Το γεγονός δεν αναδείχθηκε στη Λευκωσία. Εκτός κι εάν δεν έγινε γνωστό. Ή αν έγινε δεν δόθηκε σημασία (γιατί άραγε;). Το θέμα αφορά την εφαρμογή της γνωμοδότησης του Διεθνούς Δικαστηρίου από μέρους της Βρετανίας για τα νησιά Τσιάγκος και την παραχώρησή τους στο κράτους του Μαυρίκιου. Το μικρός αυτό κράτος είχε αρχικά προσφύγει το 2017 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και μετά απευθύνθηκε στο Δικαστήριο για γνωμάτευση.

Ένα μικρό κράτος, λοιπόν, παλιά αποικία της Βρετανίας αποφάσισε και αναμετρήθηκε με την- έστω ξεδοντιασμένη- πάλαι ποτέ βρετανική αυτοκρατορία, κέρδισε και ανάγκασε το Λονδίνο να συμμορφωθεί. Να υλοποιήσει την απόφαση. Η εξέλιξη αυτή ανοίγει δρόμους, δημιουργεί και υποχρεώσεις.

Όπως σημείωσε σε άρθρο του την περασμένη Κυριακή στο «Φιλελεύθερο», ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής, Γιαννάκης Ομήρου, «η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης ισχύει ‘’erga omnes’’ δηλαδή έναντι πάντων. Η απόφαση είναι σαφές ότι αφορά και τις παράνομες Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο που συνιστούν επίσης κατάλοιπο αποικισμού. Ακόμα και με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βρετανίας, oι Βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο χαρακτηρίστηκαν ως αποικίες.» Τόνισε δε την ανάγκη όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, να προχωρήσει αμελλητί και τάχιστα στην μελέτη όλων των νομικών και πολιτικών παραμέτρων του θέματος, συνεκτιμούμενες στο ευρύτερο πλαίσιο των στρατηγικών μας επιλογών, με στόχο μια πολιτική που θα θέτει επί τάπητος θέμα απομάκρυνσης των Βρετανικών Βάσεων από την Κύπρο…

Υπενθυμίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είχε επιλέξει τότε- και καλώς- να συμμετάσχει στη δικαστική διαδικασία, ως ενδιαφερόμενο μέρος. Την ίδια ώρα, οι παρεμβάσεις που έγιναν ήταν σημαντικές και χαιρετίσθηκαν κι από το κράτος του Μαυρίκιου, καθώς ενίσχυε την προσπάθεια του. Ωστόσο, δεν υπήρξε συνέχεια. Το επόμενο βήμα έμεινε στα αζήτητα. Και η  επιλογή της μη αξιοποίησης της γνωμοδότησης, συνιστά απόφαση για  διαιώνιση της μεταποικιακής περιόδου στη χώρα μας. Αυτό είναι ξεκάθαρο.

Με τα όσα διαδραματίσθηκαν μεταξύ Μαυρίκιου και Βρετανίας, το Λονδίνο ηττήθηκε. Κέρδισε κατά κράτος το κίνημα από-αποικιοποίησης. Ο νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης- συνέντευξή του στον «Φιλελεύθερο» ( Ιούλιος 2024), ανέφερε πως η απόφαση συνιστούσε- και συνιστά- ένα ισχυρό προηγούμενο και για την Κύπρο. Ανέφερε πως αν και επισημάνθηκαν όμως, ακόμα και από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα, οι αντιστοιχίες της απόφασης για το Τσιάγκος με την Κύπρο, το πολιτικό σύστημα την αγνόησε εξ ολοκλήρου. Είπε πως «η πραγματικότητα είναι πως δεν έχω πειστεί μέχρι σήμερα πως το κυπριακό πολιτικό σύστημα όντως επιδιώκει την αποχώρηση των Βάσεων, εφόσον αυτές εξυπηρετούν ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα».

Είναι προφανές πως η αποαποικιοποίηση δεν αφορά μόνο τον Μαυρίκιο, αλλά όλες τις περιπτώσεις. Η Κύπρος άλλωστε ενδιαφέρθηκε. Δεν είχε μεταβεί στη Χάγη η κυπριακή αποστολή για εκπαιδευτικό σεμινάριο ή για τουρισμό. Υπενθυμίζεται δε πως, κατά τη συζήτηση του θέματος του Μαυρικίου στη Γενική Συνέλευση, υπήρξε ξεκάθαρη τοποθέτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας από του βήματος της συνόδου.

Συνεπώς, όλες αυτές οι παρεμβάσεις και δράσεις, οδηγούν στο διά ταύτα. Η Λευκωσία θα μπορούσε να παρακολουθήσει εκ του μακρόθεν το όλο θέμα και διακριτικά. Δεν το έκανε δηλώνοντας ενδιαφέρον μέρος. Ως εκ τούτου, έχοντας την απόφαση αλλά και την εφαρμογή της από το Λονδίνο, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να καλέσει τη Βρετανία να ξεκινήσουν ένα διάλογο για το καθεστώς των Βάσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία. Κυρίαρχες οι Βάσεις δεν είναι. Αυτό είναι το πρώτο δεδομένο. Το δεύτερο και βασικό είναι η από-αποικιοποίηση. Είναι σαφές πως είναι ένα ζήτημα, που συνδέεται με την πλήρη εφαρμογή της κυριαρχίας της χώρας μας. Γιατί η άσκηση της κυριαρχίας δεν μπορεί να εξαρτάται από τρίτες χώρες, όπως επιδιώκεται από την Τουρκία ούτε να έχει περιορισμούς ή να χρησιμοποιείται ως αποικία, όπως προκύπτει από τη βρετανική συμπεριφορά.