Πριν από μερικές μέρες ένας πολίτης έστειλε στον «Φ» φωτογραφίες από την πολυκατοικία, στην οποία διαμένει στον κυβερνητικό οικισμό Αγίου Μάμα στη Λακατάμια. Εικόνες που δεν τιμούν κανένα και πόσο μάλλον ένα ευρωπαϊκό κράτος το 2021. Ένα κράτος που έχει πρόσφυγες, οι οποίοι κρατούν άσβεστο τον πόθο όχι μόνο της επιστροφής στις πατρογονικές τους εστίες αλλά και της λευτεριάς. Η σημερινή στήλη γράφεται με αφορμή τις φωτογραφίες αυτές. Όχι για να ψέξει τις κυβερνητικές πολιτικές τόσων χρόνων, που ξεχνούσαν» τους πρόσφυγες σε όλα τα καθημερινά προβλήματα και τους θυμόντουσαν μόνο λίγο πριν από εκλογές -μέχρι και οι τίτλοι ιδιοκτησίας που κάποτε δόθηκαν, και καλώς δόθηκαν, είχαν τον σκοπό τους – καθώς όλα αυτά είναι γνωστά. Όπως και οι πολιτικές που αφορούν αναδόμηση, συντήρηση κι ευπρεπισμό των προσφυγικών συνοικισμών και οι οποίες τις πλείστες φορές υπάρχουν στα χαρτιά και στα πλάνα, αλλά στην υλοποίηση καθυστερούν πολύ. Σημειώνεται ότι για τη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρμόδια Υπηρεσία μας εξήγησε ότι σύντομα αρχίζει η υλοποίηση συγκεκριμένου πλάνου διόρθωσης. 

Η στήλη, λοιπόν, αφήνει στην άκρη σήμερα το κομμάτι αυτό που αφορά τα κτήρια και τις υποδομές και καταπιάνεται με το ανθρώπινο στοιχείο των προσφυγικών οικισμών. Μεγαλώνοντας κάποιος σε ένα συνοικισμό μπορεί να αντιληφθεί τα πάντα που τον αφορούν. Από το γιατί τα κτήρια είναι έτσι, γιατί οι μικρές πλατείες του αποτελούσαν πάντα σημείο συνάντησης παιδιών, γιατί τα σχολεία που βρίσκονται κοντά σε οικισμούς κάποτε είχαν όλες τις εισόδους τους ανοικτές για τα παιδιά της γειτονιάς χωρίς να μοιάζουν με φυλακές με τις υψηλές και απρόσωπες περιφράξεις. Μα πάνω από όλα, μπορεί να αντιληφθεί τι είναι αυτό που ένωσε ανθρώπους διαφορετικούς, από διάφορα χωριά της Κύπρου, οι οποίοι έτυχε να ζήσουν ως άγνωστοι στην αρχή, ο ένας δίπλα στον άλλον. 

Αυτό που ένωσε και ενώνει ακόμα είναι ο κοινός δρόμος του ξεριζωμού. Είναι η προσφυγιά, είναι η στέρηση της ελευθερίας, είναι η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Είναι η προδοσία και η τουρκική εισβολή που τους έφερε σε άλλη περιοχή, μέσα σε μικρά σπίτια (που κάποιοι νομίζουν ότι τους έκαναν και χάρη που τους τα έδωσαν), άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, να προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους, να στήσουν από την αρχή το σπιτικό τους, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια, να φτιάξουν ξανά τη ζωή τους. Τη ζωή τους που ποτέ ξανά δεν θα ήταν η ίδια. 

Μέσα στα δρομάκια των συνοικισμών παιδιά έγιναν φίλοι, μέσα στις ίδιες τάξεις των σχολείων παιδιά έγιναν «αδέλφια», από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών που ξεχάστηκαν στο χρόνο, κτίστηκαν σχέσεις ζωής. Η πρώτη καλημέρα στη γειτόνισσα δίπλα, έγινε σιγά-σιγά κι ένας πρωινός καφές για να μοιραστούν τα νέα τους, έγινε μετά κουμπαριά, έγινε συμπαράσταση. Μέχρι τα γεράματα τους. Πόσα και πόσα μοιράστηκαν αυτοί οι άνθρωποι! Πόσα και πόσα έζησαν! Εκεί, σε ένα μικρό σπιτάκι στο συνοικισμό, σε ένα μικρό μπαλκονάκι ενός διαμερίσματος σε μία πολυκατοικία που φωνάζει σήμερα για συντήρηση, για τοποθέτηση ανελκυστήρα, για ασφαλή και αξιοπρεπή διαβίωση των ανθρώπων που εδώ και σχεδόν μισό αιώνα ζουν εκεί. Με άσβεστο ακόμα τον πόθο της επιστροφής…