16 Αυγούστου 1961 δύο αγωνιστές της ΕΟΚΑ, ο Νεοκλής Παναγιώτου από την Παραμύθα και ο Ευριπίδης Νούρος από την Απαισιά, δολοφονήθηκαν, κοντά στη Μονή, μέσα στο αυτοκίνητο με το οποίο επέστρεφαν στη Λεμεσό από τη Λευκωσία. 19 Φεβρουαρίου 1962, δηλαδή έξι μήνες μετά, οι δολοφονίες «αρχειοθετήθηκαν ως ανεξιχνίαστες». Ο φάκελος έκλεισε και η ζωή στο θαυμαστό κυπριακό κράτος συνεχίστηκε. Η σκοτεινή δεκαετία του ’60 είχε ξεκινήσει.
Ένα χρόνο μετά, έπεφτε νεκρός ένας άλλος αγωνιστής της ΕΟΚΑ. Στενός φίλος και συναγωνιστής των Νούρου και Παναγιώτου. Την 1η Σεπτεμβρίου 1962, ο Ανδρέας Παντελίδης, δολοφονήθηκε κοντά στο δημαρχείο της Λεμεσού, μπροστά στα μάτια μαρτύρων, που δεν τόλμησαν ποτέ να μιλήσουν. Οι δολοφόνοι του, δεν προσπάθησαν ούτε καν να κρύψουν τα πρόσωπά τους. Ήταν και οι τρεις δραστήριοι και οργανωμένοι Ενωτικοί, ενάντια στις Συμφωνίες Ζυρίχης.
Τα αποκαλυπτικά ντοκουμέντα που έφερε στο φως την περασμένη βδομάδα ο Γιώργος Καλλινίκου στον Φιλελεύθερο, ρίχνουν άπλετο φως στις δολοφονίες των Νούρου και Παναγιώτου. Οι οικογένειες τους ακόμα και σήμερα, παλεύουν για την ηθική δικαίωση των ανθρώπων τους. Τη δικαιούνται, αλλά τη δικαιούται και η Κύπρος, αλλιώς η σκοτεινή δεκαετία του ’60, θα συνεχίσει να μας στοιχειώνει.
Οι οικογένειες με επιστολή διά του δικηγόρου Αχιλλέα Αιμιλιανίδη, ζήτησαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να ενεργήσει ώστε η Πολιτεία να προβεί επισήμως στην ηθική δικαίωση των θυμάτων και την αποκατάσταση της μνήμης τους. Έστειλαν την επιστολή πριν από δέκα μήνες, αλλά ακόμα περιμένουν απάντηση. Σιγή ιχθύος ακόμα και σήμερα! Στο Φιλελεύθερο, ήρθαν στο φως όλα τα στοιχεία, που συνθέτουν αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα και αποκαλύπτουν ότι η διαταγή δόθηκε από στέλεχος της κυβέρνησης και οι δολοφόνοι ήταν μέλη της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Για πρώτη φορά, επίσημα, η Αστυνομία παραδέχεται ότι επρόκειτο για πολιτικές δολοφονίες.
Σύμφωνα με επιστολή (ημερομηνίας 18/4/2022) του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας προς τον δικηγόρο των οικογενειών, «τα κίνητρα των δολοφονιών φαίνεται να ήταν πολιτικού χαρακτήρα». Εξαφανίστηκαν, όμως, οι φάκελοι. Όπως ενημερώνει η Αστυνομία, σχηματίστηκαν τότε δύο ποινικοί φάκελοι αλλά «παρόλες τις προσπάθειες που έγιναν για εντοπισμό των δύο πιο πάνω φακέλων, αυτοί δεν εντοπίστηκαν».
Μέσα σε έξι μήνες από τους φόνους, η «διερεύνηση» τερματίστηκε, οι φάκελοι εξαφανίστηκαν, ο Μακάριος ενημερώθηκε λεπτομερώς για όλα όσα έγιναν -με ονόματα, συσκέψεις, αποφάσεις και διαταγές- η Αστυνομία γνωρίζει ότι επρόκειτο για πολιτικές δολοφονίες, αλλά η κυπριακή Πολιτεία κάνει πως δεν καταλαβαίνει.
Όπως σημειώνει στην επιστολή του ο δικηγόρος των οικογενειών, «σε μια σύγχρονη δημοκρατία, μετά την πάροδο 60 ετών από τη δολοφονία των δύο αγωνιστών, η ιστορική τους αποκατάσταση από την Πολιτεία είναι επιβεβλημένη. (…) Τα τελευταία χρόνια η αναγνώριση παρόμοιων ιστορικών δολοφονιών από τα δυτικά κράτη συμβάλλει στην αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και στον οριστικό τερματισμό των παλαιών πολιτικών παθών».
Είναι επιβεβλημένη όχι μόνο η αποκατάσταση των δύο αγωνιστών, είναι επιβεβλημένη η ιστορική αλήθεια για όλα τα πολιτικά εγκλήματα. Και μόνο από μια θαρραλέα, σύγχρονη πολιτική ηγεσία μπορεί να προέλθει. Θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό, αλλά αν δεχτούμε ότι πολλά σκεπάστηκαν και δικαιολογήθηκαν κάτω από τις συνεχείς περιπέτειες της Κυπριακής Δημοκρατίας, σήμερα δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. Αντίθετα, μάλιστα, η σιωπή της Πολιτείας για τα «παλαιά πάθη» αφήνει περιθώριο σε ανιστόρητους και επαγγελματίες της διαστρέβλωσης να γράφουν την ιστορία όπως εξυπηρετεί τις ιδεοληψίες τους.
Μια άλλη πολιτική δολοφονία, του Δώρου Λοϊζου, αποκαλύφθηκε πλήρως από τη δημοσιογραφική έρευνα του Κώστα Βενιζέλου (βιβλίο: «ΔΩΡΟΣ ΛΟΪΖΟΥ, Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι»). Η δολοφονία έγινε σε κεντρικό δρόμο της Λευκωσίας, μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες κι αυτή, στις 30/8/1974, τις μέρες που η Κύπρος αιματοκυλιζόταν από τους Αττίλες. Γνωστοί οι τρεις δράστες, κάποτε κατονομάστηκαν και στο Κοινοβούλιο από τον Βάσο Λυσσαρίδη. Αλλά ουδέποτε εξιχνιάστηκε το έγκλημα. Όσα έρχονται στο φως είναι από δημοσιογραφική έρευνα, όχι από αστυνομική έρευνα…
Πολίτες αυτού του κράτους, θύματα πολιτικών εγκλημάτων, δεν βρήκαν ποτέ δικαίωση. Ευθύνη για τις δολοφονίες αλλά και για τους φακέλους που εξαφανίζονται, έχει το κυπριακό κράτος. Ασχέτως ποιοι πάτησαν τη σκανδάλη. Γι΄ αυτό έχει και την ευθύνη σήμερα το κυπριακό κράτος για την ηθική δικαίωσή τους, για την ιστορική τους αποκατάσταση.