Αναπόφευκτα το μυαλό πάει μακριά, σ’ εκείνα τα μεταπολεμικά χρόνια της Πύλης Αμμοχώστου, του Λάζαρου, του Κόκου Ηλιάδη και του Κήρυκα, του Αιγαίου του Φτωχόπουλου στο υπόγειο με τις φουκούδες όπου ψήναμε ελιές οφτές!

Εκεί ταξίδεψε το μυαλό μου όταν έμαθα τον θάνατο του Διονύση. Εκεί τον γνωρίσαμε πολλοί, εκείνα τα χρόνια όταν μπορούσαμε «εμείς, μικροί, μεγάλοι, σημαντικοί και άσημοι» να γεμίζουμε την τότε Πλατεία Ελευθερίας ή την τάφρο της Πύλης Αμμοχώστου «για μας», όχι για τους πολιτικούς, ούτε τους κομματικούς, μόνο και μόνο για ν’ ακούσουμε το «ας κρατήσουν οι χοροί»!

Μάρτης του 1986, απόγευμα στο αεροδρόμιο της Λάρνακας ως νεαρή και άπειρη Πολιτιστική Λειτουργός του Δήμου Λευκωσίας να υποδεχθώ τον Διονύση Σαββόπουλο με την Άσπα, τη γυναίκα του, τον Χρήστο Γιανναρά με τη γυναίκα του Τατιάνα και τον Κωστή Ζουράρι που ήρθε με τον άλλο Ζουράρι, τον Δειπνοσοφιστή.

Όλοι καλεσμένοι του Δήμου Λευκωσίας ως ομιλητές στον κύκλο «Η Γλώσσα» του Λαϊκού Πανεπιστημίου που οργάνωνε τότε ο Δήμος με το ΡΙΚ κάθε Τετάρτη στην Πύλη Αμμοχώστου. Επικεφαλής των δύο ιδρυμάτων ένα δίδυμο ανεπανάληπτο: Λέλλος Δημητριάδης και Ανδρέας Χριστοφίδης. Στη σκάλα του αεροπλάνου πρώτος ο Διονύσης κατεβαίνοντας τραγουδούσε, είχε δει από ψηλά τη Λάρνακα, την Αλυκή, τη θάλασσα, ήταν ήδη μαγεμένος.

Στο ταξί προς Λευκωσία ο Σαββόπουλος ακούγοντας τον ταξιτζή και την αφεντιά μου να μιλάμε κυπριακά, ρώτησε τον οδηγό εις άπταιστον κυπριακήν, ήντα λαλείς κουμπάρε και βέβαια ο κύριος Πάμπος, ο ταξιτζής, αφορμή ζητούσε και απάντησε στο επόμενο λεπτό στους υψηλούς ξένους με ένα τσιατιστό. Αυτό ήταν, μαγεύτηκε, τρελάθηκε ο Σαββόπουλος ακολούθησε ο Ζουράρις, ο Γιανναράς έκανε προσπάθειες να είναι ο πιο σοβαρός από τους τρεις καθότι ο Σαββόπουλος και ο Ζουράρις είχαν αποφασίσει, ακριβώς λόγω της μουσικότητας της γλώσσας, να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα των Κυπρίων κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερής διαμονής τους στο νησί.

Σταματήσαμε σε ένα σουβλιτζίδικο στο δρόμο, οι γεύσεις, οι ήχοι, η κουβέντα, η κάθε στιγμή είχε μια πληρότητα και ήταν γεμάτη από ευγνωμοσύνη για τούτο το συναπάντημα. Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο περασμένα μεσάνυχτα απόρησαν, μα από τώρα να κοιμηθούμε; Και βγήκαν σεργιάνι, να ανασάνουν τον αέρα της ανοιξιάτικης Λευκωσίας. Ακολούθησαν ενώπιον μιας λαοθάλασσας οι συζητήσεις στην Πύλη.

Γράφει στον Κήρυκα της Κυριακής 9 Μαρτίου ο Λάζαρος: Με τον Διονύση Σαββόπουλο, το Χρήστο Γιανναρά και ένα πλήθος ανθρώπων στις, δια ανοιχτών παραθύρων συγκοινωνούσες τρεις αίθουσες της Πύλης Αμμοχώστου, άρχισε την Τετάρτη 4 Μαρτίου η συζήτηση του θέματος της γλώσσας μας.

