστώ υποχρεωτικά πέντε χρόνια στην εκπαίδευση κι έτσι μόλις τελείωσα τον στρατό, το 1975, βρέθηκα δάσκαλος σε σχολείο.

– Δεν σου άρεσε η διδασκαλία; Δεν άντεχα. Δεν ήταν στον χαρακτήρα μου. Ήμουν και λίγο επαναστάτης οπότε αργά ή γρήγορα θα με έδιωχναν. Την τελευταία χρονιά της πενταετίας, μόλις αποχαιρετιστήκαμε κι έκλεισε το σχολείο, την επόμενη μέρα μου τηλεφώνησε ο επιθεωρητής για να με ενημερώσει ότι υπάρχε εναντίον μου μια «σοβαρή καταγγελία»: ότι δεν υποστηρίζω, λέει, τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη! Κι αυτό γιατί αντέδρασα σε μια υπουργική εγκύκλιο. Ήταν τότε που είπα «δεν μένω ούτε μια μέρα παραπάνω». Στο μεταξύ, ήδη πριν ολοκληρώσω την πενταετία στην εκπαίδευση είχα πάει στη Σχολή του Βλαδίμηρου Καυκαρίδη και πήρα ένα δίπλωμα. Με την κόρη μου ήδη τριών ετών, αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη Σχολή του Κουν και στη Σχολή του Πέλου Κατσέλη, με καλές συστάσεις από τον Εύη Γαβριηλίδη. Λόγω του διπλώματος επιδίωξα να μπω στο δεύτερο έτος κάτι που ο Λαζάνης δεν το δέχτηκε, αλλά ο Κατσέλης το δέχτηκε κι έτσι πήγα εκεί.

– Θυμάσαι την πρώτη σου παράσταση; Ξεκίνησα από το Εθνικό Θέατρο το 1982. Ήμουν στον Χορό στον Οιδίποδα Τύραννο που σκηνοθέτησε ο Μίνως Βολανάκης, με τον Νίκο Κούρκουλο και την Κατερίνα Χέλμη. Την ίδια χρονιά έκανα και την πρώτη μου δουλειά στην Κύπρο με τη Σβετλάνα Χαραλάμπους και το 1983 πήγα στον ΘΟΚ. Τα πρώτα έξι χρόνια έπαιξα σχεδόν σε όλες τις παιδικές παραστάσεις του ΘΟΚ, σε μια πολύ ωραία εποχή. Έμεινα συνολικά 13 την πρώτη φορά. Το 1996 έφυγα και πήγα για πέντε χρόνια στο ελεύθερο θέατρο πριν επιστρέψω στον ΘΟΚ για ακόμη 13. 

– Σε ποιο σημείο θα έλεγες ότι βρίσκει τον ΘΟΚ η επέτειος των 50 χρόνων λειτουργίας του; Τελευταία άρχισε να ξαναβρίσκει τον βηματισμό του. Τα προηγούμενα χρόνια για ένα διάστημα οι πλείστες των παραστάσεων έδειχναν να χάνουν την ουσία για τις εντυπώσεις. Ο οργανισμός χρειάζεται να ξαναβρεί την έξωθεν καλή μαρτυρία του. Δεν είναι τυχαίο ότι από ένα σημείο και μετά έκλεισε η πόρτα της Επιδαύρου, τη στιγμή που ιστορικά έχει να επιδείξει ορισμένες από τις σημαντικότερες παραγωγές που παρουσιάστηκαν εκεί, με άλλη αίγλη. Πέρασε μια περίοδο εσωστρέφειας και αμφιταλαντεύσεων, ωστόσο φαίνεται ότι μπαίνει σε μια νέα εποχή βασισμένος σε νέες δυνάμεις. Τα νέα παιδιά έρχονται με πολλά προσόντα κι είναι καλά εκπαιδευμένα. Απλώς οι νεότεροι σκηνοθέτες πρέπει να νιώσουν αυτάρκεις και να πιστέψουν στις δικές τους δυνάμεις.

– Γιατί το κοινό δεν αντέχει πλέον να παρακολουθεί τρίωρες παραστάσεις; Και μια ώρα να πάει μια παράσταση, αν δεν σου αρέσει θα σου φανεί αιώνας. Εν πάση περιπτώσει, ο θεατής σήμερα δεν μπορεί να δώσει τρεις ώρες από τη ζωή του στο θέατρο. Το 24ωρό του είναι πολύ πιο σφιχτό και οι ρυθμοί της ζωής πιο ξέφρενοι. Επίσης, έχει περισσότερες επιλογές. Παλιότερα το θέατρο ήταν η έξοδος της εβδομάδας. Σήμερα, το πρώτο που ρωτάει ο θεατής είναι η διάρκεια της παράστασης για να δει αν θα προλάβει να εκπληρώσει κάποια άλλη υποχρέωση ή να πάει για φαγητό και ποτό.

