Αν πρέπει να καταφεύγουμε στο ΕΔΑΔ για να έχουμε μια δίκαιη δίκη, τι χρειαζόμαστε τα δικαστήριά μας;

Η δικαίωση –για να παραφράσω το γνωστό ρητό– είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Έτσι, όταν αυτή η δικαίωση, την οποία περίμενα επί 18 χρόνια με υπομονή (ψέματα, ανυπομονούσα, ήλπιζα, αμφέβαλλα…) ήρθε επιτέλους, αποφάσισα να την αφήσω να… κρυώσει λίγο ώστε να σερβίρω ψύχραιμα τα σχόλιά μου όπου δει. Πριν δέκα μέρες λοιπόν, στις 3 Ιουλίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), στο οποίο προσφύγαμε από κοινού το 2022 ο «Φ» κι εγώ, αποφάνθηκε τελεσίδικα [εδώ και περίληψη εδώ και εδώ] ότι τα κυπριακά δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί ελευθερίας της έκφρασης, ανατρέποντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το οποίο είχε χαρακτηρίσει συκοφαντικό το επίδικο κείμενό μου, άρθρο γνώμης στον «Φ» της 1/7/2007 με τίτλο «Ιδιοκτησία – Αξιοπρέπεια 1-0». Σχολίαζα άρθρο του δικηγόρου Κωνσταντή Καντούνα που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» πριν λίγες μέρες. Με δυο λόγια, επέκρινα την ενέργειά του να δώσει χρήματα για να «αγοράσει» ξανά έναν πίνακα του Γ. Πολ. Γεωργίου που είχε κλαπεί από το σπίτι της οικογένειάς του στα κατεχόμενα, το θεώρησα αναξιοπρεπές και το παρομοίασα με πληρωμή λύτρων στους κλέφτες.

Αντίθετα με τα κυπριακά δικαστήρια, το ΕΔΑΔ αποφάσισε πως τα όσα έγραψα αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος δημόσιου διαλόγου και όχι επίθεση κατά του προσώπου του κ. Καντούνα. Έκρινε ότι διατύπωσα αξιολογικές κρίσεις βασισμένες στο δικό του άρθρο, έστω και αν χρησιμοποίησα υπερβολικές ή προκλητικές εκφράσεις. Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρώ το σημείο της απόφασης όπου επικρίνονται οι δικαστές, αφενός για την υπερβολικά περιοριστική απόφασή τους, αφετέρου για την επιμονή τους να υποδεικνύουν στους δημοσιογράφους με ποιον τρόπο και με ποιες εκφράσεις θα συντάσσουν τα κείμενά τους. Αυτή η τάση κάποιων δικαστών να αποφασίζουν με υποκειμενικά κριτήρια, σύμφωνα με τις προσωπικές τους ιδέες και προκαταλήψεις, ιδιαιτέρως σε μια υπόθεση δημοσίου συμφέροντος όπως τη χαρακτήρισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ξεφεύγει από την ουσία της δίκαιης δίκης.

Στην πραγματικότητα, τα κυπριακά δικαστήρια είχαν να κρίνουν μια πολύ απλή υπόθεση, την οποία ωστόσο κατάφεραν να παρερμηνεύσουν πλήρως: Το ζητούμενο δεν ήταν να αποφασίσουν ποιος είχε δίκιο. Όπως ο κ. Καντούνας στο δικό του άρθρο περιέγραφε τις ενέργειές του θεωρώντας πόσο καλά έκανε, το ίδιο δικαίωμα είχα κι εγώ να διαφωνήσω μαζί του. Κάθε δημοσίευμα είναι a priori αντικείμενο δημοσίου διαλόγου και η κριτική του πρέπει να θεωρείται αναμενόμενη, παρατηρεί το ΕΔΑΔ. Αν λοιπόν σε μια τόσο απλή υπόθεση οι δικαστές αποτυγχάνουν να διακρίνουν το υπό κρίσιν αντικείμενο και αποφασίζουν υποκειμενικά, θέτουν οι ίδιοι σε επικίνδυνη ανυποληψία το σύστημα απονομής δικαιοσύνης που υπηρετούν. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η πρωτόδικη δικαστής ήταν σχετικά άπειρη, τι να πούμε για την επίδειξη ελλειμματικής κρίσης από τους πολύπειρους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (μεταξύ των οποίων ο πρόεδρός του κ. Αντώνης Λιάτσος), οι οποίοι ομόφωνα επικύρωσαν τη λανθασμένη πρωτόδικη απόφαση;

