Η Κυριακή έφυγε με πολλή ένταση αλλά και με ανησυχία για το Μεσανατολικό. Ανέλπιστα η Δευτέρα ξημέρωσε καλά, με δύο ειδήσεις οι οποίες δημιουργούν μια κάποια αισιοδοξία, συγκρατημένη έστω. Η πρώτη αφορούσε τις δηλώσεις του Προέδρου της Συρίας Άχμεντ αλ Σάρα για «προχωρημένες» συνομιλίες με το Ισραήλ, για μια συμφωνία ασφάλειας χωρίς μάλιστα να αποκλείει και κάτι περισσότερο.
Εξήγησε πως αν και δεν πιστεύει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για μια ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ, «δεν θα διστάσει να αποδεχτεί» οποιαδήποτε συμφωνία που θα ωφελεί τη Συρία και την περιοχή. Αναζωπυρώνοντας τα σενάρια για προσχώρησή της Συρίας στις Συνθήκες του Αβραάμ.
Η δεύτερη είδηση αφορούσε το φλέγον ζήτημα των ομήρων και της Γάζας. Με τον αρχηγό του IDF να φέρεται να είπε ότι υπάρχει συμφωνία για το ζήτημα των ομήρων και πως τώρα εναπόκειται στο Νετανιάχου να την αποδεχτεί. Δεν υπάρχει ακόμη επιβεβαίωση ή διάψευση ωστόσο, μια τέτοια δήλωση και η διαρροή της ενδέχεται να παραπέμπουν στις πιέσεις του IDF προς τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό για τερματισμό του Πολέμου.
Το μόνο βέβαιο ήταν πως υπήρχαν ενθαρρυντικές πληροφορίες προς αυτή την κατεύθυνση. Και το ότι το δράμα των συγγενών των ομήρων οι οποίοι γνωρίζουν ότι μετά την είσοδο του IDF στην Πόλη της Γάζας οι δικοί τους άνθρωποι ενδέχεται να δολοφονηθούν από τη μία στιγμή στην άλλη.
Χθες ειδικά, η μέρα ήταν ακόμα πιο δύσκολη γι’ αυτούς. Γιατί όμως;
Μέχρι σήμερα, το ζήτημα των ομήρων της Χαμάς είχε κρατηθεί – σε αρκετά μεγάλο βαθμό – μακριά από τις πολιτικές έριδες μέσα στο ίδιο το Ισραήλ. Ωστόσο, με την νέα επιχείρηση του IDF στη Γάζα η κοινή γνώμη – η πλειονότητα της οποίας τασσόταν και τάσσεται σταθερά υπέρ της πρόταξης της απελευθέρωσης έναντι οποιουδήποτε άλλου θέματος, πολεμικού ή πολιτικού – νιώθει τα περιθώρια να στενεύουν.
Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο. Θα πρέπει να αφεθούν να δολοφονηθούν οι όμηροι, πιθανότατα, ώστε να επιτευχθεί η κατάληψη της Πόλης της Γάζας και κλείσει τουλάχιστον σε επίπεδο στρατιωτικών επιχειρήσεων ο Πόλεμος;
Ή θα πρέπει να πιεστεί κι άλλο ο Νετανιάχου να υποχωρήσει και να διασφαλιστεί η προστασία των ομήρων, μαζί τους και των στρατιωτών του IDF, καθώς στην περίπτωση της Γάζας υπάρχει και μια πρόσθετη παράμετρος, αυτή των τούνελ που δεν καταστράφηκαν κάτω από την πόλη; Είναι ένα εκτενές δίκτυο και εκεί βρίσκονται οι τρομοκράτες. Μιλάμε συνεπώς για μια άλλη μορφή πολέμου με μεγαλύτερες απώλειες.
Αυτή η εσωτερική σύγκρουση, ο κόσμος μεταξύ του αλλά και ο καθένας μέσα του, τράβηξε τους πολιτικούς και όχι απαραίτητα τους… πολύ ανώτερους των περιστάσεων όπως το φως τραβάει τη νύχτα τα κουνούπια: από μακριά και σε ελάχιστο χρόνο.
Η πρόταση του πρώην Πρωθυπουργού και υπουργού Άμυνας Μπένι Γκαντζ για συμμετοχή και της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Νετανιάχου, ακούστηκε αρχικά σαν μια πολύ καλή ιδέα, ειδικά με δεδομένο ότι ο λόγος αυτής της προσχώρησης θα ήταν το ζήτημα των ομήρων και εκείνο της στράτευσης των υπερορθοδόξων.
