Σε μια εποχή που οι πολίτες απαιτούν περισσότερη διαφάνεια, περισσότερη λογοδοσία και λιγότερο αυταρχισμό, η Κυπριακή Δημοκρατία μοιάζει να βαδίζει στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Το παράδειγμα της έρευνας που διεξάγεται εις βάρος του Οδυσσέα Μιχαηλίδη δεν είναι απλώς ένα νομικό ατόπημα ή μια επιλεκτική επίδειξη σπουδής. Είναι κάτι βαθύτερο και σκοτεινότερο: Μια απροκάλυπτη απόπειρα φίμωσης. Μια συντονισμένη επιχείρηση πολιτικής και επικοινωνιακής εξόντωσής του. Που, δυστυχώς, επεκτείνεται με ανησυχητική ευκολία και εμπλέκει τους δημοσιογράφους.

Με πρόσχημα τις δηλώσεις Μιχαηλίδη, οι οποίες αφορούσαν το θεσμικό σοκ της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την παύση του, οι διωκτικές αρχές δεν περιορίστηκαν να τον καλέσουν για εξηγήσεις. Προχώρησαν και σε κλήση δέκα δημοσιογράφων, οι οποίοι υπέπεσαν στο «αδίκημα» να τον φιλοξενήσουν σε τηλεοπτικές τους εκπομπές. Κλήθηκαν να δώσουν κατάθεση και να προσυπογράψουν απομαγνητοφωνήσεις. Σαν να μην ήταν όλα αυτά δημόσια και καταγεγραμμένα. Σαν να μην τα άκουσαν χιλιάδες πολίτες ώστε να είναι αδιαμφισβήτητα.

Η Ένωση Συντακτών Κύπρου αντέδρασε όπως όφειλε: «Η δημοσιογραφική εργασία δεν μπορεί να είναι ποινικά κολάσιμη», ανέφερε μεταξύ άλλων. Και υπογράμμισε ότι οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να σύρονται για κατάθεση κάθε φορά που κάποιος αποφασίζει ότι δεν του άρεσε μια εκπομπή ή μια άποψη που εκφράστηκε.

Η καθόλα αξιοκατάκριτη στάση των εισαγγελικών και αστυνομικών Αρχών, έτυχε -ευτυχώς- και πολιτικής αντίδρασης. Διότι αν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο χώρο της πολιτικής σιγούσαν, η κατάσταση θα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνη. Το ΑΚΕΛ έκανε λόγο για «κλίμα αυταρχισμού, φίμωσης της κριτικής και καλλιέργειας συνθηκών αυτολογοκρισίας». Κι έχει απόλυτο δίκιο. Διότι το μήνυμα είναι σαφές: «Όποιος τολμήσει να φιλοξενεί ανεπιθύμητους, θα έχει συνέπειες».

Ο δικηγόρος Μιχάλης Παρασκευάς το περιέγραψε πολύ εύστοχα χθες. Το φαινόμενο αυτό έχει όνομα στη διεθνή νομική και πολιτική βιβλιογραφία: “Chilling effect”, ή όπως αποδίδεται στα ελληνικά, αποτρεπτική επίδραση. Είναι η διαδικασία όπου ο φόβος ποινικής ή άλλης δίωξης οδηγεί σε αυτολογοκρισία.

Στην Κύπρο όμως, η ευαισθησία των Αρχών είναι επιλεκτική και εντυπωσιακά εστιασμένη. Είχαμε αναρίθμητες σοβαρές υποθέσεις: σκάνδαλα, χρυσά διαβατήρια, θεσμικά εγκλήματα συγκάλυψης, ακόμη και καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας. Δεν υπήρξε τέτοια σπουδή, τέτοια επιμονή. Τέτοιος ζήλος για να κληθούν μάρτυρες, να ληφθούν καταθέσεις, να ασκηθεί δίωξη για «καταφρόνηση». Αν δείχνατε τέτοια σπουδή και σε αυτά κύριε Εισαγγελέα…

