Μετά από παλινωδίες πολλών ετών, η Κύπρος μοιάζει, έστω και με μια δικαιολογημένη αυτοσυγκράτηση, να σκέφτεται πρακτικά και να θέτει προς συζήτηση κάποιες πτυχές της «εθνικής πολιτικής» που έως τώρα ήταν ανέγγιχτες. Χαρακτηριστικά, εντάσσοντας το δικό μας πρόβλημα (που, όποιος δεν αποδέχεται ή και δεν αντιλαμβάνεται ότι μουλιάζει μες την ναφθαλίνη κουρασμένων προσδοκιών, ζει σ’ άλλο σύμπαν), μέσα σε ένα ευρύτερο τοπίο και πνεύμα διεθνούς στρατηγικής.
Για παράδειγμα, το μόνιμό μας βλέμμα προς τους αδέσμευτος έχει τελειώσει, γιατί αδέσμευτοι πλέον δεν υπάρχουν. Επίσης, το να εκμεταλλεύεσαι την όποια συγκυρία της εποχής (δίπλα και γύρω μας για παράδειγμα, γίνεται της κακομοίρας, εμείς δεν μπορούμε να παπαγαλίζουμε … εθνικά οράματα), είναι η μόνη κατεύθυνση προς την οποία μπορείς σήμερα να στρέψεις την προσοχή σου για να εξασφαλίσεις το εφικτό, αντί του επιθυμητού.
Ακούω ήδη στον «περίγυρο» αναθέματα γνωστά. Έρχονται κυρίως από στόματα τα οποία απορρίπτουν ακόμα και την πρόσωπο-με-πρόσωπο επαφή, με στόχο να οδηγηθούμε σε μια διαπραγμάτευση, χωρίς το μισό και βάλε πακέτο να αποτελείται από όρους εύθραυστους, «μην αγγίζετε».
Το θέμα είναι να αρχίσουμε να μιλάμε μεταξύ μας. Σε ένα καινούργιο πλαίσιο, και με ορίζοντα αυτό που μπορούμε να πετύχουμε: να συνυπάρξουμε σε μια ενιαία, αδιαίρετη χώρα, με δύο ομόσπονδες οντότητες, χωρίς ξένα στρατεύματα και εγγυήτριες δυνάμεις.
Τα τελευταία, είναι αδιαπραγμάτευτα – τα συζητάς για να εδραιώσεις τα υπόλοιπα. Έχουμε γερά όπλα. Την αναγνωρισμένη από την Δύση γεωστρατηγική μας σημασία. Την δύναμη ενός κράτους-μέλους της ΕΕ. Και, ακόμα, την σημαντικότατη πρόοδο που έχουμε κάνει στην οικονομία τα τελευταία χρόνια. Το χαρτί αυτό – αποτέλεσμα καθολικής προσπάθειας πολιτικών και πολιτών (με όλα τα στραβοπατήματά τους…) – είναι πανίσχυρο και μετράει.
Η Κύπρος έχει δυναμώσει. Και αυτό το χαρτί πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε με σύνεση. Όχι αλαζονεία και πατριωτικά γιούρια!
ΥΓ: Αυτά γράφονται από κάποιον που, το ξέρετε, έχει ασκήσει σκληρή κριτική σε κυβερνητικές (αλλά και κομματικές) πολιτικές.
IN MEMORIAM: Φρανκ ‘Αουερμπαχ, ζωγράφος, 1931-2024
Άκουσα για πρώτη φορά το όνομά του, στα πρώιμα φοιτητικά μου χρόνια στο Κάντερμπερι, όπου δεν χόρταινα τις συχνές αποδράσεις μου τα Σαββατοκύριακα για να ανακαλύψω τις απίθανες ομορφιές στην καταπράσινη κομητεία του Κέντ. Μέσα στη φύση ήταν διάσπαρτα μερικά από τα πιο όμορφα σπίτια (μικρά και μεγάλα) που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Τα περισσότερα είχαν και μεγάλη ιστορία.
Ένα από αυτά ήταν το Μπανς Κορτ (Bunce Court) στο Ότερντεν, ένα μικρό, κατοικημένο χωριουδάκι κοντά στο Μέινστοουν. Ανηκε σε έναν δίκτυο οικότροφων σχολείων, όλα προσανατολισμένα σε ένα προοδευτικό μεταρρυθμιστικό γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα με την ονομασία «εκπαιδευτικές κατοικίες στη φύση».
Όλοι οι δάσκαλοι και εκπαιδευτικοί εκεί, είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την Γερμανία μετά το 1923, για πολιτικούς λόγους, ή και για τις εβραϊκές καταβολές τους, όσοι είχαν.
Ο Φρανκ Άουερμπαχ, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη Δευτέρα 25/11, φοίτησε στο σχολείο εκείνο, το οποίο και τον καθόρισε. Οι παραστάσεις και τα βιώματά του ( από την μία ο εκτοπισμός και η απώλεια των γονέων του στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των ναζί, κι από την άλλη τα πράσινα λιβάδια του Κεντ, σημάδεψαν σε μεγάλο βαθμό την τέχνη του. Την ζωγραφική.
Στην έκθεση του, Κεφαλές Από Κάρβουνο, Charcoal Heads) τον περασμένο χειμώνα στην Γκαλερί Κούρτολντ, στο Σαμερσετ Χάους, στο κεντρικό Λονδίνο, παρουσίασε το σύνολο του έργου του με πορτρέτα (φωτό) και τοπία.
Στην νεκρολογία της, η Φαινανσιαλ Ταίμς, περιγράφει τον Αουρμπαχ ως τον τελευταίο επιζώντα της ομάδας των μεγάλων μεταπολεμικών καλλιτεχνών, μαζί με τους στενούς του φίλους, Λούσιαν Φρόιντ και Λεον Κοσσοφ.
«Με έναν περίεργο τρόπο η άσκηση της τέχνης και η συνειδητοποίηση του επικείμενου θανάτου, είναι απολύτως αλληλένδετα», έλεγε.