Ο χειρισμός της υπόθεσης αυτής, που ουσιαστικά δεν θα έπρεπε καν να είχε οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, αποδείχθηκε πολλαπλώς επιζήμιος: Επί 18 χρόνια σπαταλήθηκαν οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι, εργάστηκαν δικηγόροι, δικαστές, γραμματείς, βοηθητικό προσωπικό, χάθηκε πολύτιμος χρόνος από όλους τους εμπλεκόμενους. Επιπλέον, όπως παρατηρεί το ΕΔΑΔ, τέτοιες υπερβολικές αποφάσεις συντείνουν στην αύξηση των εκφοβιστικών αγωγών κατά δημοσιογράφων οι οποίες, αν συνυπολογιστεί και το δυσανάλογο ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται, ενδέχεται να επιφέρουν ανεπιθύμητη σίγαση (chilling effect) σε θέματα δημοσίου συμφέροντος – τα λεγόμενα SLAPP (Strategic Lawsuits Against Public Participation, δηλαδή Στρατηγικές Αγωγές Κατά της Συμμετοχής του Κοινού) που δεν αφορούν μόνο τους εργαζόμενους στον Τύπο. Ο ΟΗΕ ζητά από τα κράτη να λάβουν «anti-SLAPP» νομοθετικά μέτρα ώστε να απορρίπτονται τέτοιου είδους αγωγές σε πρώιμο στάδιο, όμως νόμοι ποινικοποίησης της δυσφήμισης εξακολουθούν να υπάρχουν στην Ευρώπη.

Οι δικαστές –και όχι μόνο αυτοί– θα πρέπει να μάθουν επιτέλους να διακρίνουν την «επινόηση της προσβολής» από την πραγματική προσβολή, εκείνη που θέτει σε κίνδυνο ανυπεράσπιστους ανθρώπους ή ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, οι οποίοι υπερασπίστηκαν στο ΕΔΑΔ τις λανθασμένες αποφάσεις των Κυπρίων δικαστών. «Οι δικαστές δεν είναι αναλώσιμοι», είπε ο κ. Αγγελίδης, αλλά αν δεν κάνουν σωστά τι δουλειά τους τι να τους κάνουμε; Ας πηγαίνουμε κατευθείαν στο ΕΔΑΔ, θα μας στοιχίζει λιγότερο και θα είναι πιο σύντομο. Δεν χρειάζεται να παραιτούνται οι δικαστές που κάνουν χονδροειδή λάθη, όμως θα πρέπει να έχουν επιπτώσεις. Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί μόνο να κρίνει αλλά και να κρίνεται – ενδεχομένως και να δικάζονται όσοι αποδεικνύονται επιζήμια ανεπαρκείς.

Μόνο στην περίπτωση του «Φ», κάθε πολίτης θα πληρώσει για το λάθος τους, μέσω των έμμεσων και άμεσων φόρων, γύρω στα δύο και κάτι ευρώ, περίπου 7 με 10 κάθε οικογένεια. Η μεγαλύτερη ζημιά όμως είναι ότι η κοινή γνώμη, ακόμα κι αν δεν έχει πάντα δίκιο, απαξιώνει τους θεσμούς όλο και περισσότερο. Θα ανέμενα μια δημόσια συγγνώμη από τον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου για λογαριασμό όλων των δικαστών, όπως και από τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, όχι τόσο προς εμένα και την εφημερίδα όσο προς τους πολίτες. Η παραδοχή σφαλμάτων δεν είναι έκφραση αδυναμίας αλλά το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν μια καλή αρχή για όλους.

(Παρεμπιπτόντως, η ηγεσία της Ένωσης Συντακτών Κύπρου φαίνεται πως είναι σε… σιέστα. Μια τόσο σημαντική απόφαση για το σύνολο των Ευρωπαίων δημοσιογράφων δεν άξιζε ούτε μία ανακοίνωσή της;)

chrarv@philelefheros.com

MINORITY REPORT, 13.07.2025