«Πετάχτου φέρμου δκυο πακέττα τσιγάρα» μου έλεγε συχνά ο παπάς κι εγώ έτρεχα χαρούμενη δίπλα, στο σπίτι της αγαπημένης γειτόνισσας κυρίας Αγγελικής, της οποίας ο άντρας είχε το περίπτερο «Λουκάς» στον Πεντάδρομο. Στο μικροσκοπικό της σπιτάκι φύλαγε τσίχλες, σοκολάτες, καραμέλες, μπισκότα, τσιγάρα και σπίρτα, τα λιγοστά προϊόντα που πουλούσε τότε ένα περίπτερο. Ανάμεσά τους κρέμονταν και στεφάνια για κηδείες που έφτιαχνε η ίδια με γυαλιστερό μωβ χαρτί στο οποίο έδινε το σχήμα λουλουδιών.

Κάτω από τον ίσκιο της γιγάντιας συκιάς της αυλής της που ούτε αχτίδα ήλιου δεν περνούσε, το καλοκαίρι ακούγονταν τα τζιτζίκια, το θρόισμα των φύλλων και τα κρατς-κρουτς του μεγάλου ψαλιδιού όταν έκοβε παλιά ρούχα σε κουρέλια. Από αυτά έφτιαχνε λουλούδια σε μαύρα ή σκούρα χρώματα για να προσθέσει στα στεφάνια της που αποτελούσαν έργα τέχνης. Τα κατασκεύαζε με το ράδιο στη διαπασών, φτυστή η Σωτηρία Μπέλλου με τα ίδια μαύρα κορακίσια μαλλιά. Πάντα ήταν κυκλωμένη από φωτοστέφανα καπνού, αφού άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ενώ κάθε τόσο ένα ώριμο μυρωδάτο σύκο έπεφτε και «σπουρτούσε» στο χώμα της αυλής.

Οι ταφτάδες και τα τούλια που έκοβε προέρχονταν από ρούχα «αμαρτωλά», κουστούμια που φορούσαν οι σπανιόλες χορεύτριες στο καμπαρέ του ξαδέλφου της του Τάκη, στην Πλατεία Ηρώων. Της τα έφερνε κάθε τόσο σ’ ένα μεγάλο μποξά όταν έφευγε ένας θίασος. Υψηλή ραπτική σεβιλιάνικων φορεμάτων με φαρμπαλάδες, λουλούδια και μεγάλα ντεκολτέ μετατρέπονταν σε «πατσιαούρκα» για ξεσκόνισμα, μαξιλαράκια, σκέπασμα του mixer ή κουρελούδες. Ακόμη και τα νεογέννητα της γάτας, της Μαννουρούς γεννήθηκαν σ’ ένα καλάθι όπου είχε τοποθετήσει ανδαλουσιανούς ταφτάδες για να μην κρυώνουν. Παρά τα παρακάλια δεν μου επέτρεπε η μάμμα να κρατήσω έστω και ένα φουστάνι για τις Απόκριες ή για όταν θα μεγάλωνα. Το κάθε παιδί ονειρεύεται να μεγαλώσει…

Το σπίτι της έμοιαζε με κουκλόσπιτο ενώ η λιλιπούτειά της κουζινούλα ξεκάπνιζε ολόκληρη όταν καθόταν με μια κυρία στην οποία διάβαζε την τύχη της στα χαρτιά ή στον καφέ. «Κάτσε Δενούλα μου τζαι όπου να ’σαι τελειώνω» κι εγώ άλλο που δεν ήθελα. Τραβούσα ένα σκαμνάκι και η κάμερά μου κατέγραφε από κάτω προς τα πάνω: τo ύφος των κυριών της υψηλής κοινωνίας με τους ψηλούς κότσους και την ψηλή μύτη, τα επιφωνήματα και τις κραυγές που έβγαζαν αν άκουγαν πως ο άντρας τους τις απατά με τη νεαρή γραμματέα του και τα χαμόγελα χαράς όταν τους έλεγε «εν να την αφήσει τζαι εν να ’ρτει πίσω κοντά σου».

