Η Άννα και η Έλενα γεννήθηκαν όπως πολλά παιδιά μεταναστών της δεκαετίας του ’60 στην Αφρική όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς τους. Μα σαν έφτασαν στην ηλικία του δημοτικού τις άφησαν στο νησί υπό τη φροντίδα των παππούδων. Στην Αφρική, το κοντινότερο σχολείο απείχε χιλιάδες χιλιόμετρα από το σπίτι τους που ήταν χαμένο σε φυτείες, ποτάμια και λίμνες. Παρά να τις στείλουν σε οικοτροφείο, «κάλλιον με τους παππούδες» έλεγαν για να παρηγορούνται κιόλας οι γονείς.
Το σπίτι στη σαβάνα ήταν μεγάλο με πολλά δωμάτια, πολλούς υπηρέτες, μεγάλες στεγασμένες βεράντες για τις ζεστές μέρες ή για την περίοδο των βροχών. Περιτριγυρισμένο από κήπο με εξωτικά άνθη, ψηλά δέντρα και ψηλούς τοίχους με συρματοπλέγματα. Μόνο τα πολύχρωμα πουλιά και οι μαϊμούδες έμπαιναν ελεύθερα πηδώντας από το ένα κλαδί στο άλλο. Οι εργάτες και οι αγρότες που δούλευαν στις φυτείες είχαν επίσης το καθήκον να προστατεύουν την οικογένεια από τα άγρια ζώα και τους ελέφαντες ανάβοντας φώτα και φωτιές μες στη νύχτα.
Αυτές ήταν οι νηπιακές μνήμες που είχαν τα δυο κορίτσια από τη μαύρη ήπειρο, αν και μπορεί να ήταν απλά εικόνες που κατασκεύασαν στη συνέχεια από τις διηγήσεις των παππούδων και των θείων, οι οποίοι προσπαθούσαν να καλύψουν το κενό που άφηνε η απουσία των γονιών. Αυτοί ήταν πλέον οι κηδεμόνες των δύο αδελφών, το υπέγραφαν μάλιστα σ’ ένα έντυπο στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς.
Τους γονείς θα τους έβλεπαν το καλοκαίρι όταν κατέφθαναν με τεράστιες βαριές αποσκευές και μπαούλα, γεμάτα από δώρα για όλη την οικογένεια μα κυρίως για τα κορίτσια: τα τελευταία μοντέλα της Barbie, με τα έπιπλα και τη γκαρνταρόμπα της, ρούχα, δαντελένια και βελούδινα φορέματα, παντελόνια τζιν από επώνυμες μάρκες, hot-pants, αθλητικά παπούτσια, πατίνια, καπέλα και κασκέτα που κανένα άλλο κορίτσι στο νησί δεν φορούσε όμοιά τους. Ηλεκτρικές συσκευές, μίνι τηλεόραση για το δωμάτιό τους, φορητό κασετόφωνο, αφρικάνικα παιχνίδια και κοσμήματα με χάντρες, μέχρι και μουσικά όργανα. Οι φίλες τους χαίρονταν όποτε έπαιρναν πρόσκληση για να παίξουν στο σπίτι των δύο αδελφών με τα πρωτότυπα, πρωτοποριακά μα και παράξενα παιχνίδια.
Τα καλοκαίρια στη βεράντα της γιαγιάς αστραφτοβολούσαν τα διαμάντια και ο χρυσός, στα χέρια και στον λαιμό των γυναικών, κάθε ηλικίας. Η μητέρα έφερνε δώρα χρυσαφικά και ελεφαντόδοντα, στις θείες και στις φίλες που είχαν κατά την απουσία τους την έγνοια των κοριτσιών, τα οποία ζούσαν τώρα ένα όνειρο, με εκδρομές και εξορμήσεις στο βουνό και στη θάλασσα με τους γονείς. Νυχτερινές εξόδους σε σπίτια, ταβέρνες ή στο θερινό σινεμά. Παρόλο που οι δύο αδελφές γεννήθηκαν χειμώνα, γιόρταζαν τα γενέθλιά τους κατακαλόκαιρο, ώστε να παρευρίσκονται κι οι γονείς.
Πάντα όμως μετά τη μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταυγούστου, τα πρώτα συννεφάκια ταξίδευαν στον ουρανό που δεν έφερναν βροχές παρά μόνο δάκρυα στα μάτια των κοριτσιών μια και είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την αναχώρηση των γονιών. Οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν και αυτοί ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για την επιστροφή, παρά τα κλάματα και τα παρακάλια των μικρών.
-Πάρτε μας μαζί σας!
Μα οι γονείς έφευγαν κάνοντας την καρδιά τους πέτρα. Τα κορίτσια με μαύρη τη δική τους καρδιά φορούσαν τις γκριζόμαυρες καρό σχολικές ποδιές επιστρέφοντας στα γκρίζα θρανία, χωρίς τη συνοδεία των γονιών τους που έλειπαν και από τις σχολικές γιορτές. Ποτέ δεν ήταν εκεί για να τις καμαρώσουν όταν χόρευαν, τραγουδούσαν ή απάγγελναν ένα ποίημα. H γειτόνισσά τους η Στάλα έμενε σ’ ένα μικρό φτωχικό σπιτάκι, είχε ελάχιστα παιχνίδια και ρούχα, μα είχε τους γονείς της, όχι μόνο στις διακοπές του καλοκαιριού αλλά ολόχρονα. Πόσο θα ήθελαν να βρίσκονται στη δική της θέση.
Τις Κυριακές περίμεναν την τηλεφωνήτρια να τους συνδέσει με Αφρική, για ένα περιορισμένου χρόνου και λέξεων τηλεφώνημα με τους γονείς.
-Τι κάμνεις Αννούλα;
-Καλά, εσύ;
-Επεθύμησά σε.
Ο ταχυδρόμος έφερνε συχνά γράμματα ή carte-postales με φωτογραφίες από άγρια ζώα, καταρράκτες ή πόλεις με ουρανοξύστες. Κάθε Χριστούγεννα τους έστελναν και μια φωτογραφία: οι γονείς καθισμένοι κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στη βεράντα με τα ψάθινα έπιπλα και η μητέρα ντυμένη με καλοκαιρινό λουλουδένιο φουστάνι. Αυτές φωτογραφίζονταν κάτω από το δικό τους δέντρο, φορώντας βελούδινα φορέματα, μάλλινες ζακέτες και λουστρίνια, καθισμένες στη δορά μιας λεοπάρδαλης με τα νεκρά μάτια να γυαλίζουν στο φλας της φωτογραφικής. Στον τοίχο δέσποζαν τα βαλσαμωμένα κεφάλια ενός βουβαλιού και ενός και ελαφιού, που είχαν σταλεί με φορτωτική από την Αφρική και κοσμούσαν το σπίτι των παππούδων μαζί με τα τεράστια ελεφαντόδοντα.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο τα κορίτσια παντρεύτηκαν με τον πρώτο τους έρωτα και δεν θέλησαν να φύγουν για σπουδές. Έφτιαξαν αμέσως τα δικά τους σπίτια και οικογένειες. Σπίτια απλά, λιτά, χωρίς τίποτε το περιττό και κυρίως χωρίς αντικείμενα που να τους θυμίζουν το σπίτι των παππούδων με τα βαλσαμωμένα ζώα, τα ελεφαντόδοντα και τις λεοπαρδάλεις για χαλιά. Δεν έφυγαν ποτέ, ούτε για ταξίδι, χωρίς τα παιδιά τους.
dena.toumazi@gmail.com