Η υπόθεση με την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, επανέφερε στη συζήτηση το θέμα της εντεινόμενης επιχείρησης άλωσης των ελληνορθόδοξων πατριαρχείων και των μονών τους από τη Ρωσική Εκκλησία σε συνεργασία πάντα με το Κρεμλίνο.
Είναι μια προσπάθεια αδιάκοπη, μέσα από την οποία η Μόσχα επιχειρεί, ακόμη περισσότερο μάλιστα σε μια περίοδο όπου τα πράγματα στη Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά ρευστά, να ισχυροποιήσει την γεωπολιτική παρουσία της, υποσκάπτοντας τόσο τα ελληνορθόδοξα πατριαρχεία και το ρόλο τους, όσο και κυρίως το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο από τον 19ο αιώνα βρίσκεται στο στόχαστρο της Ρωσικής Εκκλησίας λόγω της αποτυχημένης της μέχρι στιγμής προσπάθειας να εκτοπίσει το Φανάρι και να ελέγξει τον ορθόδοξο κόσμο.
Ειδικά μετά την αποτυχία της Μόσχας να επιβάλει της δική της σχισματική Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Українська Православна Церква στα ουκρανικά) και την αναγνώριση από τον ορθόδοξο κόσμο της κανονικής εκκλησίας της Ουκρανίας, της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας (Православна Церква України) και του αυτοκέφαλου της το 2019, η Μόσχα ενέτεινε τον πόλεμο κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη προσπαθώντας, με τρόπο δόλιο, να θέσει υπό τον έλεγχό της τα τρία ελληνορθόδοξα πατριαρχεία στη Μέση Ανατολή, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, χρησιμοποιώντας ως ένα από τα μέσα τα οποία μετέρχεται, Μονές τις οποίες ελέγχει παρασκηνιακά όπως τη Μονή Χαλινδαρίου στο Άγιον Όρος, τη μοναδική σερβική Μονή από τις είκοσι συνολικά.
Η Αγία Αικατερίνη του Σινά είναι η πιο ιστορική ορθόδοξη Μονή στον κόσμο και είναι αυτόνομη. Ωστόσο, πνευματικά και μόνο, συνδέεται με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων – όχι το Αλεξανδρείας – το οποίο και διορίζει τον Αρχιεπίσκοπο της Μονής, εν προκειμένω τον Δαμιανό ο οποίος ενθρονίστηκε το 1973. Πρόσφατα, ο Δαμιανός εξεδίωξε έντεκα μοναχούς τους οποίους κατηγόρησε για «πραξικόπημα». Οι έντεκα τον κατηγόρησαν για κακοδιαχείριση, αυθαιρεσίες και παραβίαση του καταστατικού της Μονής παραδεχόμενοι ότι είχαν «κινήσει διαδικασία για παύση του». Ωστόσο αυτή την αρμοδιότητα την έχει μόνο το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Τι έκανε το τελευταίο; Αν και απέφυγε τη σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο είχε στηρίξει εξ αρχής τον Δαμιανό, τα Ιεροσόλυμα υποστήριξαν τους μοναχούς προκαλώντας την αντίδραση τόσο του Φαναρίου όσο και άλλων Εκκλησιών, όπως η Εκκλησία της Κύπρου.
Γιατί όμως έκανε αυτή την κίνηση η Ιερουσαλήμ; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι η Μόσχα ήδη από το 19ο αιώνα επί Τσάρων είχε ιδρύσει τη Ρωσική Εκκλησιαστική Αποστολή στην Ιερουσαλήμ κάνοντας τεράστιες δωρεές στο Πατριαρχείο. Η στενότατη αυτή οικονομική σχέση συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αποτέλεσμα τα Ιεροσόλυμα να διαφοροποιούνται από το Φανάρι σε βαθμό αμφισβήτησής του.
