Η τελευταία δολοφονία του επιχειρηματία στη Λεμεσό έχει σοκάρει όλους μας για τη θρασύτητα των δολοφόνων να κτυπήσουν σε πρωινή ώρα. Η όλη διαδικασία δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από τα έργα που βλέπουμε στις οθόνες μας. Σίγουρα οι δολοφόνοι ήταν επαγγελματίες και όλα ήταν καλά προσχεδιασμένα.

Όλα τα τηλεοπτικά κανάλια πρόβαλαν από την πρώτη στιγμή το συμβάν και το πολυτελές αυτοκίνητο στο οποίο εκτελέστηκε ο επιχειρηματίας˙ ήταν ολοκαίνουργιο και έγραφε πάνω «Δοκιμή» ακόμα. Διερωτήθηκα πόσα στοιχίζει ένα τέτοια αυτοκίνητο. Σύμφωνα με το διαδίκτυο: «Το κόστος του τελευταίου μοντέλου της Rolls-Royce εξαρτάται από το συγκεκριμένο όχημα, αλλά η Rolls-Royce Phantom του 2025 ξεκινά από περίπου 510.000 δολάρια για το βασικό μοντέλο και μπορεί να ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο δολάρια για υψηλότερες εκδόσεις όπως η Scintilla Private». Αστρονομικά ποσά για ένα αυτοκίνητο, και είναι να διερωτάται κάποιος τι είδους επιχειρήσεις αποφέρουν τόσο μεγάλο κέρδος;

Με το άκουσμα της δολοφονίας βρισκόμουν στην Πάφο και παγαίνοντας για ψώνια βρέθηκα σε ένα πηγαδάκι που σχολίαζε τη δολοφονία μόλις ανακοινώθηκε το όνομα του θύματος. Άνθρωποι, άσχετοι μεταξύ τους γνώριζαν για το είδος των «επιχειρήσεων» του συγκεκριμένου ατόμου και ο καθένας πρόσθετε και μια λεπτομέρεια: συνεταίρεψε με τον τάδε, έκαμε το άλλο…

Βρισκόμαστε στην Κύπρο όπου δεν ισχύει το αγγλικό «mind your own business» δηλαδή κοίταζε μόνο τη δική σου δουλειά. Εδώ ο καθένας γνωρίζει και για το γείτονα του και γνωρίζει επίσης τί δουλειά κάμνει και περίπου πόσα χρήματα βγάζει.

Και το ερώτημα είναι αφού ο κόσμος γνωρίζει τόσα πολλά, είναι δυνατόν να μην γνωρίζουν οι Αρχές;
Ο κόσμος γνωρίζει πολλά αλλά προφανώς δεν μιλά. Βασική προϋπόθεση να ανοίξει το στόμα του κάποιος είναι να έχει εμπιστοσύνη σε αυτόν που θα μιλήσει. Να τον θεωρήσει τίμιο και υπεράνω κομματικών παρεμβάσεων.

Η Λεμεσός πάντα πρωτοστατούσε στο έγκλημα και στις φατρίες. Παλαιότερα δρούσαν δυο συμμορίες στη Λεμεσό, οι Ζαχαρίες και οι Κολοσσιάτες. Η μεταξύ τους βεντέτα διάρκεσε 25 χρόνια και στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 200 άτομα, κάποιων από τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ τα πτώματά τους. Η Κύπρος συγκλονίστηκε με τις αιματηρές διαμάχες αλληλοεξόντωσης που συνέχισαν και όταν οι αρχηγοί δολοφονήθηκαν. Ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος από τις δολοφονίες και την αγριότητα τους.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ ζήτησε πάταξη του εγκλήματος και ανατέθηκε στον υπεύθυνο του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (CID) Χαράλαμπο Καμιναρά (παπάς μου) η εξιχνίαση των στυγερών εγκλημάτων. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να μεταφέρει, για λόγους ασφαλείας, την οικογένεια, στα διώροφα σπίτια δίπλα στο αρχηγείο της αστυνομίας που προορίζονταν για τους αξιωματικούς. Αποδείχτηκε σοφή η ενέργεια του διότι έγινε απόπειρα απαγωγής μου όταν μια μέρα, μικρό κοριτσάκι ακόμα, βγήκα στον κύριο δρόμο. Σταμάτησε δίπλα μου ένα διπλοκάμπινο και προσπάθησε να με αρπάξει. Όμως ήμουν καλά δασκαλεμένη και αμέσως έτρεξα προς την αστυνομία οπότε αυτοί έφυγαν. Ο Καμιναράς ηγείτο προσωπικά των ανακρίσεων μαζί με μια μικρή ομάδα αδιάφθορων της δικής του επιλογής. Πηγαινοερχόταν καθημερινά Λεμεσό. Οι εγκληματίες τον είχαν επικηρύξει και του είχαν στήσει ενέδρα τρεις φορές. Όμως, ποτέ δεν ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο ούτε αναχωρούσε την ίδια ώρα. Όταν τον περίμεναν στο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού πρωϊνές εργάσιμες ώρες, αυτός είχε ήδη πάει Λεμεσό ξημερώματα μέσω Τροόδους.

