Ήταν ακόμη στο δημοτικό όταν η Νίκη η γκουβερνάντα, «κοπελούδα» στα κυπριακά, μετανάστευσε στη μακρινή Αυστραλία. Εκεί ξεκίνησε να δουλεύει σ’ ένα κομμωτήριο, στην αρχή λούζοντας κεφάλια, προσφέροντας καφέδες, ή ετοιμάζοντας τις πελάτισσες για κόψιμο μαλλιών. Κοντά στον κύριο Γιάγκο έμαθε την τέχνη της κομμωτικής, αποδείχτηκε μάλιστα πως είχε μεγάλο ταλέντο έτσι που σύντομα έγινε όχι μόνο το δεξί του χέρι, αλλά της πέρασε και βέρα στο δεξί, αποκτώντας μαζί ένα γιο.

Για χρόνια έστελνε στην οικογένεια όπου παλιά εργαζόταν και στον μικρό Αντωνάκη που της έλειπε, ευχετήριες χριστουγεννιάτικες κάρτες ή καρτ-ποστάλ με τοπία της Αυστραλίας. Η τηλεφωνική επικοινωνία εκείνα τα χρόνια ήταν οικονομικά ασύμφορη, γινόταν μόνο μέσω τηλεφωνήτριας, έτσι οι άνθρωποι περιόριζαν τις επαφές τους διά της ταχυδρομικής οδού. Επέτρεπε όμως στον εαυτό της την πολυτέλεια να στέλνει τις επιστολές της αεροπορικώς αντί ατμοπλοϊκώς που ήταν η φθηνότερη επιλογή. Ακόμη κι έτσι όμως η άφιξη ενός φακέλου από ξένη χώρα και κυρίως από την άκρη του κόσμου ήταν πάντα απρόβλεπτη, ξεπερνώντας τα αποδεκτά όρια του χωροχρόνου. Έτυχε για παράδειγμα να παραλάβουν μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα κάρτα της με ευχές.

«Ευτυχισμένο το Νέον Έτος».

Με τα χρόνια οι επαφές αραίωσαν, η τουρκική εισβολή και η προσφυγιά έφεραν τα πάνω κάτω για τους κατοίκους του νησιού. Κάπου εκεί χάθηκαν και οι διευθύνσεις μέχρι που δεκαετίες μετά, στην ξένη πόλη όπου είχαν εγκατασταθεί, κτύπησε το τηλέφωνο και ακούστηκε η φωνή της Νίκης από την άλλη γραμμή. Είχαν πουλήσει το κομμωτήριο και θα έρχονταν στο νησί για να παντρέψουν τον γιο τους. Οι σκηνές της επανασύνδεσης ήταν το ίδιο συγκινητικές, όπως και αυτές του γάμου. Τώρα πια είχε τον χρόνο και την οικονομική άνεση να ταξιδεύει στο νησί που είχε στερηθεί για δεκαετίες, αγνώριστο πια με την τουριστική ανάπτυξη, ημικατεχόμενο όμως ακόμη.

Ο Αντωνάκης είχε γίνει πια Αντώνης, ολόκληρος άντρας, με δικά του παιδιά στα οποία η Νίκη έφερνε κάθε χρόνο δώρα με καγκουρό και κοάλες, ενώ στον Αντώνη φανέλες, πότε με την όπερα του Sydney, πότε με την αποτύπωση «I Love Australia», μα πάντοτε μεγέθους XS. Την πρώτη φορά δεν θα είχε υπολογίσει πως το κοκαλιάρικο αγοράκι στο οποίο έλεγε παραμύθια για να το ξεγελάσει και να φάει το φαγητό του, ήταν τώρα ένας ευτραφής κύριος, τόσο που δεν μπορούσε πια να τον κρατήσει ολόκληρο στην αγκαλιά της.

Κάθε φθινόπωρο με την άφιξή της, συναντιούνται, την παίρνει έξω για δείπνο και στο σπίτι του, χαίρεται την παρουσία και την παρέα της. Είναι ένας ευχάριστος και ζωντανός άνθρωπος και τον κατακλύζει με την αγάπη της. Μέσω των διηγήσεών της, επιστρέφουν κοντά του αγαπημένα πρόσωπα των παιδικών του χρόνων και μαθαίνει άγνωστες πτυχές της οικογένειάς του, τις οποίες είτε είχε ξεχάσει, είτε δεν είχε ποτέ παρατηρήσει, ή απλά οι γονείς τού έκρυβαν επιμελώς όπως γίνεται συχνά ώστε να προστατευθούν τα παιδιά.

Κοντά της η γενέθλια κατεχόμενη πόλη και η παιδική του ηλικία ξαναζωντανεύουν, την εποχή που στο νησί έβρεχε πολύ το φθινόπωρο κι έβλεπαν τη βροχή από την τζαμαρία μαζί με την αδελφή του, ενώ η Νίκη τους τραγουδούσε.

«Βρέσιει, σιονίζει τα μάρμαρα ποτίζει, τζ ο κάττος μαειρεύκει τζ ο ποντικός χορεύκει».

Θυμούνται τα παιχνίδια και τα γέλια με την αδελφή του όταν οι γονείς έβγαιναν έξω το βράδυ κι αυτή τους άφηνε να δουν τηλεόραση πέρα από την επιτρεπόμενη ώρα ή τους κανάκευε με σοκολάτες και γλυκά. Στη μνήμη ζωντάνεψε και η σκηνή που ο αεικίνητος Αντώνης πέρασε σαν σίφουνας μέσα από τη γυάλινη πόρτα της κουζίνας και αυτή με ψυχραιμία, του έδεσε την πληγή με μια πετσέτα, οδηγώντας τον στον γιατρό για να τον ράψει. Το σημάδι παραμένει χαραγμένο στο χέρι του, όπως και η αγάπη και η φροντίδα της, η μητρική στοργή που έπαιρνε από αυτήν όταν έλειπε η μητέρα από το σπίτι ή σε ταξίδι.

Μαγείρευε τα αγαπημένα φαγητά των παιδιών και τα πρόσεχε όταν παίζανε πόλεμο ή κρυφτό μες στο μεγάλο περιβόλι με τα εσπεριδοειδή και τη δεξαμενή που ενωνόταν με το σπίτι της γιαγιάς και της νονάς του της Λόλας η οποία με τη μητέρα και τη Νίκη συμπλήρωναν τη θηλυκή Αγία Τριάδα, των παιδικών του χρόνων, προσφέροντάς του ασφάλεια και σταθερότητα.

Επέστρεψε και αυτό το φθινόπωρο για τις διακοπές της η Νίκη φέρνοντας του σταθερά μια φανέλα μεγέθους XS.

«Η αγάπη ούτε χρόνια ούτε βάρος θωρεί».

Γι’ αυτήν θα είναι πάντα ο μικρός της Αντωνάκης που θέλει να φροντίζει και να τον έχει καλά. Ο θεός να έχει καλά και τη Νίκη από την επαρχία Αμμοχώστου και νυν στο Sydney της Αυστραλίας.

dena.toumazi@gmail.com