«Η Ρωσία ποτέ δεν είναι τόσο δυνατή όσο δείχνει και ποτέ τόσο αδύναμη όσο φαίνεται», είχε πει κάποτε ο Ότο Φον Μπίσμαρκ, ο πρώτος και ο επονομαζόμενος «σιδερένιος» καγκελάριος της Γερμανίας. Ο πολιτικός στον οποίο οφείλεται η πρώτη γερμανική ενοποίηση.

Η σχετικότητά του με το σήμερα έχει να κάνει με την ικανότητά του να καταλαβαίνει το τι ήταν τότε η Ρωσία. Τι ήταν; Αυτό ακριβώς που είναι και σήμερα. Ο Μπίσμαρκ «διάβασε» αυτή τη χώρα και το λαό της όσο λίγοι το κατάφεραν: από την διαφθορά στην κοινωνία και συνεπακόλουθα στην εξουσία της, διαχρονικό σήμα κατατεθέν της, μέχρι το πόσο απρόβλεπτη μπορεί να είναι η εξωτερική της πολιτική και αμέτρητα άλλα. Όλα σχετικά στην εποχή των Τσάρων, της ΕΣΣΔ και της δικτατορίας του Πούτιν.

Ο οποίος Πούτιν, ειρήσθω εν παρόδω, επαναφέρει πλέον τα αγάλματα του Στάλιν προκειμένου να ενισχύσει την αποκατάσταση του μοναδικού μάλλον ανθρώπου ο οποίος μπορεί επάξια να συγκριθεί με το Χίτλερ και μέσω του, του Στάλιν δηλαδή, να ενισχύσει τα όσα η δική του τυραννία ξεθάβει εργολαβικά από το παρελθόν. Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, άλλωστε, ο Στάλιν έχει επανέλθει στα σχολικά βιβλία της Ρωσίας ως μια απολύτως θετική και ηγετική φυσιογνωμία η οποία ταυτίζεται με την έννοια της δημιουργίας μιας πανίσχυρης Ρωσίας.

Θρέφοντας έτσι και μέσω της εξαφάνισης της όποιας αντίθετης άποψης, τη φαντασίωση ενός «μεγαλείου», που φυσικά ποτέ δεν ήταν τέτοιο. Ήταν μια εντελώς παρανοϊκή και φασιστικού τύπου κραταιά δικτατορία, όπως όλες είναι κραταιές μέχρι την πτώση τους.

Και το οποίο σταλινικό «μεγαλείο» αντικρίζεται πλέον θετικά από το 63% των Ρώσων και το 48% της νέας γενιάς τους. Φυσικά και από έναν σημαντικό αριθμό ανιστόρητων ή ηλιθίων ή ελλειμματικών ή και τα δύο ή και τα τρία μαζί, στη Δύση.

Πίσω στον Μπίσμαρκ – αν και σίγουρα δεν είναι κολακευτικός ο συνειρμός, πόσω δε μάλλον ο συσχετισμός με τον Τραμπ αλλά τι να γίνει; – ανάμεσα στα πολλά ξεχωρίζει και η απόφασή του να κάνει τη Συνθήκη Αντασφάλισης με τη Ρωσία τo 1887 προκειμένου να αποτρέψει τη συμμαχία ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γαλλία.

Ήταν μάλιστα πεποίθησή του για χρόνια και ένα από τα λίγα λάθη του στην ανάγνωση της Ρωσίας όταν, το 1863 είπε το επίσης ιστορικό: «Το μυστικό στην πολιτική; Να κάνεις μια καλή συνθήκη με τη Ρωσία». Την έκανε λοιπόν, μυστικά μάλιστα το 1887, μόνο που η Ρωσία και η Γαλλία έβλεπαν σταθερά την άνοδο της ισχύος της Γερμανίας ως κοινή απειλή και τέσσερα μόνο χρόνια μετά τη Συνθήκη του 1887, προχώρησαν στη σύναψη συμφωνιών οι οποίες, το 1894 είχαν πλέον φτάσει στο επίπεδο της πλήρους συμμαχίας η οποία και χώρισε ουσιαστικά την Ευρώπη στα δύο και έθεσε τη βάση για να ξεσπάσει το 1914 ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Θα κρατούσε μέχρι το 1918 προκαλώντας, λόγω της αποδυνάμωσης του τσαρικού καθεστώτος, την ανατροπή του το ένα χρόνο ενωρίτερα.

Οι απόλυτες αναγωγές δεν βοηθούν στην Ιστορία καθώς, μέσα από αυτές σπανίως βγαίνει κάτι πέρα από επιπόλαια και συνήθως με προκαθορισμένα ως προς τη διάθεση και την κατάληξή τους συμπεράσματα.

Ωστόσο, εάν μιλάμε για έναν χώρο όπως ο ευρωπαϊκός από τη μία, και για μια απρόβλεπτη και διαχρονικά «ακατέργαστη» πολιτισμικά και άλλως πώς Ρωσία η οποία έξω από τις μεγάλες πόλεις σήμερα δεν διαφέρει φοβερά από το πώς ήταν, στη λογική της αθλιότητας και της φτώχιας στην οποία ζούσε και ζει ο λαός από την εποχή των Τσάρων και μετά του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, το παρελθόν είναι εξαιρετικά πολύτιμο.

Οι συσχετισμοί αλλάζουν, εισέρχονται νέοι παίκτες και το παιγνίδι παίζεται με μια υπερδύναμη η οποία εισπράττει όσα περισσότερα μπορεί από όσους χρειάζονται την προστασία της. Με απολύτως βέβαιο ότι την χρειάζονται, αν μιλάμε για την Ευρώπη.

Και με την ελπίδα ότι έχουν καταλάβει τα τραγικά τους λάθη σε σχέση με τον μεγάλο εφησυχασμό τους: ότι ες αεί θα σχεδιάζουν εκείνοι την άμυνα τους από το επαναλαμβανόμενο ρωσικό σύνδρομο και την επανερχόμενη απειλή αλλά θα την αναλαμβάνουν οι ΗΠΑ.

Όσο για το ίδιο το Ουκρανικό θα έχουμε κάποιες μέρες αναμονής στον προθάλαμο των εξελίξεων, όπως οι ηγέτες της Ευρώπης στη fake εκείνη φωτογραφία που κυκλοφορεί ευρέως αλλά προδίδεται από το… τρίτο πόδι που έχει ο Μακρόν.

Παραδόξως, αυτοί που την πίστεψαν ή έκαναν ότι την πίστεψαν είναι αυτοί που λέγαμε πιο πάνω. Αλλά ας το αφήσουμε ως εδώ!