Τι κρύβεται πίσω από όλη αυτή την τρικυμία στο δικαστικό σύστημα; Βαθιά διαπλοκή; Είναι η κατάσταση τόσο σαθρή όσο αφήνεται να νοηθεί ή υπάρχει υπερβολή και υποβόσκουσες προσωπικές διαφορές; Αν απαντούσα απόλυτα θα έπραττα το ίδιο λάθος με αυτό που καταγράφεται σήμερα με την όλη συζήτηση και στην ουσία δημόσια καταδίκη προσώπων και θεσμών.
 
Θέμα όμως υπάρχει. Υπάρχει διότι φαίνεται από το όλο σύστημα να απουσιάζουν θεσμοί, θέσμια, θεσμοθετημένες διαδικασίες και πρωτόκολλα που να αποκλείουν φαινόμενα όπως αυτό που εγείρεται σήμερα με τη συμμετοχή δικαστών και του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε δικαστικές αποφάσεις που με βάση του ότι η γυναίκα του καίσαρα δεν πρέπει να είναι μόνο τίμια αλλά και να φαίνεται τίμια. 
 
Εγώ δεν πρόκειται ποτέ να υποστηρίξω ότι ο πρόεδρος του Ανωτάτου Μ. Νικολάτος και οι τρεις δικαστές του Δικαστηρίου Ναθαναήλ, Παρπαρίνος και Λιάτσος, αθώωσαν την Τράπεζα Κύπρου και τον κ. Ηλιάδη, επειδή οι θυγατέρες των δύο πρώτων δικαστών εργάζονται στο δικηγορικό γραφείο Πολυβίου και η γυναίκα του τρίτου στο γραφείο Τριανταφυλλίδη, που ενεργούσαν εκ μέρους της Τράπεζας και του πρώην διευθυντή της στις δύο υποθέσεις που αναφέρθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας. Ισχυρίζομαι όμως ότι υπάρχει θέμα. Και υιοθετώ πλήρως τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι έπρεπε με βάση και σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ να είχε εξεταστεί αυτή η σχέση πριν την εκδίκαση της έφεσης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Γενικού Εισαγγελέα, το ΕΔΑΔ στην απόφασή του για την υπόθεση Nicholas που αφορούσε την πιθανή σχέση δικαστού και δικηγόρου, σημείωνε τα εξής: η σχέση αυτή «…θα πρέπει να αποκαλύπτεται με την έναρξη της διαδικασίας και θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση, λαμβανομένων υπ’ όψιν των διαφόρων παραγόντων που εμπλέκονται, έτσι ώστε να αποφασίζεται κατά πόσο η εξαίρεση είναι πράγματι επιτακτική στην περίπτωση. Αυτό είναι μια σημαντική ασφαλιστική δικλίδα, η οποία είναι απαραίτητη ώστε να παράσχει ικανοποιητικές εγγυήσεις τόσο για αντικειμενική, όσο και για υποκειμενική αμεροληψία». Θα πρέπει, επίσης, είπε το ΕΔΑΔ, αυτοί οι παράγοντες και τα στοιχεία να εξετάζονται και να αξιολογούνται «…κατά πόσο το συγγενικό πρόσωπο του δικαστή είχε ανάμιξη στη συγκεκριμένη υπόθεση, τη θέση που κατέχει στον δικηγορικό οίκο, το μέγεθος του οίκου, την εσωτερική του διάρθρωση, την οικονομική σημασία της υπόθεσης για τον δικηγορικό οίκο…»
 
Οφείλω να πω πως, απ’ ό,τι φαίνεται, τα πιο πάνω δεν εξετάστηκαν και δεν αξιολογήθηκαν.
 
Η ανακοίνωση που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο ως απάντηση στον Γενικό Εισαγγελέα επιβεβαιώνει ότι αυτή η σχέση των τριών δικαστών με τα δικηγορικά γραφεία δεν αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού. Το ότι οι τρεις Δικαστές ανέφεραν ότι συγγενικά τους πρόσωπα εργάζονται στα συγκεκριμένα γραφεία δεν αφαιρεί τη σκιά που εκ των πραγμάτων προκύπτει αυτόματα. Ούτε απαλλάσσονται της όποιας ευθύνης επειδή ζήτησαν από τον εκπρόσωπο της Γενικής Εισαγγελίας να αναφέρει κατά πόσο εγείρει θέμα εξαίρεσής τους και ο τελευταίος απάντησε αρνητικά. «Δεν είναι αυτός ο σκοπός», απάντησε όταν ρωτήθηκε από τον Δικαστή Ναθαναήλ, η εκπρόσωπος της Γενικής Εισαγγελίας. Επομένως, «δεν υπάρχει πλέον ζήτημα», κατέληξε ο κ. Ναθαναήλ και η διαδικασία συνεχίστηκε.
 