– Διακρίνεις μια ποιοτική διαφορά στο κοινό σε σχέση με την εποχή που ξεκινούσες και ο ΘΟΚ διήγε τη χρυσή του εποχή; Ποιο θα ονομάσεις ποιοτικό κοινό; Είναι θέμα εποχής και αντίληψης. Ίσως το κοινό σήμερα να ξέρει περισσότερο τι ψάχνει. Υπάρχουν δύο κατηγορίες. Το κοινό που διψά να ξαναδεί αυτά που έβλεπε τα προηγούμενα χρόνια. Όμως υπάρχει πλέον ως επιλογή και το πιο εναλλακτικό θέατρο, με πιο φρέσκια και πειραματική διάθεση, πιο έντονη κινησιολογία και στοιχεία περφόρμανς. Υπάρχει μια ελευθερία και δημιουργήθηκε ήδη ένα φανατικό κοινό που το παρακολουθεί. Πριν την πανδημία, ζούσαμε μια άνοιξη του κυπριακού θεάτρου το οποίο μπολιάστηκε με νέους σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Βέβαια, ήρθε η παράσταση στο Σατιρικό με τις «Φάλαινες τον Αύγουστο» να μάς θυμίσει ότι και τον παλιό καλό καιρό υπήρχε ένα θέατρο με ποιοτικά χαρακτηριστικά που προσφέρουν μια ανεκτίμητη εμπειρία στον θεατή.

– Όταν παίζεις αισθάνεσαι την παρουσία του θεατή, ή νιώθεις σαν να παίζεις μπροστά σε τέταρτο τοίχο; Σίγουρα αισθάνομαι την αύρα του κοινού, αλλά δεν επηρεάζει την απόδοσή μου. Μόνο σε κάτι σκερτσόζες κωμωδίες μπορεί να επηρεαστείς και να ξεφύγεις από τις αντιδράσεις και την αλληλεπίδραση. Σ’ ένα δράμα οφείλεις να είσαι συγκεντρωμένος, παρόλο που συμβαίνει κάποιες νύχτες να νιώσεις ότι πιάνεις τον σφυγμό του κοινού, πώς του κόβεται η ανάσα. Υπάρχει μια χαρακτηριστική σιγή. Άλλες νύχτες πάλι μπορεί να ακούς βηξίματα, τριξίματα, ψιθύρους, κινητά που σε αποσπούν. Ως επαγγελματίας, πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτά.

– Ανησυχείς μήπως οι περιορισμοί λόγω της πανδημίας φρενάρουν την άνοιξη που ανέφερες πριν; Είναι η πρώτη φορά που θα παίξω μπροστά σε περιορισμένο κοινό. Θα είναι μια πρωτόγνωρη αίσθηση. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι θα ανακοπεί αυτό το κύμα. Μάλιστα, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν θέλω να πιστεύω ότι θα γίνει ακόμη πιο ορμητικό. Θα συνεχιστεί αυτή η ανάπτυξη, η ευδοκίμηση. Πιστεύω ότι θα έρθουν ακόμη καλύτερες μέρες. Θα είναι μια ανάγκη και για τους καταπιεσμένους ηθοποιούς να παίξουν και να εκφραστούν -δεν είναι μόνο θέμα επιβίωσης. Ομοίως, θεωρώ ότι και το κοινό διψά να βγει να δει παραστάσεις.

– Με ποιες σκέψεις υποδέχεσαι το κύμα καταγγελιών για άσχημες και εγκληματικές συμπεριφορές στον χώρο του θεάτρου; Αφού προέκυψε, καλώς προέκυψε για να διορθωθούν κάποια πράγματα. Λίγο- πολύ πάντως βλέπαμε και ακούγαμε ότι υπήρχαν περιπτώσεις κακών συμπεριφορών. Στην Κύπρο βέβαια δεν παρουσιάζεται σε τόσο μεγάλη κλίμακα όσο στην Ελλάδα. Μπόρα είναι και θα περάσει. Το κακό για το θέατρο είναι ότι ανέκαθεν υπήρχε η εντύπωση ότι είναι ένας χώρος κάπως πιο «ελευθεριάζων». Ευκαιρία να γίνει και μια κάθαραση. Υπάρχουν όρια. Να καθοριστούν λοιπόν και ν’ αλλάξουν κάποιες νοοτροπίες. Αυτό μπορεί να γίνει χωρίς να πάμε στο άλλο άκρο. Δηλαδή, χωρίς να παρασυρθούμε σε υπερβολές και χωρίς να τα ρίξουμε όλα στην πυρά της πολιτικής ορθότητας.

* «Ο Θάνατος του Εμποράκου» παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή στις 6μ.μ. στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ, 77772717