Πολιτικές αψιμαχίες ως δείγμα ασθενούς πολιτισμού

Ο πολιτισμός ενός τόπου φαίνεται κυρίως από το επίπεδο της δημόσιας Υγείας και Παιδείας του. Ταυτοχρόνως, αυτά τα δύο επηρεάζουν και καθορίζουν την ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης, δηλαδή το υγιές της πολιτικής και του πολιτικού λόγου, την πνευματική υγεία των πολιτικών και το επίπεδο της παιδείας τους – των πολιτών μη εξαιρουμένων, εφόσον αυτοί αναδεικνύουν τους κυβερνώντες (οι οποίοι με τη σειρά τους ευθύνονται για τη δημόσια Παιδεία και Υγεία). Όπως αντιλαμβάνεται καθένας, πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο ο οποίος ως εκ τούτου είναι πολύ δύσκολο να διακοπεί. Συχνά λέγεται ότι οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν, με την έννοια ότι κυβερνούν αυτοί που επέλεξε η πλειοψηφία. Όμως, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι η πλειοψηφία σπανίως έχει δίκιο – ευτυχώς, δεν δικαιούται να επιβάλει την άποψή της σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ξανά ευτυχώς, δεν είμαστε όλοι ίδιοι – δεν μας αξίζουν τέτοιοι ηγέτες, αν και (δυστυχώς, ενίοτε) είμαστε ίσοι έναντι του νόμου και των δικαιωμάτων.

Αφορμή γι’ αυτή την απαισιόδοξη εισαγωγή είναι η αντιπαράθεση σχετικά με τα παραρτήματα πανεπιστημίων που έρχονται στην Κύπρο – το Καποδιστριακό συγκεκριμένα, και αν είναι ή όχι ξένο, όπως το ορίζει ο σχετικός νόμος. Για άλλη μια φορά, παρακολουθούμε έναν ανόητο «διαγωνισμό πατριωτισμού», με τον ΔΗΣΥ να διεκδικεί δάφνες (μάλλον… πικροδάφνες) από το ΑΛΜΑ του Οδυσσέα Μιχαηλίδη. Όλα ξεκίνησαν από την αναζήτηση χώρου στη Λευκωσία για το ελληνικό πανεπιστήμιο και την προσφορά, από την Αρχιεπισκοπή κυρίως, ιστορικών χώρων που της ανήκουν στην παλιά πόλη, όπως το πρώην σχολείο της Φανερωμένης, έπειτα το (επίσης εγκαταλελειμμένο) σχολείο Ελένειο (το διεκδικούσε το Πανεπιστήμιο Κύπρου επί πρυτανείας Κώστα Χριστοφίδη), στη συνέχεια το κτήριο Τσαούση στο οποίο στεγάζεται (προσωρινά, υποτίθεται) η Κυπριακή Βιβλιοθήκη. Ορισμένοι, όπως ο πρώην πρύτανης Κ. Χριστοφίδης που πολιτεύεται με το ΑΛΜΑ, αντέδρασαν έντονα, δίνοντας την ευκαιρία στον ΔΗΣΥ να υπερασπιστεί τα… «εθνικά δικαιώματα» του ελληνικού πανεπιστημίου στην Κύπρο.

Όπως και με τον ελληνικό εθνικό ύμνο και τη χρήση του από το κυπριακό κράτος, ένα κατεξοχήν πρακτικό θέμα ανάγεται και πάλι σε ζήτημα ύψιστης εθνικής σημασίας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σε ένα σύγχρονο –υποτίθεται– ευρωπαϊκό κράτος. Τι σχέση έχει η αναζήτηση κτηριακών εγκαταστάσεων με το ότι σπούδασαν στην Ελλάδα χιλιάδες Κύπριοι φοιτητές σε καιρούς δύσκολους (και ακόμα το κάνουν, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες); Είναι οφειλόμενη «εθνική υποχρέωση» των Κυπρίων, όπως ισχυρίζονται οι «πατριώτες» του δεξιού ΔΗΣΥ, με απώτερο σκοπό να εισπράξουν ψήφους «εθνικοφρόνων» που διαρρέουν προς το πιο «πατριωτικό», αν και επίσης ψευδεπίγραφο, ΕΛΑΜ; Σάμπως και μπλέξαμε τις πατρίδες μας εδώ στην Κύπρο, μαζί με τα (πολιτικά) μπούτια μας; Οι του ΑΛΜΑτος, από την άλλη, θεωρούν τους βρετανοσπουδαγμένους του ΔΗΣΥ ή αυτούς που φοίτησαν στο English School (της Κύπρου, μην το ξεχνάμε) ως λιγότερο πατριώτες, μόνο και μόνο ως εκ τούτου;

Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης θα πρέπει να διαλέγει πιο προσεκτικά τους συνεργάτες του, αν θέλει οι πολιτικές παρεμβάσεις του να είναι διαφορετικές, επί της ουσίας και όχι επί της ανοησίας των υπολοίπων, τους οποίους έχουμε πλέον βαρεθεί και απορρίψει. Ο κόσμος διψά για πολιτικούς ηγέτες που όχι μόνο εναντιώνονται στη διαφθορά, τον κύριο εχθρό μιας υγιούς κρατικής μηχανής και της ευημερίας των πολιτών, αλλά που διακρίνουν και προτάσσουν το ουσιώδες έναντι του άσχετου, που δεν παρασύρονται σε βλακώδεις αψιμαχίες επίδειξης εθνικοφροσύνης, ανθρώπους που η ευθύτητα και η αποτελεσματικότητα της κρίσης τους να εμπνέει εμπιστοσύνη. Να μην ξεχνάμε, επιπλέον, ότι όλα αυτά επιτρέπουν στους ακροδεξιούς λύκους να εμφανίζονται ως αγνοί εθνοσωτήρες, ενδεδυμένοι την «προβιά» του άκακου εθνικισμού – ώσπου να πατήσουν πόδι στην εξουσία και να αποκαλύψουν ποιοι και τι ακριβώς είναι. Το πρόβλημα είναι ότι, εφόσον η Παιδεία μας δεν είναι όσο υγιής θα έπρεπε, η κριτική ικανότητά μας είναι αναλόγως περιορισμένη – και ασθενής, με κάθε έννοια του όρου.

chrarv@philelefheros.com

MINORITY REPORT, 28.09.2025