Υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις αδυνατούν να χωρέσουν τον πόνο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με την απώλεια ενός νέου ανθρώπου. Έχουμε να κάνουμε και με την αδιανόητη αναλγησία της Πολιτείας απέναντι στους γονείς του Γιάννη Λαμπίτση, που, μέσα στη θλίψη τους, βλέπουν το κράτος να τους γυρίζει την πλάτη. Ο γιος τους έφυγε στα 33 του χρόνια, μεταμοσχευμένος και ΑμεΑ, ύστερα από αλλεπάλληλες επισκέψεις σε ΤΑΕΠ δημόσια και ιδιωτικά, χωρίς να του δοθεί η φροντίδα που δικαιούταν. Τρεις μήνες μετά, οι γονείς αναγκάζονται να παρακαλούν -ναι, να παρακαλούν- για μιαν απάντηση.
Στις 9 Ιουνίου, λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά τον θάνατο του παιδιού τους, οι γονείς απευθύνθηκαν εγγράφως στον Υπουργό Υγείας, ζητώντας διερεύνηση. Στις 19 Ιουνίου η Βουλή συγκάλεσε εκτάκτως συνεδρία. Η Πολιτεία τους διαβεβαίωσε ότι η έρευνα θα ξεκινούσε άμεσα και στις 20 Ιουνίου ενημερώθηκαν ότι η διαδικασία ξεκινά. Και έκτοτε, σιωπή. Ούτε λέξη. Ούτε ένα χαρτί. Ούτε μια εξήγηση. Μόνο η εκκωφαντική αδράνεια του κρατικού μηχανισμού, που θυμίζει όχι οργανωμένο κράτος δικαίου, αλλά απρόσωπο γραφειοκρατικό τέρας.
Δεν μιλάμε για μια απλή καταγγελία. Οι ερωτήσεις των γονιών είναι κόλαφος για το σύστημα υγείας: Γιατί ένας μεταμοσχευμένος ασθενής έπρεπε να πάει τέσσερις φορές σε ΤΑΕΠ για να αποφασιστεί η εισαγωγή του; Γιατί τον έστελναν στο σπίτι ενώ η κατάσταση του χειροτέρευε; Γιατί δεν ειδοποιήθηκε ποτέ η Μεταμοσχευτική Κλινική; Γιατί δεν εξετάστηκε από ειδικό; Ποιος γιατρός, με ποια αλαζονεία, απάντησε στους αγωνιούντες γονείς: «Όταν γίνετε γιατροί, τότε να έχετε άποψη»;
Αν δεν είναι αυτά ερωτήματα που απαιτούν απάντηση, τότε ποια είναι; Αν δεν αξίζει αυτός ο θάνατος πλήρη διαλεύκανση, τότε ποιος αξίζει;
Και όμως, τρεις μήνες μετά, ούτε οι γονείς γνωρίζουν αν έγινε και πού οδήγησε η ανεξάρτητη έρευνα, ούτε η κοινωνία έχει λάβει μια καθαρή απάντηση. Στην ουσία, αυτό που βιώνουν είναι μια δεύτερη απώλεια: Της εμπιστοσύνης στην ίδια την Πολιτεία. Γιατί η σιωπή, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν είναι ουδετερότητα. Είναι συνενοχή.
Εδώ είναι που το κράτος εκτίθεται πλήρως. Δεν μπορείς να μιλάς για κράτος δικαίου και για σεβασμό στη ζωή, όταν αφήνεις μια οικογένεια να περιμένει, βυθισμένη στο πένθος, για τρεις ολόκληρους μήνες, χωρίς την παραμικρή ενημέρωση. Δεν μπορείς να μιλάς για ανθρώπινα δικαιώματα, όταν οι πολίτες σου νιώθουν ότι τους εμπαίζουν και ότι τους γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Ο υπουργός Υγείας, Μιχάλης Δαμιανός, έχει χρέος να δώσει απαντήσεις εδώ και τώρα. Ούτε αύριο, ούτε «όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες». Τώρα. Γιατί κάθε μέρα καθυστέρηση, κάθε μέρα σιωπής, ισοδυναμεί με ένα ακόμα χαστούκι στους γονείς του Γιάννη.
Και να ήταν μόνο οι συγκεκριμένοι γονείς… Είναι πολλοί οι πολίτες που βρέθηκαν (ή θα βρεθούν) σε ανάλογη θέση και σε ανάλογο μαρτύριο. Να χάνουν ένα αγαπημένο πρόσωπο κάτω από αμφισβητούμενες συνθήκες και το κράτος να μην τους στηρίζει. Να κρύβεται πίσω από τοίχους σιωπής και υπεκφυγών.
Η επιστολή των γονιών προς τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη είναι κραυγή που δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη: «Πώς θα αισθανόσασταν εάν βρισκόσασταν στη θέση μας; Δεν ζητούμε χάρη· ζητούμε δικαιοσύνη» τονίζουν. Αν δεν συγκλονίζεται η Πολιτεία από αυτά τα λόγια, τότε κάτι σάπιο υπάρχει στον πυρήνα της.
Ας μην κρυβόμαστε. Η αίσθηση που δημιουργείται είναι αυτή της συγκάλυψης. Ότι κάπου, κάπως, κάποιος δεν θέλει να βγουν όλα στο φως. Ότι τα λάθη, οι παραλείψεις, οι αλαζονείες θάβονται κάτω από σωρούς σιωπής. Μα οι ζωές δεν είναι αναλώσιμες. Ο Γιάννης δεν ήταν αριθμός σε ένα φάκελο. Ήταν άνθρωπος, ήταν πολίτης που δικαιούταν καλύτερη φροντίδα.
Αν οι κρατικές υπηρεσίες δεν αντιληφθούν ότι εδώ κρίνεται η αξιοπιστία τους, τότε οφείλει να παρέμβει η κυβέρνηση. Γιατί κράτος που δεν μπορεί να απαντήσει στους γονείς που θρηνούν το παιδί τους, δεν είναι κράτος δικαίου. Είναι κράτος-φάντασμα.
Η κοινωνία οφείλει κι αυτή να σταθεί δίπλα στους γονείς του Γιάννη. Γιατί το αίτημα τους δεν είναι προσωπικό· είναι καθολικό: Να υπάρχει λογοδοσία. Να υπάρχει διαφάνεια. Να υπάρχει σεβασμός στη ζωή. Χωρίς αυτά, η επόμενη τραγωδία είναι απλώς θέμα χρόνου.
Το σπίτι του Ανδρέα και της Μαρίας Λαμπίτση άδειασε. Η φωνή τους, όμως, δεν θα σιγήσει μέχρι να λάμψει η αλήθεια. Γιατί η ψυχή του Γιάννη το δικαιούται.