Πού θα καταλήξει αυτή η νέα περιπέτεια του κυπριακού κράτους είναι ένα μυστήριο. Όμως, αυτό που δεν είναι μυστήριο είναι πως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η συνέχεια μιας άλλης περιπέτειας, που ξεκίνησε το 2022, και που η Νομική Υπηρεσία, δηλαδή το κράτος, δεν επέτρεψε να ολοκληρωθεί για να βγει η αλήθεια στο φως και να λήξει εκεί.

Ήταν η προηγούμενη άγρια κόντρα της Άννας Αριστοτέλους, που ήταν τότε διευθύντρια φυλακών και του αξιωματικού της Αστυνομίας Μιχάλη Κατσουνωτού, που ήταν διοικητής της ΥΚΑΝ. Οι λεπτομέρειες της σύγκρουσης στα ρεπορτάζ, εδώ θα πούμε μόνο την κατάληξη: Υπό την πίεση του δημόσιου αναβρασμού που είχε προκληθεί, ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε τον Αχιλλέα Αιμιλιανίδη ως Ποινικό Ανακριτή για να διεξάγει ποινική έρευνα. Μετά από έρευνα 117 ημερών και σύνταξη πορίσματος 600 σελίδων, ο Αιμιλιανίδης εντόπισε ότι ο ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας, Μιχάλης Κατσουνωτός, φαίνεται να διέπραξε το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας και το αδίκημα της συνωμοσίας. Και εισηγήθηκε την ποινική του δίωξη του γι΄ αυτά τα αδικήματα.

Οι επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας, μελετούσαν το πόρισμα επί τρεις μήνες και τελικά αποφάσισαν ότι γι΄ αυτά τα αδικήματα, που τιμωρούνται μέχρι και με φυλάκιση δύο χρόνων, δεν πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά μόνο πειθαρχική. Κι αυτό, όπως ανακοίνωσαν τότε, διότι δεν στοιχειοθετείται αδίκημα διαφθοράς «με την έννοια του ότι αυτός απέβλεπε με κάποια πράξη του σε κέρδος» και «δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την προώθηση ποινικής υπόθεσης εναντίον του».

Πήγαν, λοιπόν, στράφι οι 600 σελίδες του ποινικού ανακριτή, που ερευνούσε την υπόθεση επί 117 μέρες. Στη συνέχεια, όμως, η Άννα Αριστοτέλους και η Αθηνά Δημητρίου, επιμένοντας προφανώς να ξεκαθαρίσει η υπόθεση αφού ένιωθαν αδικημένες, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ιδιωτική ποινική δίωξη για διαφθορά και όπως επιβάλλεται ζήτησαν άδεια από τον Εισαγγελέα για να ασκήσουν το δικαίωμά τους. Ο Εισαγγελέας απέρριψε το αίτημα και, στη βάση του πορίσματος του ποινικού ανακριτή, προχώρησαν σε δίωξη για τρία άλλα αδικήματα που αφορούσαν συνωμοσία και καταστροφή αποδεικτικού στοιχείου και για τα οποία δεν χρειαζόταν η συγκατάθεση του Εισαγγελέα.

Δυο μέρες πριν να ξεκινήσει στο δικαστήριο αυτή η ιδιωτική δίωξη παρενέβη ο Γενικός Εισαγγελέας και την ανέστειλε με βάση το Άρθρο 113 του Συντάγματος το οποίο του δίνει αυτή την εξουσία «κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον».

Έτσι έμεινε στη μέση εκείνη η ιστορία, που απασχόλησε επί μήνες την κοινή γνώμη. Αν επέτρεπε ο Εισαγγελέας τη δίκη και υπήρχε απόφαση δικαστηρίου θα είχε λήξει. Η Αριστοτέλους διορίστηκε Επίτροπος Ανθρωπιστικών Θεμάτων Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων και αν. διευθύντρια του υπουργείου Άμυνας, η Δημητρίου διορίστηκε στην Ελεγκτική Υπηρεσία και ο Κατσουνωτός έγινε βοηθός αρχηγός Αστυνομίας. Δηλαδή, ως να μην συνέβη τίποτε, διαγράφηκε όλη η περιπέτεια και η ταλαιπωρία και των ίδιων αλλά και της κοινωνίας και του κράτους.

Στην πραγματικότητα δεν διαγράφηκε τίποτε. Οι πληγές έμειναν ανοικτές και τώρα με μια άλλη παράλληλη αφορμή κακοφόρμισαν ξανά. Για να καταγγέλλει η Αριστοτέλους ότι έστησαν σκευωρία εναντίον της ως συνέχεια εκείνης της ιστορίας και να προειδοποιεί ο Κατσουνωτός ότι θα πάρει εναντίον της νομικά μέτρα. Το κράτος πού είναι; Ακολουθεί τις διαδικασίες, λέει. Και ποιος εγγυάται ότι αυτή τη φορά θα φτάσουν οι διαδικασίες στο τέλος τους;

Πρέπει να δοθούν απαντήσεις. Με σαφήνεια. Και τάχιστα. Όχι μόνο για το πόσα έγγραφα βρέθηκαν στο σπίτι του δεσμοφύλακα, αν είναι 300 χιλιάδες (αν είναι δυνατό!) ή 300 ή 80. Αλλά ακόμα και για το τι τα ήθελαν τα κρατικά έγγραφα στο σπίτι. Τι και ποιον εξυπηρετούσε αυτό; Όχι μόνο για το αν ο ανακριτής έλεγε όντως ότι θέλει το κεφάλι της Άννας Αριστοτέλους επί πίνακι. Αλλά και για το πώς διάολο να περιμένουμε ότι οι κρατικοί αξιωματούχοι εργάζονται και συνεργάζονται για το δημόσιο συμφέρον όταν τα παρακολουθούμε όλα αυτά;