Δυστυχώς, όμως, κύριε Ναθαναήλ, υπάρχει ζήτημα. Κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο έπρεπε να διακόψει τη συνεδρία του, να εξετάσει το ζήτημα που έθεσε η Γενική Εισαγγελία, παρόλο που κακώς δε ζήτησε εξαίρεση των τριών δικαστών και να αποφανθεί, εάν έπρεπε να αυτοεξαιρεθούν. Εάν όχι να δικαιολογήσουν τεκμηριωμένα το γιατί. Και δεν είναι μόνο θέμα αρχής, δηλαδή όπως λέει και ο Γενικός Εισαγγελέας, «η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται, αλλά πρωτίστως πρέπει να φαίνεται ότι απονέμεται». Είναι και νομικό το ζήτημα. Προσωπικά διερωτώμαι κατά πόσον προκύπτει και νομικό σφάλμα από την έκδοση απόφασης από ένα Δικαστήριο του οποίου τα τρία από πέντε μέλη είχαν πρώτου βαθμού συγγενική σχέση με πρόσωπα που εργάζονταν στα δικηγορικά γραφεία που εκπροσωπούσαν τους εφεσείοντες. 
 
Επομένως, εν κατακλείδι, πρέπει να θεσπιστούν διαδικασίες και να εισαχθούν δικλίδες ασφαλείας που να αποκλείουν στο μέλλον παρόμοιες περιπτώσεις. Διότι κανένας δεν μπορεί να απαγορεύσει σε συγγενικά πρόσωπα δικαστών να ασκούν δικηγορία και να εργάζονται σε γραφεία και να εκπροσωπούν ενώπιον των δικαστών συγγενών τους κατηγορούμενους, ενάγοντες και εναγόμενους. Ούτε μπορεί να απαγορεύσει οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε Αρχή σε νομικό να διεκδικήσει και να εξασφαλίσει θέση δικαστή επειδή η/ο σύζυγος ή η παιδί του ασκεί δικηγορία. Σημασία έχει να υπάρχουν οι τρόποι που να αποκλείονται περιπτώσεις όπως τις πιο πάνω για το καλό της δικαιοσύνης. 
 
 
Έχουν και δίκαιο
Στην όλη ιστορία έχουν και ένα δίκαιο οι Δικαστές του Ανωτάτου. Ορθά ερωτούν τον Γενικό Εισαγγελέα γιατί δεν ήγειρε θέμα εξαίρεσής τους από τη δικαστική διαδικασία. 
Από τη στιγμή που η Γενική Εισαγγελία άνοιξε θέμα στο Δικαστήριο και όπως αναφέρει ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, «με οδηγίες τις οποίες είχε δώσει, η εκπρόσωπος της κατηγορούσας Αρχής ζήτησε από το Δικαστήριο να εφαρμόσει τις αρχές που είχαν νομολογηθεί στην Nicholas», δεν έπρεπε να αφήσει τα πράγματα να προχωρήσουν. 
Αφού, όπως λέει, διαπίστωσε ότι «οι τρεις δικαστές προέβησαν τότε σε δήλωση ότι θυγατέρες και σύζυγός τους αντίστοιχα, εργοδοτούντο στο γραφείο των δικηγόρων της Τράπεζας και του στελέχους της και στην απουσία αιτήματος για εξαίρεση, το Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση, χωρίς να εξετάσει τα άλλα σημαντικά στοιχεία και τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν», όφειλε να πάει παρακάτω. 
Όφειλε να θέσει θέμα εξαίρεσης και να αναγκάσει το Δικαστήριο «να εξετάσει τα άλλα σημαντικά στοιχεία και τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν». 
Επειδή όμως δεν ζήτησε εξαίρεση ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν απαλλάσσει τους δικαστές από τη δική τους ευθύνη να είχαν εξετάσει εθελούσια εξαίρεσή τους από την υπόθεση.
 
 
Υπάρχει και η άλλη όψη της όλης υπόθεσης 
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή που θέλω να βάλω στο τραπέζι. Την πιθανότητα ο δικαστής, είτε επαρχιακού δικαστηρίου, είτε Ανωτάτου Δικαστηρίου, είτε οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, που ενώπιόν του εκπροσωπεί διάδικο δικηγόρο συγγενικό του πρόσωπο ή γραφείο στο οποίο εργάζεται ο συγγενής του, να ασκήσει υπέρμετρα την εξουσία του και να αδικήσει και το διάδικο και το πρόσωπο που εκπροσωπεί. Να εξαντλήσει όλη την αυστηρότητα του νόμου, ουσιαστική και νομοτυπική, για να μην μπορεί κανένας να υποστηρίξει ότι ευνόησε το συγγενικό του πρόσωπο. Παρόλο που στο τέλος, λόγω του ζήλου του, η γυναίκα του καίσαρα να φαίνεται και τίμια, να έχει αδικήσει τον διάδικο και τον πελάτη του.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο μια υπόθεση όταν φθάσει ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά και όλη την προηγούμενη αλυσίδα της διερεύνησης. Θα πρέπει να βρεθούν τρόποι να αποκλείονται από τις υποθέσεις πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με εμπλεκόμενους και διάδικους.
Κι αυτό αφορά τόσο την Αστυνομία όσο και τη Γενική Εισαγγελία.  
Η διαδικασία ορθής απονομής της δικαιοσύνης ξεκινά από τη στιγμή της καταγγελίας και ακολούθως της διερεύνησης. Το δικαστήριο είναι το τελευταίο στάδιο. Επομένως, είναι πολλά που πρέπει να μπουν στο μικροσκόπιο και να αλλάξουν. Και δυστυχώς, έχουμε μείνει πολύ πίσω. Διότι, για παράδειγμα, δικαιοσύνη που απονέμεται καθυστερημένα ύστερα από 7 και 10 χρόνια, δεν είναι δικαιοσύνη…