Η διασφάλιση ικανοποιητικών αποθεμάτων ζωοτροφών είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Με τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας να μαίνεται, οι ποσότητες σιτηρών είναι σε πρώτη ζήτηση και η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ζωοτροφών είναι σε κρίση. Οι δυο αυτές χώρες, ως γνωστό, κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά όσον αφορά τα σιτηρά. Ενδεικτικά, η Ουκρανία αντιπροσωπεύει το 11% της παγκόσμιας αγοράς του σιταριού και το 13% του κριθαριού. Αντίστοιχα, η Ρωσία προμηθεύει περισσότερο από το 20% του σιταριού και 15% περίπου του κριθαριού. Συνεπώς, η θέση που έχουν οι δυο αυτές χώρες στη διεθνή αγορά μεγιστοποιεί και τις επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά ζωοτροφών αλλά και τροφίμων.

Η Κύπρος αντιμετωπίζει ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε., αφού εισάγει τη συντριπτική πλειοψηφία των πρώτων υλών των ζωοτροφών της. Οι ετήσιες ανάγκες της Κύπρου σε ζωοτροφές ανέρχονται στους 600 χιλιάδες τόνους ετησίως και μηνιαία στους 50 χιλιάδες τόνους κατά μέσο όρο. Οι μεγαλύτερες ποσότητες αφορούν αραβόσιτο και κριθάρι. Η ντόπια παραγωγή καλύπτει περίπου 10% της ζήτησης (κριθάρι και σιτάρι), επομένως το υπόλοιπο 90% των αναγκών σε σιτηρά καλύπτεται από τις εισαγωγές. 

Συνήθως  οι εισαγωγές σε σιτηρά προέρχονται από χώρες της ΕΕ, κυρίως από Ρουμανία, Ουγγαρία και Βουλγαρία, καθώς επίσης και από τρίτες χώρες, όπως η Ρωσία και η Ουκρανία. Η μεγάλη κρίση στον τομέα των σιτηρών ανάγκασε τους παραδοσιακούς μας προμηθευτές να περιορίσουν ή/και να απαγορεύσουν τη διακίνηση σιτηρών εκτός των συνόρων τους, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν τη δική τους αγορά, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή οι Κύπριοι έμποροι και εισαγωγείς πρώτων υλών ζωοτροφών να καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να διασφαλίσουν τις απαραίτητες ποσότητες για να καλύψουν τις άμεσα τρέχουσες ανάγκες του κτηνοτροφικού κυρίως τομέα της χώρας. Η εισαγωγή από χώρες της Βορείου και Νοτίου Αμερικής θα μπορούσε να προσφέρει λύση στο πρόβλημα, όμως προσκρούει στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση του κράτους μας, που αφορούν υπολείμματα φυτοφαρμάκων και GMO, κάτι το οποίο ίσως θα έπρεπε να αναθεωρηθεί.

Είναι εμφανής λοιπόν η εξάρτηση του κτηνοτροφικού μας τομέα από το διεθνές εμπόριο, με ρίσκο να βιώσουν τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις οι επαγγελματίες του κλάδου, ως απόρροια των διεθνών πολιτικών και εμπορικών εξελίξεων. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι η ύπαρξη στρατηγικών αποθεμάτων σιτηρών στην Κύπρο, σε μια κρίσιμη περίοδο, είναι αδήριτη ανάγκη, μόνιμης φύσης και όχι προσωρινής. 

Εξαιρετικά σημαντική κρίνεται η απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος να εξασφαλίσει κάποιες ποσότητες οι οποίες θα λειτουργήσουν ως στρατηγικό απόθεμα μέχρι την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Το υπουργείο έχει ανακοινώσει ότι πρόθεση του είναι η νομοθεσία να εφαρμοστεί άμεσα και το κόστος αγοράς και διατήρησης των στρατηγικών αποθεμάτων να το επωμιστούν οι εισαγωγείς, κάτι με το οποίο οι εισαγωγείς διαφωνούν, αφού θεωρούν ότι η διατήρηση των στρατηγικών αποθεμάτων είναι ευθύνη του κράτους, προς όφελος του κλάδου της κτηνοτροφίας και επομένως δεν είναι δυνατόν το κόστος της εφαρμογής να το επωμίζονται οι εισαγωγείς, με μόνιμη “επίταξη” των υποδομών και των οικονομικών τους πόρων, αλλά το κράτος, κάτι που το επιτρέπει και ο νόμος.

Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι η Κύπρος ποτέ δεν διατηρούσε στρατηγικά αποθέματα, ούτε και την περίοδο λειτουργίας της Επιτροπής Σιτηρών. Προς αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, το Υπουργείο έχει προβεί στην παραγγελία 16 χιλιάδων τόνων κριθαριού και 20 χιλιάδων τόνων αραβόσιτου, ποσότητες αξίας περίπου 12-15 εκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες αναμένονται να φθάσουν στην Κύπρο τις προσεχείς μέρες για να ολοκληρωθεί η παραλαβή τους περίπου στα μέσα Απριλίου. Σκοπός του κράτους είναι οι ποσότητες αυτές να χρησιμοποιηθούν ως στρατηγικά αποθέματα για να καλύψουν τις ανάγκες των κτηνοτρόφων, σε περίπτωση που παρατηρηθεί έλλειψη προμήθειας από τα συνήθη κανάλια προμήθειας των ζωοτροφών.

Εξαιρετικά σημαντική κρίνεται η συνεισφορά και η συνεργασία που υπάρχει στον τομέα των σιτηρών και ιδιαίτερα από τα μέλη του Παγκύπριου Συνδέσμου Βιομηχάνων και Εισαγωγέων Ζωοτροφών, Προσθετικών και Πρώτων Υλών Ζωοτροφών, ο οποίος είναι ενταγμένος στη δύναμη των επαγγελματικών συνδέσμων του ΚΕΒΕ, τα οποία βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με το γραφείο του υπουργού και έχουν έρθει σε συμφωνία με το υπουργείο για αποθήκευση και διατήρηση αυτών των ποσοτήτων σιτηρών στα υποστατικά τους.

Η Κύπρος, με τις ιδιαιτερότητες της ως χώρα νησί, βιώνει στον μέγιστο βαθμό τις διαταραχές στην παγκόσμια αγορά σιτηρών και ζωοτροφών. Για τον λόγο αυτό, απαιτείται συλλογικός στρατηγικός σχεδιασμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από όλες τις αρμόδιες αρχές, για ορθολογιστική διαχείριση της κρίσης, ώστε να μην αδικούνται οι μικρές χώρες όπως η Κύπρος στην προσπάθεια τους για εξεύρεση νέων καναλιών εφοδιασμού σιτηρών και πρώτων υλών ζωοτροφών. Ταυτόχρονα, έντονη είναι και η ανάγκη να υπάρχουν στρατηγικά αποθέματα ασφαλείας ανά πάσα στιγμή. Το κράτος οφείλει να αξιοποιήσει την τεχνογνωσία και τις υποδομές του ιδιωτικού τομέα, ώστε να αντλήσει άμεσες λύσεις στην προσπάθεια για εξασφάλιση επαρκών αποθεμάτων ασφαλείας και παράλληλα να μειώσει στο ελάχιστο το κόστος αγοράς και διαχείρισης αυτών από τους ιδιώτες, ώστε να μην επεμβαίνει στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.

* Λειτουργός Τμήματος  Βιομηχανικής Ανάπτυξης, Καινοτομίας & Περιβάλλοντος, ΚΕΒΕ