Η συμμορία του αδίστακτου Ζαχαρία Αντωνίου είχε αποκτήσει διασυνδέσεις με αστυνομικούς της περιοχής, με Τουρκοκύπριους και Άγγλους αξιωματούχους. Εξίσου αδίστακτη η συμμορία των Κολοσσιατών με αρχηγό τον Χαμπή Ονησιφόρου Κολοσσιάτη. Διεξαγόταν ένας κύκλος αίματος με δολοφονίες, ανηθικότητες, βιασμούς, εκβιασμούς που χαρακτηρίζονταν από μεγάλη αγριότητα.

Μέχρι που ανέλαβε ο Χαράλαμπος Καμιναράς να «καθαρίσει» τη Λεμεσό από τις συμμορίες, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί μαρτυρία εναντίον τους, παρά τις πολλές και άγριες δολοφονίες, διότι κανένας δεν μαρτυρούσε από φόβο. Σταδιακά κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου που άρχισε να μιλά, έδινε μαρτυρίες, στοιχειοθετήθηκαν υποθέσεις. Αναλαμβάνοντας την εξιχνίαση, τις ανακρίσεις και να φέρει τις μαρτυρίες ενώπιον του δικαστηρίου αντιλαμβανόταν την επικινδυνότητα της κατάστασης. Με τη μεθοδικότητα, την εργατικότητα και εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο κόσμος δίνονταν μαρτυρίες, με αποτέλεσμα να διαλευκανθούν οι φόνοι και οι συμμορίτες να καταδικαστούν.

Τρία άτομα της συμμορίας Ζαχαρία καταδικάστηκαν σε θάνατο, οι Χαμπής Ζαχαρία, Λαζαρής Δημητρίου και Μιχαήλ Χειλέτικος. Οι δικηγόρoι τωv Λαζαρή Δημητρίoυ και Μιχαήλ Χειλέτικoυ, Φρίξoς Μαρκίδης, Άντης Τριαvταφυλίδης και Κ. Σαβεριάδης, καθώς και τoυ Χαράλαμπoυ Ζαχαρία, Ραoύφ Ντεvκτάς αποτάθηκαν στον πρόεδρο Μακάριο ζητώντας χάρη. Την αίτησή τους απέρριψε ο προεδρεύων της Δημοκρατίας, Γλαύκος Κληρίδης, αφού στο μεταξύ ο Μακάριος είχε αναχωρήσει για επίσημες επισκέψεις στο εξωτερικό. Εκτελέστηκαν στις 12 Ιουνίου 1962.

Ο Καμιναράς πήρε ως επιβράβευση και μόνη ανταμοιβή μια συγχαρητήρια επιστολή από τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Πολύκαρπο Γιωρκάτζιη.

Δυστυχώς τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας, μετά την ανεξαρτησία η συμμορία Ζαχαρία, εμπλάκηκε στις διαμάχες που είχαν προκύψει μεταξύ αγωνιστών της ΕΟΚΑ, τα διάφορα καπετανάτα, για τη νομή της εξουσίας. Κάποιοι πρώην αγωνιστές, απλοί απόφοιτοι Δημοτικού, βρέθηκαν να είναι βουλευτές, υπουργοί, πρέσβεις, άλλοι έμειναν εκτός.

Όμως, το νεοσύστατο κράτος επιθυμούσε να επιβάλει την τάξη.

Μετά από λίγο καιρό προέκυψε μεγάλη πυρκαγιά σε υποστατικό. Ζητήθηκε από τον Καμιναρά να αλλοιώσει και αποκρύψει τα τεκμήρια. Αρνήθηκε και επέμενε στη σωστή διαλεύκανση της υπόθεσης. Αποτέλεσμα να του αφαιρεθούν πάραυτα τα καθήκοντα στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων και να μετακινηθεί στο Τμήμα Τροχαίας.

Εδώ Κύπρος.