Ωστόσο, ο Μπένι Γκαντζ διευκρίνησε ότι μόνος του δεν θα έκανε το βήμα αυτό και πως όρος ήταν να συμφωνήσουν και (τα) άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης και αυτό δεν άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις σε όσους πολίτες, θυμήθηκαν ότι το κόμμα του Γκαντζ από το δέκα τοις εκατόν και τις δώδεκα έδρες στην Κνέσετ παρουσιάζεται, περνάει το όριο εισδοχής του 2% με αρκετή δυσκολία και πηγαίνει το πολύ στο 4% στις μισές δημοσκοπήσεις. Στις δε υπόλοιπες να μένει εκτός Κνέσετ.
Οπότε όλοι φρέσκαραν τελικά τη μνήμη τους και θυμήθηκαν ότι ο Γκαντζ είχε «πουλήσει» άλλες δύο φορές τους υπόλοιπους, μπαίνοντας σε κυβερνήσεις του Νετανιάχου το 2020 και την κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης μετά την 7η Οκτωβρίου. H συμμετοχή του ήταν και ο λόγος της άρνησης του «συμμάχου» του Γκαντζ στην αντιπολίτευση, όποτε έμενε εκεί ο Γκαντζ Γάιρ Λαπίντ. Παρά τους καβγάδες με τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό ο Γκάντζ έφυγε τελικά μόλις πέρσι τον Ιούνιο (2024), με την υπόλοιπη αντιπολίτευση να λέει πως ήταν «πολύ λίγο και πολύ αργά».
Τώρα, το τελευταίο ήταν ατάκα του επίσης πρώην Πρωθυπουργού Γάιρ Λαπίντ και «συμμάχου» του Γκαντζ στην αντιπολίτευση, όσο έμενε εκεί ο Γκαντζ ο οποίος, όπως και τα άλλα μέλη της συμμαχίας απέδιδαν στον Γκαντζ από αφέλεια μέχρι και ιδιοτελή συμπεριφορά. Βέβαια, τα περί ιδιοτέλειας στην πολιτική μοιάζουν με ανέκδοτο, όταν προέρχονται από έναν πολιτικό για έναν άλλο.
Ο Λαπίντ χθες δεν προκάλεσε τις καλύτερες εντυπώσεις χθες, σε μια στιγμή μάλιστα κατά την οποία οι δημοσκοπήσεις βλέπουν τις έδρες του κόμματός του στην Κνέσετ να πέφτουν από το 17 σε 6-8.
Ο Λαπίντ, λοιπόν, ενώ αρχικά έθεσε το ζήτημα ως θέμα αρχής και είπε ότι δεν καταλαβαίνει γιατί θέλει ο Γκαντζ να κάνει κάτι τέτοιο και πως ο ίδιος πρόσφερε δημόσια στήριξη στον Νετανιάχου εάν προσχωρήσει σε συμφωνία ώστε να περάσει αυτή από την Κνέσετ, ο Λαπίντ του οποίου η μετριοφροσύνη και η ταπεινότητα δεν είναι τα φόρτε του είπε πως ο ίδιος μπορεί να παράσχει «δίχτυ ασφαλείας» για επιστροφή των ομήρων, «με ένα τηλεφώνημα 15 λεπτών».
Ο Λαπίντ χτυπά κατευθείαν τον Νετανιάχου άλλωστε για να δείξει ότι διαθέτει τα χαρακτηριστικά του νέου statesman του Ισραήλ χωρίς όμως
Θα ήταν δύσκολο να υπολογίσει κανείς ποιος από τους δύο, ο Γκαντζ ή ο Λαπίντ, προκάλεσε χειρότερη εντύπωση στην κοινή γνώμη.
Εκείνη την ώρα η μητέρα του Μάταν Τζανγκάουκερ του δεύτερου πιο ευάλωτου από άποψης υγείας ομήρου μετά τον αποσκελετωμένο Εβιάταρ Νταβίντ περνούσε άλλη μια μέρα περιφερόμενη εκλιπαρώντας να γίνει κάτι γιατί το παιδί της θα πεθάνει.
Το σίγουρο είναι πως, συμπολίτευση ή αντιπολίτευση, οι πλείστοι πολιτικοί βρίσκονται σε πρωτοφανείς αποστάσεις από το λαό σε μια χώρα όπου αυτό περνάει απαρατήρητο.
Και ούτε ατιμώρητο.