Σε μια χώρα όπου η ανάληψη ευθύνης συχνά εκλαμβάνεται ως αδυναμία και η δημόσια διαφωνία με την εξουσία ως πράξη εχθρότητας, δύο άνθρωποι επέλεξαν να σταθούν όρθιοι. Να πράξουν το σωστό, όχι το βολικό. Και αξίζουν να αναγνωριστούν, γιατί δεν τους συναντάμε συχνά στην Κύπρο. Ο πρώτος είναι ο ποινικός ανακριτής Θανάσης Αθανασίου. Ο δεύτερος, ο καθηγητής Ανδρέας Καπαρδής. Διαφορετικές περιπτώσεις με μια κοινή συνισταμένη: Η απόδειξη αξιοπρέπειας, ευθύνης και ήθους.
Ο κ. Αθανασίου, ένας εκ των ποινικών ανακριτών που ανέλαβαν να επανεξετάσουν την υπόθεση της φρικτής δολοφονίας του Θανάση Νικολάου, δεν άντεξε την προσβολή. Ούτε και να μείνει σιωπηλός. Βγήκε δημόσια -αδιαφορώντας για ενδεχόμενο προσωπικό και επαγγελματικό κόστος, αφού είναι δικηγόρος- και διατύπωσε την κάθετη διαφωνία του με την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην προχωρήσει σε ποινικές διώξεις εναντίον όσων, κατά την εκτίμηση των ανακριτών, φέρουν ευθύνη για σοβαρές παραλείψεις. Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με την επιστολή του προς τον δικηγόρο της οικογένειας του Θανάση, ούτε λίγο ούτε πολύ, είχε αδειάσει τους ποινικούς ανακριτές. Ο κ. Αθανασίου δεν ποίησε τη νήσσα.
Δεν επιδίωξε προσωπική προβολή. Δεν απάντησε καν σε ερωτήσεις. Απλώς, κάλεσε τον Γενικό Εισαγγελέα να επανεξετάσει την απόφασή του και, εφόσον η οικογένεια του Θανάση αποφασίσει να καταχωρίσει ιδιωτικές ποινικές διώξεις, να μην τις διακόψει. «Αφήστε τη Δικαιοσύνη να αποφασίσει», ήταν το μήνυμά του. Ξεκάθαρο. Τίμιο. Δίκαιο. Και ντόμπρο.
Ο Θανάσης Αθανασίου δεν είπε κάτι ριζοσπαστικό. Ζήτησε απλώς το αυτονόητο: Να κριθούν δικαστικά -και όχι γραφειοκρατικά από μερικούς εντός της Νομικής Υπηρεσίας- οι ενέργειες ή παραλείψεις εφτά προσώπων, για τους οποίους το πόρισμα των ανακριτών διατυπώνει σαφείς επισημάνσεις περί ενδεχόμενης παραμέλησης καθήκοντος.
Σε μια Κύπρο, όπου επί 20 χρόνια συγκαλύπτεται η δολοφονία ενός εθνοφρουρού, το να τολμά κάποιος να υποστηρίζει τη θέση του δημοσίως, κόντρα στους… πανίσχυρους Εισαγγελείς, παραείναι γενναίο. Και σίγουρα αξιοπρόσεκτο.
Ο δεύτερος άνθρωπος που αξίζει σήμερα δημόσιας αναγνώριση είναι ο Ανδρέας Καπαρδής. Δεν ευθύνεται προσωπικά για το ότι o συγκεκριμένος προπονητής/διαιτητής καράτε, προσκλήθηκε σε δημόσιο σχολείο, στο πλαίσιο προγράμματος της Εθνικής Σχολής Δεοντολογίας, εν αγνοία της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού ότι εις βάρος του εκκρεμούν κατηγορίες για σοβαρά αδικήματα
Κι όμως, σε μια χώρα που ο κανόνας είναι «δεν ξέραμε», «δεν φταίμε», «δεν παραιτούμαστε», ο κ. Καπαρδής μετουσίωσε σε πράξη την έννοια της ευθιξίας. Παραιτήθηκε από την προεδρία της Επιτροπής Δεοντολογίας και Προστασίας του Αθλητισμού, χωρίς φανφάρες. Χωρίς δικαιολογίες. Χωρίς κατηγορώ.
Παραιτήθηκε επειδή έτσι πρέπει να γίνεται όταν φέρεις θεσμική ευθύνη, ακόμα και αν δεν ευθύνεσαι προσωπικά. Όχι για να φύγει. Αλλά για να προστατεύσει τον θεσμό. Για να μη χαθεί η εμπιστοσύνη του πολίτη. Για να δείξει στους επόμενους πώς πρέπει να λειτουργεί η αξιοπρέπεια στη δημόσια ζωή. Κάποιος, βεβαίως, μπορεί να αντιτάξει ότι δεν κατείχε και κανένα μεγάλο αξίωμα (π.χ. υπουργού) άρα το κόστος δεν είναι μεγάλο. Εντούτοις, όμως, η πράξη είναι αξιοσημείωτη. Επειδή ακριβώς η ευθιξία είναι έννοια σχεδόν άγνωστη στο δημόσιο βίο του τόπου μας.
Σε κάθε άλλη χώρα, τα παραδείγματα των Αθανασίου και Καπαρδή δεν θα έχριζαν ιδιαίτερης μνείας. Θα ήταν σύνηθες φαινόμενο. Στην Κύπρο, όμως, όπου η ατιμωρησία διαχέεται και η παραίτηση θεωρείται αδυναμία, τέτοιες πράξεις ξεχωρίζουν.
Επειδή μέσα στο γενικό βούρκο στον οποίο παραμένει εγκλωβισμένη η δημόσια ζωή, τέτοιες αναλαμπές δείχνουν πως υπάρχει ακόμα ελπίδα για δημόσιους λειτουργούς, που σέβονται τον εαυτό τους, το καθήκον τους και την κοινωνία που υπηρετούν.
Ο Θανάσης Αθανασίου και ο Ανδρέας Καπαρδής αξίζουν κάτι που δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να πούμε σε αυτό τον τόπο: Ένα δημόσιο «εύγε». Για την τόλμη. Για την ευθιξία. Γιατί θύμισαν πως το δημόσιο συμφέρον δεν είναι υπόθεση σιωπής, βολέματος και κουκουλώματος αλλά συνείδησης.
Ας ευχηθούμε να μην είναι οι τελευταίοι…