Τις τελευταίες μέρες έγινε πολύ λόγος για το αν η παρέμβαση βουλευτή ή πολιτικού προσώπου σε διοικητική πράξη αποτελεί ρουσφέτι.
Αλλά τι είναι ρουσφέτι;
Το Ρουσφέτι (από την τουρκική Rüşvet: δωροδοκία) είναι η πρακτική της εύνοιας, χαριστικής παροχής ή εξυπηρέτησης κάποιων ατόμων σε βάρος άλλων και αποτελεί μακραίωνη κουλτούρα ραγιαδισμού. Υπονοείται ότι η εύνοια είναι αναξιοκρατική διότι αν όλα λειτουργούν αξιοκρατικά δεν θα χρειαζόταν ρουσφέτι. Για παράδειγμα, ένας επίδοξος πολιτικός που σκοπεύει να κατεβεί σε εκλογές παρεμβαίνει στις προσλήψεις/προαγωγές/μεταθέσεις «αγοράζοντας» ψήφους˙ αποτελεί μορφή δωροδοκίας.
Στην Κυπριακή πραγματικότητα μεταφράζεται ως «μέσον».
Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο διότι, αν ο πολίτης γνώριζε ότι θα κρινόταν δίκαια και αξιοκρατικά, δεν θα κατάφευγε στην αναξιοπρεπή για τον ίδιο τακτική να παρακαλέσει καταφεύγοντας σε «μέσο». Δεν είναι μόνο θέμα αξιοκρατίας αλλά και επιθυμία μερικών να υπερσκελίσουν άλλους εφόσον το σύστημα τους παρέχει τη δυνατότητα. Οι έχοντες και κατέχοντες εξουσία έχουν την ευχέρεια να επιδίδονται στα ρουσφέτια.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι ο λαός μας επικρίνει το «ρουσφέτι» με αποδέκτη τρίτους αλλά το επιζητά ή ακόμα απαιτεί για τον ίδιο. Ευνοεί και ψηφίζει τους πολιτικούς που το προσφέρουν και, παράλληλα, τιμωρεί και καταψηφίζει όσους το αρνούνται και δεν το τιμούν. Σαφώς υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η πρακτική αυτή παραβιάζει τους κανόνες ισότητας, ισονομίας, αξιοκρατίας και αμεροληψίας (Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα). Όχι μόνο είναι αντιδεοντολογική και πράξη διαφθοράς αλλά είναι και παράνομη.
Το 2001 ψηφίστηκε ο Νόμος 27(Ι)/2001, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο Ποινικός Κώδικας και θεσπίστηκε το άρθρο 105 Α, που «ποινικοποιεί» το ρουσφέτι. Όμως, το ρουσφέτι δεν πατάσσεται με νομοθετικά μέτρα.
Στο Φιλελεύθερο (Οκτώβρης 2012, ήμουν στην υπηρεσία τότε) δημοσιεύτηκε άρθρο μου με τίτλο «Το ρουσφέτι ήταν του Υπουργού…». Ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας που δημόσιοι υπάλληλοι καταδικάστηκαν για ρουσφέτι. Επρόκειτο για την περίπτωση όπου δύο ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί που είχαν σχέση με τις προσλήψεις ωρομίσθιου προσωπικού Υπουργείου καταδικάστηκαν αφού μετά από μερική ακρόαση άλλαξαν απάντηση και δήλωσαν παραδοχή στις κατηγορίες για ρουσφέτι. Σύμφωνα με την είδηση οι δύο λειτουργοί είχαν αρχικά δηλώσει αθώοι αλλά όταν πληροφορήθηκαν ότι ο πρώην υπουργός περιλήφθηκε στον κατάλογο με τους μάρτυρες κατηγορίας, με τις μαρτυρίες των οποίων θα πετυχαινόταν η καταδίκη τους, παραδέχτηκαν ενοχή. Η δικαστής άφησε αιχμές για το γεγονός ότι μαζί με τους δύο υπό κατηγορία δημοσίους υπαλλήλους δεν περιλήφθηκε στο κατηγορητήριο για τα καταγγελλόμενα ρουσφέτια και ο πρώην υπουργός.
