Διάγουμε μια περίοδο απόλυτης πολιτικής ρευστότητας. Σε τέτοιες συνθήκες, ευνοείται η δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών, καθώς τα ζητήματα που ανακύπτουν από την κρίση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος ως συνέπεια και της απογοήτευσης του εκλογικού σώματος, δημιουργούν κενά εκπροσώπησης. Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό επιχειρεί την είσοδό του στην πολιτική σκηνή και ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, με μια εξαγγελία που ήταν μάλλον αναμενόμενη. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι η πρόθεση, αλλά η συνέχεια και η προοπτική αυτής της νέας πολιτικής προσπάθειας.

Ιστορικά, η κυπριακή πολιτική ζωή έχει γνωρίσει αρκετές πρωτοβουλίες για τη δημιουργία νέων κομμάτων και κινήσεων. Με ελάχιστες εξαιρέσεις –τα τέσσερα παραδοσιακά κόμματα, τους Οικολόγους και το ΕΛΑΜ– οι περισσότεροι σχηματισμοί δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στον χρόνο. Κινήσεις όπως το ΑΔΗΣΟΚ, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες του Γιώργου Βασιλείου (που ενώθηκαν δημιουργώντας τους ΕΔΗ), η Συμμαχία Πολιτών του Γιώργου Λιλλήκα που εντάχθηκε τελικά στην ΕΔΕΚ, η Αλληλεγγύη της Ελένης Θεοχάρους που ενσωματώθηκε στο ΔΗΚΟ, οι Νέοι Ορίζοντες του Νίκου Κουτσού (που αργότερα εντάχθηκαν στο ΕΥΡΩΚΟ του Δημήτρη Συλλούρη), αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα προσπαθειών που δεν απέκτησαν μακροπρόθεσμη πολιτική δυναμική.

Τι φέρνει, λοιπόν, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης με το ΑΛΜΑ; Είναι ένα ερώτημα που δεν αφορά μόνο τη δική του πρωτοβουλία, αλλά και άλλες πρόσφατες εξαγγελίες νέων πολιτικών κινήσεων και κομμάτων, όπως το Volt, το ΔΕΚ του Ανδρέα Θεμιστοκλέους ή τη Δημοκρατική Αλλαγή του Χρίστου Κληρίδη. Ωστόσο, η περίπτωση Οδυσσέας Μιχαηλίδη ξεχωρίζει. Πρώτον, λόγω της προσωπικότητάς του ως τέως Γενικού Ελεγκτή και της δημόσιας παρουσίας του. Και δεύτερον, λόγω του ότι, ήδη πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου για την παύση του, το όνομά του συζητείτο ως πιθανή υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Μετά την δικαστική απόφαση, τα πράγματα πήραν την πορεία τους και ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης μεταπηδά στην πολιτική με ένα νέο πολιτικό σχήμα το οποίο έχει σαφή στρατηγικό ορίζοντα, με πρώτο σταθμό τις βουλευτικές εκλογές του 2026 και τελικό στόχο τις προεδρικές εκλογές του 2028. Δεν έρχεται δηλαδή ως κίνημα διαμαρτυρίας, αλλά έχει στόχο την ανάληψη της εξουσίας, για αναθέσμιση, όπως είπε, του κράτους. Προσδιόρισε ιδεολογικοπολιτικά  το κίνημαστο χώρο του ριζοσπαστικού κέντρου που φιλοδοξεί να συνενώσει κεντροδεξιές και κεντροαριστερές πολιτικές.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η δομή, οι συμμαχίες και η κοινωνική απήχηση του νέου σχήματος επαρκούν για να διασφαλίσουν όχι μόνο εκλογική παρουσία, αλλά και πολιτική διαχρονικότητα.

Προς το παρόν, είναι πολύ νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα. Η εξαγγελία της περασμένης Δευτέρας συγκέντρωσε το ενδιαφέρον, χωρίς όμως να προκαλέσει σοκ ή αναστάτωση στο κομματικό σύστημα. Από την άλλη, δεν καταγράφηκαν σοβαρά επικοινωνιακά ή πολιτικά λάθη που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν αρνητικά την αρχική εικόνα της πρωτοβουλίας.

Είναι επίσης ξεκάθαρο πως ο προσανατολισμός αυτής της πολιτικής προσπάθειας είναι η Προεδρία. Οι βουλευτικές εκλογές λειτουργούν ως ενδιάμεσος σταθμός, ένα εργαλείο για την ενίσχυση της πολιτικής παρουσίας, τη διεκδίκηση θέσης στο κοινοβούλιο ή τη δημιουργία συνεργειών με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο, πρόκειται για μια επιλογή υψηλού πολιτικού ρίσκου. Από τη μία, η ίδρυση και λειτουργία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού ενέχει την πιθανότητα να αναπαραχθούν –ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό– οι παθογένειες του κομματικού συστήματος.

Από την άλλη, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο μπορεί να στηριχθεί μια ολόκληρη εκλογική καμπάνια στην προσωπικότητα του Οδυσσέα Μιχαηλίδη– δηλαδή, αν το one man show αρκεί. Όπως επίσης και το κατά πόσο, η καταγγελτική πολιτική, θα μπορεί να συνοδευτεί και από ουσιαστικές προτάσεις που θα δίνουν λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτικών και θα συνδράμουν στην δημιουργία ενός λειτουργικού και εξυπηρετικού κράτους.

Η πολιτική πράξη και η κομματική δράση, ιδίως σε βάθος χρόνου, έχουν απαιτήσεις. Θέλουν: οργάνωση, πολιτική πρόταση, ιδεολογική ταυτότητα, κοινωνική παρουσία. Το εγχείρημα Οδυσσέα Μιχαηλίδη ξεκινά με ισχυρή προσωπική παρακαταθήκη, αλλά καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να υπερβεί τα όρια του προσωποκεντρικού μοντέλου. Σε διαφορετική περίπτωση, κινδυνεύει να ακολουθήσει την τύχη των προκατόχων του.