Ένα τέτοιο νομοσχέδιο, που επιχειρεί να επιβάλει περιορισμούς στις δημόσιες συγκεντρώσεις με βάση τον αριθμό των συμμετεχόντων, προκαλεί αναπόφευκτα σοβαρά ερωτήματα τόσο για τη σκοπιμότητα όσο και για τη συνταγματικότητά του. Είναι αλήθεια πως η πολιτεία διαθέτει την ευθύνη να διαφυλάσσει την τάξη και την ασφάλεια. Τούτο όμως δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως αυτό της ελευθερίας της έκφρασης και της συνάθροισης, που κατοχυρώνονται ρητά και αδιαπραγμάτευτα στο Σύνταγμα και στα διεθνή κείμενα ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η πρόνοια ότι από το σημείο και πέρα που συγκεντρώνονται πάνω από 20 άτομα επιβάλλονται διαδικασίες και υποχρεώσεις στον διοργανωτή, ανοίγει μια επικίνδυνη κερκόπορτα. Ο διοργανωτής φέρει ευθύνη όχι μόνο για τους προσκεκλημένους του αλλά και για οποιονδήποτε «ανεπιθύμητο» ή «τυχαίο» προσέλθει και προστεθεί στη συγκέντρωση. Δημιουργείται έτσι μια παραλογική συνθήκη, όπου η αυθόρμητη συμμετοχή του πολίτη καθίσταται σχεδόν παράνομη ή εν πάση περιπτώσει βαρίδι για τον διοργανωτή. Στην πράξη, ποιος μπορεί να ελέγξει τον περαστικό που κοντοστέκεται, τον φίλο του φίλου που περνά να δει, ή τον πολίτη που συγκινείται από το θέμα και αποφασίζει εκείνη τη στιγμή να πάρει θέση; Θα θεωρηθούν όλοι αυτοί «παράνομοι»; Και πώς ο διοργανωτής μπορεί να τους αποκλείσει χωρίς να μετατραπεί σε φρουρό ή σε αστυνομικό υπάλληλο του κράτους;
Η λογική του νομοσχεδίου οδηγεί τελικά σε ένα κλίμα φόβου. Ο πολίτης που σκέφτεται να οργανώσει μια μικρή ειρηνική συγκέντρωση για να εκφράσει μια άποψη, θα αναλογιστεί τις πιθανές συνέπειες: Τι θα γίνει αν ο αριθμός «ξεφύγει»; Αν ο δρόμος φέρει αυθόρμητα περισσότερους; Αν κάποιος προβοκάτορας εκμεταλλευτεί την κατάσταση και «φουσκώσει» το πλήθος ώστε να καταστεί παράνομη η συγκέντρωση; Έτσι, ο διοργανωτής καθίσταται όμηρος ενός αυθαίρετου και εξαιρετικά αβέβαιου πλαισίου, ενώ το δικαίωμα του συνέρχεσθαι πλήττεται καίρια.
Επιπλέον, η ρύθμιση αυτή προσφέρει στην εκάστοτε εξουσία ένα υπερβολικά ευέλικτο εργαλείο φίμωσης. Επικαλούμενη τάχα την «υπέρβαση των 20 ατόμων» μπορεί να θεωρήσει σχεδόν οποιαδήποτε συγκέντρωση παράνομη. Από την άλλη, η ίδια εξουσία μπορεί κατά το δοκούν να δείχνει ανοχή σε άλλες, «φιλικές» συγκεντρώσεις, αποδεικνύοντας ότι ο νόμος αυτός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας μηχανισμός επιλεκτικής καταστολής. Έτσι, αντί να θωρακίζει τη δημοκρατία, υπονομεύει την ισότητα και εντείνει την καχυποψία προς τους θεσμούς.
Ας μη λησμονούμε ότι η ελευθερία των συναθροίσεων, με όλη την αβεβαιότητα και την αυθορμησία που τη χαρακτηρίζουν, είναι η καρδιά της δημοκρατικής έκφρασης. Δεν μπορεί να μπαίνει σε καλούπια αριθμητικών ορίων, ούτε να φορτώνεται με δυσανάλογες ευθύνες που πρακτικά καθιστούν απαγορευτική την οργάνωση της πιο απλής διαμαρτυρίας. Αντιθέτως, το καθήκον της πολιτείας είναι να δημιουργεί πλαίσια ασφαλείας που να προστατεύουν την ειρηνική έκφραση και όχι να τη στραγγαλίζουν.
Το νομοσχέδιο αυτό, όπως παρουσιάζεται, μοιάζει περισσότερο με μια απόπειρα περιστολής δικαιωμάτων παρά με ρύθμιση για την κοινωνική ευταξία. Με την επίφαση του «ελέγχου» και της «προβλεψιμότητας», στην ουσία επιδιώκεται να καταστεί κάθε έκφραση πολιτών μια δύσκολη, επικίνδυνη και ποινικά επισφαλής υπόθεση. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, όμως, η φωνή των πολιτών δεν μπορεί να μετριέται με αριθμούς. Μπορεί να είναι μία, μπορεί να είναι εκατό, μπορεί να είναι χιλιάδες. Το δίκαιο της έκφρασης δεν τίθεται υπό αριθμητική προϋπόθεση.
Ο στραγγαλισμός της συνάθροισης

ΣΧΟΛΙΑ
Προβολή σχολίων