Ήταν πολέμιος του μονοτονικού, υπερασπιστής της διάσωσης της γλώσσας, όχι ως μέσου και οχήματος, αλλά ως σχέσης και τρόπου βίου. Εξήγησε σ’ ένα ακροατήριο που αποτελείτο από καθηγητές πανεπιστημίου, φοιτητές, Ταχτακαλίτες και Ταχτακαλίτισσες, κυρίες της υψηλής κοινωνίας και πιτσιρικάδες την έννοια και την αναγκαιότητα των τόνων που καθιέρωσαν οι Αλεξανδρινοί ως ένα είδος πενταγράμμου για να κρατήσουν τη μουσικότητα της γλώσσας, μετατρέποντας έτσι τα κείμενα σε παρτιτούρες. Άφωνο το κοινό.

Εξήγησε γιατί ήταν πολέμιος του μονοτονικού τονίζοντας ότι μεταβάλλει τη γλώσσα σ’ ένα δάσος καμένο, όχι μόνο οπτικά, αλλά βαθύτερα γιατί διαφοροποιεί την αντίληψή μας για τη γλώσσα και μάς προτρέπει να τη δούμε ως ένα εργαλείο κάτι σαν σήματα της τροχαίας. Συζήτηση έντονη, ένα ακροατήριο που άκουγε μαγεμένο ενώ σιγοτραγουδούσε ότι η Κύπρος δεν είναι οικόπεδο που το καταπατούνε, πολλοί αντέδρασαν στη στάση του, άλλοι στήριξαν την ανάγκη της γνώσης της γλώσσας και της ορθογραφίας… Όλοι άκουγαν!

Όλο αυτό ως προειδοποίηση πριν 39 χρόνια.

Μετά τις συζητήσεις, τους προβληματισμούς και τα ερωτήματα ακολουθούσαν, ως ευλογία, οι νυχτερινές κρασοκατανύξεις στο Αιγαίο. Αξέχαστες και μοναδικές ώρες, δώρα πολύτιμα.

Οι επόμενες ανοιξιάτικες μέρες βρήκαν όλη την παρέα στην Παναγία της Ασίνου, ο Διονύσης να στέκεται με δέος μπροστά στο κάλλος των τοιχογραφιών, να ρωτά, να αναζητεί ρίζες, παραδόσεις, μελωδίες, φωνές, όλοι να επαναφέρουν φορτικά στη συζήτηση τη Σμύρνη, τον Σεφέρη, τον Διαμαντή, εμάς, το μέλλον, την κυπριακή διάλεκτο. Και μεσοστρατίς ανάπαυλες σε ταβέρνες στις Πλάτρες, στη Λόφου, στο Κοιλάνι και από εκεί στην Πάφο, στην Μπουάτ του Ανδρέα, τραγούδι και κουβέντα μέχρι τα ξημερώματα…

Ο Σαββόπουλος έβλεπε την Κύπρο ερωτικά, δε χόρταινε τη διάλεκτό μας, έκανε φίλους εδώ, παρέες που αγαπούσε, πώς να ξεχάσω τα βράδια με τον Τίτο Κολώτα στη Λεμεσό τα γέλια, το κέφι, τα τραγούδια. Είχε μια αύρα ο Διονύσης, μια ανθρωπιά που σπάνια ξεχνάς.

Θα λείψει σε όλους μας. Ανάγιωσε τη δική μου γενιά αλλά κι αυτήν των παιδιών μου και αφαίρεσε μ’ ένα μαγικό τρόπο με τη φωνή και τα τραγούδια του την πίκρα που μας είχε δώσει η Ελλάδα των συνταγματαρχών. Έσπειρε μια νέα Ελλάδα που εμπεριέχει και τον Καραγκιόζη και τον Κολοκοτρώνη, που έχει απήχηση όχι μόνο στην παλιά γενιά, αλλά και στους πιτσιρικάδες, τους κατά τα άλλα γιάπιδες των greeklish. Η Συννεφούλα τους αγγίζει περισσότερο από τον εθνικό ύμνο, ενώ το «τι να φταίει η Βουλή έρημη και απρόσωπη», το προσλαμβάνουν και το καταλαβαίνουν.

Ο Διονύσης είναι τα τραγούδια του, είναι η φωνή του, είναι η Ελλάδα που όπως έλεγε πάντα δεν ήταν ποτέ ένας τόπος μονάχα, ήταν ένας τρόπος βίου. Στο καλό Διονύση η Κύπρος θα είναι δίπλα σου πάντα.

Ελεύθερα, 26.10.2025