Νεαρές έρχονταν να μάθουν πότε θα παντρευτούν ή αν έχει σοβαρό σκοπό ο νέος με τον οποίο φλερτάρουν. Δεν έπεφτε ποτέ έξω η κυρία Αγγελική και έλεγε τα πράματα κουτσιά καθαρισμένα. Όχι όπως την Πυθία που μασούσε φύλλα δάφνης και μαζί τα λόγια της που άλλαζαν νόημα ανάλογα με το πού έπεφτε η άνω τελεία. Η κυρία Αγγελική μασώντας «πίσσα» Hollywood και φουμάροντας τσιγάρα αν έλεγε «Βλέπω δαχτυλίδι και σταυρό μες στον καφέ» ήταν τελεσίγραφο. Εξάλλου της το είχε εκμυστηρευτεί η μητέρα του γαμπρού! Λόγω της δουλειάς της στο περίπτερο, στον Πεντάδρομο, το μέγα σταυροδρόμι, της πόλης με τους πέντε δρόμους, είχε διασταυρωμένα από πολλά στόματα, τα νέα και τα κουτσομπολιά της μικρής πόλης, έτσι δεν έπεφτε ποτέ έξω στις προβλέψεις της.

Η γιγάντια συκιά με τον χοντρό κορμό, «ήταν που πάντα δαμαί» μας έλεγε. Κι εγώ συλλογιζόμουνα, πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η διάρκεια του πάντα. Μια μαγεία η λέξη αυτή, όπως και η αιωνόβια βαλανιδιά του μαντείου της αρχαίας Δωδώνης που είδα σ’ ένα εικονογραφημένο κλασσικό. Απ’ τα κλαδιά της κρέμονταν και ανέμιζαν μεταλλικά αντικείμενα και λέβητες. Οι ήχοι από τ’ αγέρι ανάμεσα στα φύλλα, γίνονταν χρησμοί. Τα τάματα, οι πόθοι, οι καημοί οι ελπίδες των ανθρώπων εναποθέτονταν στο Θείο, σ’ αυτή την ανώτερη δύναμη που θα τα πραγματοποιούσε ή θ’ απέτρεπε το κακό. Από πάντα υπήρχε η ανάγκη του ανθρώπου να γίνει η μεσολάβηση με το Θείο, όσο ψηλά, όσο απόμακρο και άπιαστο κι αν ήταν.

Το Θείο υπήρχε πάντοτε και παντού. Μέσα στο πέλαγος που τελειωμό δεν έχει, στον θόλο μιας εκκλησίας, στα ψηλά βουνά που αγγίζουν τον ουρανό, στις ανατολές και στα ηλιοβασιλέματα, στο ολόγιομο φεγγάρι. Το Θείο βρισκόταν στον ίσκιο μιας συκιάς ένα ζεστό καλοκαιρινό απομεσήμερο ή ανάμεσα στο στρώμα από τα κίτρινα της φύλλα όταν ξεγυμνώνεται τον χειμώνα και τα σκορπίζει ο άνεμος.

Ούτε η βαλανιδιά του μαντείου της Δωδώνης, ούτε η συκιά του μαντείου της Αγγελικής υπάρχουν πλέον. Μια πολυκατοικία κτίστηκε στον ιερό της ίσκιο, χώρο σύναξης αγαπημένων γυναικών τα δειλινά. Οι τόνοι τσιμέντου δεν κατάφεραν όμως να ξεριζώσουν τις στιγμές που ζήσαμε στον ίσκιο με τις ρίζες της βαθιά στη γη. Οι φωνές και οι κουβέντες τους, έχουν ριζώσει μέσα μου και επανέρχονται κάθε τόσο με το πρώτο ώριμο σύκο της χρονιάς, τις καμπάνες που κτυπούν για τον εσπερινό ή με το νοτισμένο από τα πρωτοβρόχια χώμα.

dena.toumazi@gmail.com