Πόσο παράτζαιρο μπορεί να φαντάζει ένα χρονογράφημα με θέμα τις Απόκριες όταν βρισκόμαστε ήδη στην πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου και στο τριήμερο του Αγίου Πνεύματος με τις μεγάλες πανηγύρεις του Κατακλυσμού; Εκτός τόπου και χρόνου, όπως όταν η πόλη της Λεμεσού, η οποία τόσο δεν χορταίνει πλέον τις Απόκριες που φέτος έκανε mi-carême καρναβάλι, με υψηλούς προσκεκλημένους του δήμου της πόλης μας, τους βασιλιάδες του Ρίο. Λες και γίνεται προσπάθεια ώστε ν’ αλλοτριωθεί περαιτέρω το λεμεσιανό καρναβάλι που απομακρύνεται από τις παραδόσεις και όσα το έκαναν άλλοτε μοναδικό, τότε που ήταν σατιρικό αλλά και καλλιτεχνικό.

Ο Διόδωρος γεννημένος σε οικογένεια λεμεσιανών καρναβαλιστών λάμβανε από μικρός μέρος σε παιδικές παρελάσεις, σε άρματα και σε διαγωνισμούς ενώ συχνά βραβευόταν για τα ευφάνταστα κουστούμια του. Την αγάπη αυτή εμφύσησε και στη σύζυγό του που αν και πρόσφυγας, χωρίς κανένα προηγούμενο δεσμό με τη λεμεσιανή αυτή παράδοση, πολιτογραφήθηκε «λεμεσιανή-καρναβαλίστρια».

Στις Απόκριες όμως του 2025, προς έκπληξη φίλων και συγγενών δεν ήθελε ούτε να μεταμφιεστεί, ούτε να πάει σε bal-masqués. Την Τσικνοπέμπτη, μια μέρα τόσο σημαντική στο συλλογικό ασυνείδητο των λεμεσιανών, όσο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, για πρώτη φορά δεν κατέβηκε στην πλατεία να τσικνώσει. Χωρίς καπέλο, μάσκα ή μια περούκα, ήταν λες και τον έβλεπαν γυμνό οπότε και η οικογένειά του ανησύχησε. Φοβήθηκαν μάλιστα μήπως αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια άνοιας, εκτός κι αν είχε πάθει ελαφρύ εγκεφαλικό. Προσπάθησαν να τον πείσουν να συμβουλευτεί γιατρό.

«Μα επιτέλους τι έγινε παπά;» τον ρωτούσαν. Τι να έλεγε, πως φέτος δεν είχε κέφια και θα ένιωθε ακόμη πιο αξιοθρήνητος, αν προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό του, χορεύοντας πομπολέρο στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης; Πενθούσε τις χιλιάδες νεκρούς άμαχους παλαιστίνιους, τους νεκρούς ισραηλινούς ομήρους, τους ουκρανούς και ρώσους στρατιώτες και αμάχους. Ανησυχούσε για τη νέα τάξη πραγμάτων με την επανεκλογή του Donald Trump ως πλανητάρχη και του Elon Musk ως δεξί του χέρι. Από πού να αντλήσει αισιοδοξία, από την άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη, το Κυπριακό, το Ουκρανικό, το Κουρδικό ή το Συριακό;

Φέτος για πρώτη φορά πήγε στην εκκλησία -στα κρυφά- για να μην τον κοροϊδέψει η γυναίκα του, με μια μακρά λίστα ονομάτων, αγαπημένων κεκοιμημένων, αφού πρώτα έπιασε κόλλυβα και πρόσφορο από τον φούρνο. Το Ψυχοσάββατο πήγε στην κηδεία της πενταμελούς οικογένειας που τόσο τραγικά και παράλογα έχασαν τη ζωή τους σε πυρκαγιά στην πόλη του. Κανείς δεν φανταζόταν πως θα ακολουθούσαν άλλες δύο πυρκαγιές με θύματα τρεις νέους άντρες.

Στην πόλη του γλεντιού, την απαστράπτουσα πόλη του, τη λαμπερή με το μοντέρνο πρόσωπο-προσωπείο της ευμάρειας και της πολυτέλειας, συμπολίτες του δεν έχουν επαρκή και ασφαλή μέσα να ζεσταθούν ή να στεγαστούν. Η πόλη κρύβει το αληθινό της πρόσωπο πίσω από μια αστραφτερή μάσκα, ενώ κάτω από τη σκιά των πύργων ζουν οικογένειες στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχιας.

Το δεύτερο Σαββατοκύριακο των Απόκριων ενώ κατευθυνόταν προς τον μόλο για να συμμετάσχει στην διαδήλωση για τα Τέμπη, περνώντας από το στενότερο δρομάκι της πόλης, την οδό Ιερουσαλήμ, είδε ανάμεσα σε άλλα ένα γκρουπ από κουστουμαρισμένους κύριους που νόμισε πως παρίσταναν την ιταλική μαφία. Τελικά έκανε λάθος, ήταν μια ομάδα μασόνων που ετοιμαζόταν να μπει στη στοά, έχοντας συνεδρία ή τελετή, υπό άκρα μυστικότητα, εννοείται.

Η γυναίκα του, μετά το κομμωτήριο -ίσιο πιττωμένο μαλλί- έκανε μια μάσκα ομορφιάς, φόρεσε το αποκριάτικο οσκαρικό κουστούμι της και έφυγε με τις φίλες της για τον χορό του σωματείου τους.

-Ίντα δικαιολογία να πω που εν ήρτες στον χορό; Να πω πως έχεις γρίππη Α΄; τον ρώτησε
-Πες τους απλά πως εν είχα όρεξη.
-Μα χάννεις; Θέλεις να μας φκάλουν πελλούς;

Ο Διόδωρος, αυτός ο Μέγας Καρναβαλιστής, είχε έρθει για πρώτη φορά στη ζωή του, αντιμέτωπος με τον Μέγα Ιεροεξεταστή. Οπότε και θέλησε να κρατήσει ατόφια και καθαρά τα συναισθήματα και το πρόσωπό του, χωρίς μάσκες και προσωπεία. Να μείνει σπίτι με τον εαυτό του και έστω για μια φορά να μην το παίξει χαρούμενος, καρναβαλιστής -ολέ ολά- και να μην υποκύψει στον καταναγκασμό του λεμεσιανού καρναβαλιού, που πρέπει εδώ και τώρα να ξεφαντώσεις.

Καλό εορταστικό τριήμερο εύχομαι, με τους βρακάδες με τις ποδίνες και τις χωριατοπούλες με την κούζα στον ώμο, που τους πετούν στον αέρα πίδακες νερού ή που κάνουν θαλάσσιο σκι και μετατρέπονται σε θέαμα ώστε ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες να γελούν με την ψυχή τους.

Κάποιοι άλλοι παραμένουν νοσταλγοί του «πάμπορου», των μαούνων που έπαιρναν τον κόσμο βαρκάδα από την αποβάθρα ως τα αγκυροβολημένα πλοία. Εποχές μακρινές που για τον μέσο Κύπριο «Το μόνο της ζωής του ταξείδιον» ήταν αυτό των ελάχιστων χιλιομέτρων που του χάριζε όμως απέραντη χαρά.

Καλά πρώτα θαλάσσια μπάνια!