Μοιάζει λοιπόν να έχουμε μια Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων: Αυτή που χρονοτριβεί όταν πρόκειται για ημέτερους και αυτή που ξιφουλκεί όταν κάποιος αγγίζει τα ιερά και τα όσια της καθεστωτικής αυταρέσκειας. Από τη μια η Γενική Εισαγγελία της άνευ εξηγήσεων αναστολής ποινικών διώξεων (ακόμη και όταν πορίσματα ποινικών ανακριτών τις εισηγούνται). Από την άλλη, η Γενική Εισαγγελία που συγκεντρώνει και την τελευταία λέξη που εκστόμισε μετά την παύση του ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης. Με προφανή στόχο να τον σύρει σε μια νέα ανάλογη διαδικασία. Μια ματιά στο χειρισμό της υπόθεσης Θανάση Νικολάου συγκριτικά με την σπουδή που επιδεικνύεται για μια δήλωση του Οδυσσέα είναι αρκετή για να βγει κάποιος από τα ρούχα του.

Ακόμη πιο οξύμωρο είναι ότι επιχειρείται να παρουσιαστούν οι δηλώσεις Μιχαηλίδη ως «καταφρόνηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου», παρότι το ίδιο το Συμβούλιο που εξέτασε την υπόθεση, ξεκαθάρισε εγγράφως στη γνωστή υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου ότι δεν είναι δικαστήριο: «Δεδομένων, όμως, των καθηκόντων του παρόντος Συμβουλίου, το οποίο δεν είναι Δικαστήριο…» ανέφερε επί λέξει το 2015, ο τότε πρόεδρος του Ανωτάτου Μ. Νικολάτος, απορρίπτοντας την αίτηση για εξαίρεσή του. Πώς γίνεται λοιπόν το Συμβούλιο να μην είναι Δικαστήριο, αλλά να γίνεται αυτομάτως Δικαστήριο όταν διατυπώνονται επικριτικές απόψεις για την απόφασή του;

Αυτή τη φορά, όμως, η στοχοποίηση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη έχει πολιτική διάσταση. Πολλοί θεωρούν ότι ο πραγματικός λόγος της λύσσας εναντίον του είναι ο φόβος ότι μπορεί να αποκτήσει ισχυρό πολιτικό έρεισμα. Το κόμμα που ίδρυσε τους φοβίζει. Η δημοφιλία του είναι απειλή. Και η φίμωσή του είναι επιβεβλημένη. Θέλουν να τον τελειώσουν πριν αποκτήσει περισσότερη δύναμη. Όμως, η Ιστορία απέδειξε πολλές φορές ότι όποιον φίμωσαν, τελικά τον άκουσαν πολύ περισσότεροι.

Πέρα, όμως, από το τι ο καθένας πιστεύει για τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, υπάρχει κάτι πολύ χειρότερο σε αυτή την πρωτοφανή υπόθεση. Επιχειρούν ξεκάθαρα να εκφοβίσουν και τους δημοσιογράφους. Να τους θέσουν σε ρόλο λογοκριτή του εαυτού τους. Να μετρούν τις λέξεις, τις φιλοξενίες, τα πρόσωπα. Μην τυχόν ενοχλήσουν κάποιους. Αυτή η συνθήκη, αγαπητοί εισαγγελείς, δεν λέγεται Δημοκρατία. Έχει άλλα ονόματα. Παραπέμπει σε παλιές σκοτεινές περιόδους.

Ο δημοσιογράφος δεν είναι αστυνομικός, ούτε υφιστάμενος της Εισαγγελίας. Δεν απολογείται για το ποιον καλεί. Δεν απολογείται για το τι ρωτά. Δεν απολογείται επειδή δίνει βήμα σε έναν πρώην θεσμικό λειτουργό και νυν πολιτικό, που κατήγγειλε ενδεχόμενες εκτροπές. Αν κάποιοι δεν αντέχουν τέτοιες φωνές, να γνωρίζουν ότι δεν θα τους επιτρέψουμε να μας στρέψουν σε εποχές του φόβου. Διότι αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο το μέλλον του όποιου Οδυσσέα. Είναι η ίδια η ελευθερία μας.