Η συζήτηση στην Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής για τον τρόπο αναγραφής των ονομάτων στα ψηφοδέλτια ενόψει βουλευτικών εκλογών, αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο από ένα τεχνικό εκλογικό ζήτημα. Αγγίζει τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατική διαδικασία: ως ουδέτερο μηχανισμό καταμέτρησης ψήφων ή ως ακόμη μία σκηνή πολιτικής προβολής.
Η θέση της Νομικής Υπηρεσίας είναι καθαρή. Όχι παρωνύμια, όχι αξιώματα, όχι τοπωνύμια, όχι πρόσθετο «κείμενο» που μετατρέπει το ψηφοδέλτιο σε μικρό φυλλάδιο. Γίνονται δεκτά μόνο ουδέτερα στοιχεία ταυτοποίησης, όπως το υποκοριστικό του μικρού ονόματος, το επώνυμο συζύγου, το αρχικό του πατέρα και σε εξαιρετικές περιπτώσεις συνωνυμίας, το όνομα πατρός και το επάγγελμα. Πρόκειται για μια προσέγγιση που προστατεύει δύο βασικές αρχές: την ισότητα των υποψηφίων και την καθαρότητα του ψηφοδελτίου.
Απέναντι σε αυτό, ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, Δημήτρης Δημητρίου, τον οποίο το ζήτημα αφορά άμεσα, αντιτείνει ότι το πατρώνυμο δεν αρκεί και ότι το αξίωμα (στη δική του περίπτωση «βουλευτής») είναι «τίτλος τιμής» που αποκτήθηκε με ιδρώτα και κόπο και άρα πρέπει να μπορεί να αναγράφεται. Είναι όμως η κάλπη ο χώρος για να αποτιμηθεί αυτός ο κόπος; Ή μήπως ο πραγματικός τίτλος τιμής είναι η ίδια η ψήφος, που δίνεται ή αφαιρείται χωρίς να χρειάζεται υπενθύμιση στο χαρτί του ψηφοδελτίου;
Η επιχειρηματολογία υπέρ της αναγραφής του αξιώματος κρύβει έναν κίνδυνο: να νομιμοποιήσουμε θεσμικά την ανισότητα μεταξύ εν ενεργεία βουλευτών και νέων υποψηφίων. Αν το ψηφοδέλτιο γράφει για παράδειγμα «Χ – βουλευτής» και δίπλα «Ψ – ιδιωτικός υπάλληλος», τότε η κάλπη δεν λειτουργεί ως ουδέτερο σημείο εκκίνησης, αλλά ως χώρος αναπαραγωγής του ήδη υπάρχοντος πολιτικού κεφαλαίου. Επιπλέον, υπάρχει μια λεπτή γραμμή διότι το επάγγελμα «γιατρός» ή «δικηγόρος» μπορεί να βοηθήσει στην ταυτοποίηση σε περίπτωση συνωνυμίας, ωστόσο το «βουλευτής» είναι το αντικείμενο κρίσης του ψηφοφόρου τη δεδομένη στιγμή.
Το επιχείρημα ότι ο ψηφοφόρος δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει πώς λέγεται ο πατέρας του καθενός είναι πολιτικά εύηχο, αλλά θεσμικά παραπλανητικό. Κι αυτό διότι κανείς δεν ζητά από τον πολίτη να θυμάται πατρώνυμα απ’ έξω. Το ζητούμενο είναι να μπορεί, βλέποντας το ψηφοδέλτιο, να ξεχωρίσει ποιος είναι ποιος με τρόπο αντικειμενικό και ίσο για όλους. Το πατρώνυμο και το επάγγελμα επιτυγχάνουν αυτόν ακριβώς τον σκοπό χωρίς να προσδίδουν προβάδισμα ή πλεονέκτημα.
Η υπόθεση των δύο Δημήτρηδων Δημητρίου που κατέρχονται υποψήφιοι βουλευτές με το ίδιο κόμμα στην ίδια επαρχία δεν είναι μια κατάσταση για την οποία πρέπει να αλλάξει ο κανόνας. Είναι αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής ενός κόμματος να τοποθετήσει στο ίδιο ψηφοδέλτιο δύο άτομα με το ίδιο όνομα και το ίδιο επώνυμο. Αν κάτι πρέπει να αλλάξει, είναι οι εσωκομματικοί μηχανισμοί επιλογής υποψηφίων, όχι η ουδετερότητα του ψηφοδελτίου. Διότι στο τέλος της ημέρας το ζητούμενο είναι ένα ψηφοδέλτιο καθαρό, λιτό και ίσο για όλους, χωρίς κρυφά προνόμια για όσους ήδη κατέχουν την εξουσία.
panayiota.charalambous@phileleftheros.com