Μετά από ισχυρές πιέσεις, που ασκήθηκαν στη βρετανική κυβέρνηση από διάφορες πλευρές σε Λευκωσία και Λονδίνο, εξαναγκάσθηκε ως γνωστό σε παραίτηση ο εμπορικός απεσταλμένος στην Άγκυρα, Χαφζάλ Καν, βουλευτής του Εργατικού Κόμματος.

Ήταν μια εξέλιξη που επιδιώχθηκε από τη Λευκωσία, δεν ήταν δεδομένο ωστόσο ότι θα υπήρχε αποτέλεσμα. Γιατί προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά, που πραγματοποιείτο παράνομο ταξίδι στα κατεχόμενα από βρετανούς αξιωματούχους.

Η παράνομη επίσκεψη του Καν στα κατεχόμενα, οι φωτογραφίες με τον εγκάθετο της Άγκυρας, Ερσίν Τατάρ στο λεγόμενο προεδρικό, προκάλεσε ως αναμενόταν αντιδράσεις. Οι αντιδράσεις δεν αναλώθηκαν σε διαμαρτυρίες και διαβήματα, αλλά επιδιώχθηκε αποτέλεσμα. Υπήρξαν συνεννοήσεις και συνδυασμός παράλληλων αλλά και κοινών παρεμβάσεων.

Πρώτο, κινήθηκε γρήγορα το υπουργείο Εξωτερικών ασκώντας σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο πιέσεις στο Λονδίνο.

Δεύτερο, σε συνεννόηση με το ΥΠΕΞ κινήθηκε πιεστικά και η ομογένεια, που αριθμεί πέραν των 300.000 και που υπολογίζεται από το πολιτικό σύστημα της Βρετανίας. Η ομογένεια έχει δυνατότητες ουσιαστικής παρέμβασης και το αποδεικνύει. Μπορεί, ωστόσο, να λειτουργεί ακόμη πιο αποτελεσματικά, όπως και στην τελευταία περίπτωση.

Τρίτο, κινήθηκε και το φιλοκυπριακό λόμπι, που είναι διακομματικό και άσκησε πίεση στη βρετανική κυβέρνηση, καθιστώντας εν πολλοίς μονόδρομο την παραίτηση του Καν. Το όλο ζήτημα κατέστη ως εκ τούτου  και εσωτερικό πολιτικό θέμα. Συνεπώς δύσκολα θα το υποβάθμιζε η βρετανική κυβέρνηση να το άφηνε να το… πάρει το ποτάμι.

Είναι, παράλληλα,  σαφές ότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί ήττα, μεγάλη μάλιστα, του φιλοτουρκικού λόμπι στη Βρετανία. Το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έχει στήσει ένα ολόκληρο μηχανισμό προσέγγισης με τα κέντρα άσκησης εξουσίας και τα κέντρα λήψης αποφάσεων στη Βρετανία, ξοδεύοντας πολλά χρήματα. Σημειώνεται ότι στο παρελθόν, το τουρκικό λόμπι, πέραν από τα ταξίδια στα κατεχόμενα προέτασσε κι άλλα, πιο ισχυρά κίνητρα. Όπως το κίνητρο που πρόφερε ο πάλαι ποτέ ισχυρός κατοχικός ηγέτης, Ραούφ Ντενκτάς. Πρόσφερε σπίτια ( ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας)  σε Βρετανούς πολιτικούς με αντάλλαγμα τη στήριξη της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό. Η επαρχία της κατεχόμενης Κερύνειας θεωρείτο προνομιακή! Τα δώρα, βέβαια, ήταν λάφυρα πολέμου, τα οποία πρόσφερε γενναιόδωρα το κατοχικό καθεστώς έναντι πολιτικών ανταλλαγμάτων. Ο υπουργός Ευρώπης στην κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ μεταξύ 2002 και 2005 και για δεκαοκτώ χρόνια βουλευτής των Εργατικών, Ντένις ΜακΣέιν, σε συνέντευξή του στα αθηναϊκά «Νέα», τον Απρίλιο του 2024, είχε αναφέρει πως τον εξέπληξε το γεγονός ότι «δεξιοί βουλευτές, ιδίως από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα, απέκτησαν δωρεάν βίλες στη βόρεια Κύπρο τις οποίες τους παραχώρησε ο Ντενκτάς. Όταν επέστρεφαν στη Βρετανία, έλεγαν: ‘’Όλα είναι υπέροχα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είναι (σ.σ. οι Τουρκοκύπριοι) σαν εμάς τους προτεστάντες που πολεμάμε εναντίον των καθολικών!’’». Οι βουλευτές και πολιτικοί, οι οποίοι βολεύονταν με τα… δώρα, όταν επανέρχονταν στο Λονδίνο υπέβαλαν ερωτήσεις με περιεχόμενο, που προδήλως εξέφραζαν τις «τουρκικές ανησυχίες» και στο βάθος τουρκικές θέσεις και επιδιώξεις. Υπενθυμίζεται, ότι το 2024,  πέντε μέλη της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων και της Βουλής των Λόρδων, δεν είχαν δηλώσει- ως όφειλαν- πληρωμένα ταξίδια στα κατεχόμενα, πριν υποβάλουν κοινοβουλευτικά ερωτήματα υπέρ του ψευδοκράτους και παραπέμφθηκαν στην Επιτροπής Δεοντολογία στο Δημόσιο Βίο. Το αποτέλεσμα της έρευνας δεν έγινε γνωστό.

Το θέμα δεν θα πρέπει προφανώς να τελειώσει με την παραίτηση Καν. Θα πρέπει να οργανωθεί εκστρατεία- πρωτίστως από την ομογένεια- στην εκλογική του περιφέρεια για να εκτεθεί ο συγκεκριμένος κύριος και να βρίσκει μονίμως μπροστά του το ατόπημα αυτό. Θα είναι και ένα μήνυμα σε όσους είτε έπραξαν παρόμοιες παρανομίες είτε σκέφτονται να ενδώσουν στις σειρήνες του τουρκικού λόμπι. Έστω και τώρα.