Τελικά, η εξαγγελία του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους θα αλλάξει κάτι στο Μεσανατολικό ή όχι; Και εάν ναι, τι;
Για να απαντήσει κάποιος το ερώτημα αυτό, η βάση πρέπει να είναι μια λιγότερο γνωστή πραγματικότητα: Από τα 193 μέλη του ΟΗΕ τα 147 ήδη το αναγνωρίζουν, και μάλιστα τα πλείστα από το 1988.
Μιλάμε για τα 3/4 των κρατών του πλανήτη. Ναι υπάρχουν «ηχηρά» ονόματα στην αντίπερα όχθη, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Βρετανία ενώ οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, δεν έχουν κάνει την κίνηση, γνωρίζοντας πως και όλα τα κράτη του κόσμου να το κάνουν, πάλι δεν αλλάζει κάτι απαραίτητα.
Αρκετά δε, συμφωνούν ότι στη διάρκεια ενός πολέμου ο οποίος ξεκίνησε από την 7η Οκτωβρίου με τις κτηνωδίες της Χαμάς και με ομήρους ακόμη στα χέρια των τρομοκρατών, μια τέτοια κίνηση αναπόφευκτα στέλνει το μήνυμα ότι οι σφαγές αποτελούν μέρος κάποιου «αγώνα» ώστε οι Παλαιστίνιοι να «ελευθερώσουν» γη η οποία «τους τους ανήκει».
Η πραγματικότητα πέρα από τα όσα η πρότερη Ιστορία μαρτυρεί είναι πως το Ισραήλ είναι ένα αναγνωρισμένο και από τους Παλαιστινίους κράτος. Μάλιστα οι Συνθήκες του Όσλο δεν ενέταξαν στα εδάφη που αναγνωρίστηκαν ως μέρος της Παλαιστινιακής Αρχής την Ιερουσαλήμ, ούτε τους οικισμούς στη Δυτική Όχθη – για τα οποία όμως το καθεστώς παραμένει ως μέχρι να υπάρξει νέα συμφωνία.
Ξεκάθαρο μάλιστα είναι πως ο εναέριος χώρος των περιοχών της Παλαιστινιακής Αρχής, οι ακτές της Γάζας η είσοδος στις οποίες απαιτεί την άδεια του Ισραήλ αλλά και τα χερσαία σύνορα διατηρούνται με τις Συμφωνίες στον αποκλειστικό έλεγχο του Ισραήλ. Τα σύνορα του οποίου παραβίασαν οι τρομοκράτες την 7η Οκτωβρίου.
H κίνηση του Εμανουέλ Μακρόν δεν ήρθε από το πουθενά. Και η χρονική στιγμή επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαία.
Ο Μακρόν, έχοντας αντιληφθεί ότι η εικόνα του Ισραήλ έχει τρωθεί όσο ποτέ άλλοτε και με δεδομένο ότι οι σχέσεις του με τους Γάλλους Εβραίους, την τρίτη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα, ποτέ δεν υπήρξαν άψογες, αποφάσισε ότι το κλίμα ήταν ευνοϊκό για κινηθεί προς μία κατεύθυνση υποδυόμενος τον… ευαίσθητο ηγέτη.
Η πραγματικότητα είναι απλή. Η Γαλλία βλέποντας τις τεράστιες οικονομικές, ενεργειακές και άλλες προοπτικές που διανοίγονται πλέον στη Μέση Ανατολή, προσπαθεί να επανακτήσει κάτι από τον άλλοτε καθοριστικό της ρόλο στην περιοχή ο οποίος έχει μειωθεί δραματικά.
Η κίνηση προς τη Σαουδική Αραβία για τη Διάσκεψη για το Παλαιστινιακό και πολλά άλλα βήματα που έγιναν, αφορούσαν αυτήν ακριβώς την επιδίωξη έναντι του νέου επενδυτικού και οικονομικού τοπίου.
Αλλά και προσωπικά ο Μακρόν έκρινε πως το πιο πάνω μαζί με τα εννέα εκατομμύρια μουσουλμάνων της Γαλλίας σήμερα – το 2010 ήταν 7.5%, το 2020 ήταν 10%, σήμερα είναι 13% του πληθυσμού – του είναι πιο χρήσιμο εκλογικά από το μισό εκατομμύριο Γάλλους Εβραίους.
Ο Μακρόν φαίνεται ότι δεν πτοείται από τη ραγδαία άφιξη του ισλαμισμού στη χώρα η οποία διώχνει όλο και περισσότερους Εβραίους (50.000 έφυγαν για το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια) ούτε καν από την έρευνα και έκθεση της ίδιας της Γαλλικής Δημοκρατίας πέρσι, η οποία έδειξε αυτό που ο υπουργός Εσωτερικών του περιέγραψε ως «ξεκάθαρη απειλή για τη χώρα» αναφερόμενος στην εξάπλωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας η οποία πλέον όπως και αλλού έχει διεισδύσει παντού, ενώ οδηγεί μεθοδικά τους μουσουλμάνους της Γαλλίας προς τον ισλαμισμό και τον Ισλαμικό Νόμο, τη Σαρία.
Είναι λοιπόν, φανερό, πως ο Μακρόν οδηγεί τη Γαλλία σε ένα ολισθηρό μονοπάτι πιστεύοντας ίσως ότι στο άμεσο μέλλον θα είναι ξανά η Γαλλία του Ζισκάρ ντ’ Εστέν, μια κραταία δύναμη την οποία θα διαχειρίζονται οι ίδιοι οι Γάλλοι και πως όταν κοπάσει το θέμα της Γάζας θα μπορέσει να επαναφέρει τις σχέσεις του με το Ισραήλ το οποίο προς το παρόν «θυσιάζει».
Στην προσπάθειά του να πετύχει τα πιο πάνω επιχείρησε να εμπλέξει στην κίνηση προς την αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους τις κεντροαριστερές κυβερνήσεις της Βρετανίας και του Καναδά, οι οποίες όμως αφενός μεν φοβήθηκαν την αντίδραση του Τραμπ, o οποίος ειρωνεύτηκε την απόφαση Μακρόν χθες, αφετέρου δε, δεν είχαν λόγο να κάνουν μια τέτοια κίνηση ώστε ο Μακρόν να παριστάνει τον ηγέτη μεγάλης εμβέλειας στη Μέση Ανατολή. Ειδικά οι Βρετανοί.
Το χαστούκι που εισέπραξε από Λονδίνο και Οττάβα δεν ήταν τόσο θεαματικό όπως εκείνο της συζύγου του Μπριζίτ στο Βιετνάμ, τον άφησε όμως σε μια σκληρή μοναξιά την οποία η πλειοψηφία των Γάλλων μάλλον δεν θα την εκτιμήσει.
Όσο για την ίδια την κίνηση, ξαφνικά, για Παλαιστινιακό Κράτος, δεν θα αλλάξει κάτι στο Μεσανατολικό. Είναι ένα στοίχημα και μάλιστα όπως τα στοιχήματα εξ ορισμού, με τις πιθανότητες επιτυχίας να είναι λίγες.