Πριν από μερικές μέρες σ’ ένα τραπέζι –απ’ αυτά που στήνονται στην αυλή των σπιτιών απολαμβάνοντας τις καλοκαιρινές νύχτες– μια παρέα φίλων άνοιξε προς συζήτηση αρκετά θέματα. Άλλα της επικαιρότητας, άλλα πάλι διαχρονικά που έρχονται και δένουν με όλες τις περιστάσεις. Όπως η πολιτική και το ποδόσφαιρο. Κι αφού… εξαντλήθηκαν και αυτά, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην προσφυγιά. Λίγο οι μέρες της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, λίγο οι μαύρες επέτειοι των δολοφονιών του Τάσου Ισαάκ και του Σολωμού Σολωμού στα γεγονότα της Δερύνειας το 1996, δεν ήθελε και πολύ να ανοίξει η συζήτηση. Όσοι είχαν μνήμες από το τραγικό καλοκαίρι του 1974 τις μοιράστηκαν πάνω σε εκείνο το τραπέζι, περιγράφοντας γεγονότα και στιγμές που ούτε καν περνούσαν από το μυαλό των νεότερων σε ηλικία συνδαιτυμόνων. Κουβέντα στην κουβέντα, άνοιξε και το ζήτημα των προσφύγων και της αντιμετώπισής τους από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, το θέμα της προσφυγής στην «επιτροπή αποζημιώσεων» του κατοχικού καθεστώτος, το θέμα των περιουσιών των χιλιάδων Ελληνοκυπρίων που ξεριζώθηκαν και αυτές έμειναν εγκλωβισμένες, στη λύση του Κυπριακού και τόσα άλλα. Θέματα για τα οποία διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Άλλοι συμφωνούσαν, άλλοι διαφωνούσαν και η συζήτηση καλά κρατούσε.

Παρακολουθώντας με προσοχή τα επιχειρήματα που έπεφταν πάνω σε εκείνο το τραπέζι, κράτησα μια ιδιαίτερη συζήτηση γύρω από τους πρόσφυγες και τις γενεές που ακολουθούν. Μια συζήτηση, η οποία καταπιάστηκε με το κατά πόσον στηρίχθηκαν ή όχι επαρκώς, αν πρέπει να αναγνωρίζονται σαν πρόσφυγες και τα εγγόνια και τα δισέγγονα όσων εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους το 1974, ιδιαίτερα σε περίπτωση που δεν εξευρεθεί λύση.

Στο επιχείρημα ότι κάποια στιγμή, ίσως, να πρέπει να αναθεωρηθεί η προσφυγική πολιτική και να μην ακολουθήσουν άλλες γενεές με αυτή την ταυτότητα, ακούστηκε κάτι που έκλεισε τη συγκεκριμένη συζήτηση χωρίς κάτι παραπάνω. Πέραν του επιχειρήματος ότι πρόσφυγες έχουν περιουσίες στον τόπο τους από τον οποίο εκδιώχθηκαν διά της βίας, τις οποίες και δεν αξιοποιούν με την κατάσταση αυτή εδώ και 51 χρόνια και έχουν δικαίωμα σε αυτοί και οι απόγονοί τους, λέχθηκε και η συναισθηματική πτυχή. Να ξέρει ένας άνθρωπος από που προέρχεται. Να ξέρει την καταγωγή του, τις ρίζες του. Ανεξάρτητα εάν είναι σήμερα πέντε, δεκαπέντε ή είκοσι χρονών. Να έχει ταυτότητα και να αγαπά τον τόπο του. Ανεξάρτητα αν δεν τον έζησε, αν δεν τον είδε, αν δεν τον γνώρισε ακόμα. Είναι κομμάτι των παππούδων του και των γονιών του, επομένως και δικό του. Υπάρχει άραγε, πιο ισχυρό επιχείρημα από αυτό; Αλίμονο, αν κόψουμε εμείς οι ίδιοι τις ρίζες μας…