Συνέχιζα στο άρθρο μου ως εξής: «…ας πάρουμε χάριν της συζήτησης την υποθετική περίπτωση που ένας ανώτερος ζητά από δημόσιο λειτουργό να κάμει ρουσφέτι (χωρίς ο ίδιος να φαίνεται). Ο λειτουργός βρίσκεται τότε μπροστά σε ένα ηθικό δίλημμα. Αν εκτελέσει το ρουσφέτι (ως συνέπεια του οποίου κάποιος ευνοείται και κάποιος άλλος αδικείται), τότε θα έχει την εύνοια του ανωτέρου που μεταφράζεται σε πιθανή προαγωγή ή και άλλα οφελήματα και θα χαρακτηριστεί ως «καλό» παιδί, αφού δε χαλά την πιάτσα. Αν προλάβει και εξαργυρώσει την εύνοια του ανώτερου με οποιονδήποτε τρόπο, επιπλέον του «καλού» παιδιού θεωρείται και έξυπνος.
Αν αρνηθεί τότε θα χαρακτηριστεί ως δύσκολος και ιδιότροπος και θα περιπέσει σε δυσμένεια με όλα τα συνεπακόλουθα. Και το πιο απογοητευτικό είναι ότι κάποιος άλλος λειτουργός θα «υποχρεώσει» τον ανώτερο. Ο υπάλληλος πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός να μην κάμει λάθος διότι δε θα του «χαριστεί» κανένας. Αν είναι τυχερός μπορεί να γλυτώσει την πειθαρχική για ασήμαντη έως ανύπαρκτη αφορμή. Μόνη του παρηγοριά όταν θα προαχθεί άλλος στη θέση του, θα είναι η καθαρή του συνείδηση».
Κατά κανόνα ανήκα στη δεύτερη κατηγορία λειτουργών. Όμως, όπως ανάφερα κάποια άλλη θα βρεθεί να κάμει το ρουσφέτι και να επωφεληθεί της εύνοιας.
Έχω γράψει πολλές φορές ότι η μεγαλύτερη ρετσινιά για ένα δημόσιο υπάλληλο είναι το «δεν μας ακούει»˙ να έχει αρχές και να αρνείται να υποκύψει.
Γιατί άραγε ο Γιάννης Γιαννάκη ανελίχθηκε τόσο εύκολα, μήπως ήταν πειθήνιο όργανο; Όμως, έχει πολλούς άλλους Γιαννάκηδες. Κάποτε προάχθηκε σε Διευθυντή Τμήματος Υπουργείου άνθρωπος που το δικαστήριο αποφάνθηκε, κατόπιν προσφυγής, ότι δεν πληρούσε καν τα κριτήρια να υποβάλει αίτηση. Τι έγινε; Μόλις 6 μήνες μετά που έχασε τη θέση του, διορίστηκε σε επιτροπή πρόσληψης υπαλλήλων.
Η μεγαλύτερη απογοήτευση για μένα είναι όταν παρακολουθώ αυτά τα «καλά, υπάκουα» παιδιά να ανταμείβονται, να ανεβαίνουν και να αναπαράγουν την ευνοιοκρατία.
Δυστυχώς, το ρουσφέτι υπάρχει και δεσπόζει στο δημόσιο βίο του τόπου και κατευθύνει τη συμπεριφορά της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών για αύξηση της πελατείας τους. Είναι μια νοοτροπία βαθιά ριζωμένη μέσα μας, εδώ και αιώνες, που δύσκολα ξεριζώνεται.
Το όλο σύστημα κινείται με συναλλαγές: θα ικανοποιήσω το ρουσφέτι σου για να μην μου επιτεθείς βρίσκοντας λάθη ή θα σου εγκρίνω τα προγράμματα αλλά να προσλάβεις το γιό μου κ.ά.
Είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση η καθιέρωση αντικειμενικών και μετρήσιμων κριτηρίων για τις προσλήψεις, προαγωγές και μεταθέσεις υπαλλήλων του δημόσιου τομέα και διαφανών διαδικασιών κατά την κατακύρωση προσφορών και την εξέταση αιτήσεων.
Όμως, τα θεσμικά μέτρα δεν είναι αρκετά. Χρειάζονται και οι κατάλληλοι άνθρωποι, που «να ανθίστανται σε πιέσεις». Τα όποια νομοθετήματα εξευτελίζονται στα χέρια ακατάλληλων ανθρώπων.
Για να γυρίσει ο Ήλιος, θέλει δουλειά πολλή. Δεν είναι αρκετή μια αλογόμυγα (κατά τον Σωκράτη) χρειάζονται πολλές και ηχηρές αλογόμυγες.