Με την κρίση σε σχέση με την Εκκλησία της Ουκρανίας, τα Ιεροσόλυμα αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δεν αναγνώρισαν την Ουκρανική Εκκλησία. Επιπλέον σε συλλείτουργο το 2019, οι Πατριάρχες Μόσχας και Ιεροσολύμων αλληλομνημονεύτηκαν χωρίς να κάνουν το ίδιο για άλλους Ορθόδοξους προκαθήμενους, ο δε Θεόφιλος υποστήριξε ανοιχτά πρωτοβουλίες του Ρώσου Πατριάρχη Κυρίλλου, όπως η συνάντηση στο Αμμάν της Ιορδανίας το 2020, που θεωρήθηκε αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Την ίδια ώρα, το καθεστώς Πούτιν μέσω της Ρωσικής Εκκλησίας υποσκάπτει συστηματικά και τον Θεόφιλο αγοράζοντας γη, κάνοντας έργα και προσεγγίζοντας τους Άραβες Χριστιανούς στη Δυτική Όχθη και προβάλλοντας το «Ρούσκι Μιρ» το «Ρωσικό Κόσμο» δηλαδή ως τη συνέχεια της «πραγματικής» ορθοδοξίας έναντι της Δύσης με την οποία οι Άραβες δεν έχουν καλές σχέσεις ούτως ή άλλως.
Αν και υπό εντελώς διαφορετικές περιστάσεις η προσπάθεια παραπέμπει σ’ αυτά που η Μόσχα λόγω και των σχέσεών της με το καθεστώς Άσαντ πέτυχε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας όπου με την ανάπτυξη στενών σχέσεων και με τους ορθοδόξους κατάφερε να εκλέξει αραβόφωνο Πατριάρχη θέτοντας το Φανάρι αλλά και την Ελλάδα στο περιθώριο.
Πέρυσι η ελληνική κυβέρνηση είχε αναγκαστεί να δημιουργήσει 600 οργανικές θέσεις στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αλλά και στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά προκειμένου να αποφύγει επανάληψη τέτοιων καταστάσεων, καθώς η προσπάθεια της Μόσχας είναι να υποκινήσει αραβόφωνους ιερείς αλλά και μοναχούς μέσω των Μονών που ελέγχει στο Άγιο Όρος για να τρωθεί περαιτέρω το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων το οποίο ναι μεν δεν ελέγχει απόλυτα αλλά μπορεί να εκβιάζει αποτελεσματικά με αυτήν την προοπτική. Έστω και λιγότερο από ότι ελέγχει την Αντιόχεια.
Στη δε Αλεξάνδρεια, η Μόσχα παρενέβη εντελώς απροκάλυπτα. Επικαλούμενη τα της Ουκρανίας, η Ρωσική Εκκλησία ίδρυσε την Πατριαρχική Εξαρχία Αφρικής, μέσω της οποίας παρεμβαίνει τόσο στα των Ορθοδόξων της Αιγύπτου όσο και στις 42 μητροπόλεις και επισκοπές του Πατριαρχείου σε ολόκληρη την Αφρική, τις ιεραποστολές και τις μονές του ακόμα και σε μεμονωμένες ενορίες. Με οικονομικά κίνητρα προσπαθεί να κάνει κληρικούς αλλά και οντότητες να απομακρυνθούν έστω ως πρώτο βήμα, από την Αλεξάνδρεια και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ενσωματωθούν στις δομές που η Μόσχα δημιουργεί, εντελώς αντικανονικά.
Αν θα πετύχει και εκεί αυτό που φανερά πέτυχε στην Αντιόχεια και σε σημαντικό βαθμό στην Ιερουσαλήμ, είναι ένα ερώτημα. Το ζήτημα είναι πως κάθε φορά που μια τέτοια κίνηση πετυχαίνει, οι απώλειες δεν αγγίζουν μόνο το Φανάρι αλλά και τον ελληνισμό, ο ρόλος του οποίου παύει να υφίσταται ή περιορίζεται στο ελάχιστο, για να καταλάβει το «Ρούσκι Μιρ», η έκφραση του νέου ρωσικού ιμπεριαλισμού, τη θέση του.
Το Σινά, σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία πράξη του δράματος.