Η επιστήμη, στην οποία θα έπρεπε να εναπόκεινται οι ελπίδες για την επίλυση της υγειονομικής κρίσης, μπαίνει πολλές φορές στο ίδιο ζύγι με τον τσαρλατανισμό, αν και αυτό σε ζητήματα οικονομίας και πολιτικής γινόταν ήδη και πριν την εποχή της πανδημίας, με σκοπό να διαμορφώσει συνθήκες κοινωνικής συναίνεσης για την “ομαλή” αποδοχή συγκεκριμένων πολιτικών, με συνέπειες για τις ζωές μας, λιγότερο άμεσες από ό,τι τώρα. Ο άμεσος αντίκτυπος της πανδημίας σε όλους τους άξονες της κοινωνικής πραγματικότητας, διατηρεί αυτή την τάση.
Η πολιτική που ακολουθείται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, χαρακτηρίζεται από την ίδια συνέπεια. Ένα επιστημονικό επίτευγμα όπως το εμβόλιο, αντί να παρουσιάζεται όπως θα έπρεπε να είναι πραγματικά, δηλαδή ως ένα πολύ σημαντικό όπλο για την αντιμετώπιση του Covid-19, χωρίς να είναι από μόνο του ικανό να αναχαιτίσει την πανδημία χωρίς την ενίσχυση των συστημάτων υγείας, απαξιώνεται δίπλα σε τιμωρητικές εξαγγελίες, με απώτερο στόχο την ενίσχυση του εμβολιασμού, μακριά από κάθε επιστημονική συζήτηση για την κοινωνική αναγκαιότητα, την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων. Ακόμα και αυτή η λογική του “μαστιγίου και του καρότου”, είναι συνδεδεμένη απόλυτα με τον νεοφιλελεύθερο δογματισμό.
Ο νεοφιλελευθερισμός εισβάλλει όλο και πιο έντονα, αποκαλύπτοντας τον πολιτικό προσανατολισμό της Ευρώπης. Η φαινομενική αδράνεια για τις απαραίτητες τομές που θα ενίσχυαν τα συστήματα υγείας σε κάθε βαθμίδα περίθαλψης, έστω και τώρα, στην κορύφωση της πανδημίας, δεν πρέπει να αφήνουν αμφιβολίες αν προέρχεται από ανικανότητα ή από αυτή ακριβώς την πολιτική κατεύθυνση. Και αυτό δεν αποτελεί ελληνικό ή κυπριακό χαρακτηριστικό, καθώς σε όλη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, επεμβαίνοντας πυροσβεστικά, με μέτρα αντιμετώπισης της έκτακτης ανάγκης και όχι ξεκινώντας τον προγραμματισμό για τις αναγκαίες τομές και μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται τα συστήματα υγείας για να είναι έτοιμα και αποδοτικά για τις τωρινές ανάγκες αλλά και μία επόμενη υγειονομική κρίση. Από τη συζήτηση απουσιάζει οποιοσδήποτε σχεδιασμός που να έρχεται να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες υγειονομικές ανάγκες, τώρα αλλά και μετά την πανδημία.
Νέου τύπου σύστημα υγείας
Είναι προφανές ότι η επόμενη ημέρα για ένα νέου τύπου σύστημα υγείας είχε ήδη δρομολογηθεί, περιμένοντας την “ομαλότερη” αποδοχή από τις κοινωνίες και απλώς η ορμή ανακόπηκε λόγω των έκτακτων αναγκών που έχουν προκύψει. Η περιγραφή του “ελεύθερου” συστήματος υγείας του μέλλοντος, που ξεκινάει από την κατάρτιση του υγειονομικού προσωπικού και φτάνει μέχρι και την παρεχόμενη περίθαλψη, μπορεί να περιγραφεί ως εξής:
⦁ Ο έλεγχος της επιστημονικής κατάρτισης του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού δεν πρέπει να αφορά κάποιο θεσμικό όργανο, π.χ. το κράτος, τους ιατρικούς συλλόγους κλπ. Με τον τρόπο αυτό θα μπορεί όποιος το επιθυμεί να σπουδάζει ιατρική, ή ακόμα και να δηλώνει ότι έχει σπουδάσει.
⦁ Η ιατρική περίθαλψη μπορεί να γίνεται από ιδιωτικές δομές υγείας, που λειτουργώντας σύμφωνα με τους κανόνες της Αγοράς, θα φροντίζουν για τη φήμη τους και επομένως αυτόματα το τελικό προϊόν (περί αυτού πρόκειται) να έχει απήχηση στον καταναλωτή (ασθενή).
⦁ Οι δομές αυτές θα έχουν την τελική ευθύνη και θα είναι υπόλογες σε περίπτωση που προκληθεί ζημιά, επομένως θα φροντίζουν για τη διασφάλιση σωστών υπηρεσιών για την αποφυγή νομικών κυρώσεων.
⦁ Επιπρόσθετα, το κόστος θα μπορεί να είναι τελικά χαμηλότερο (όχι απαραίτητα για τον ασθενή) καθώς οι γιατροί και οι νοσηλευτές που θα απασχολούνται σε αυτές τις δομές θα υπόκεινται και αυτοί στους νόμους της Αγοράς και με δεδομένο ότι η εκπαίδευσή τους δεν απαιτεί το κόστος που υπάρχει σήμερα.
Τα παραπάνω αποτελούν σενάριο επιστημονικής φαντασίας ή είναι απλώς κινδυνολογία και αριστερή προπαγάνδα;
Πρόκειται για προτάσεις που μαζί και με άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες έχουν διατυπωθεί από τον περίφημο νομπελίστα οικονομολόγο και ηγέτη της Οικονομικής Σχολής του Σικάγο, Milton Friedman. Ο θεωρητικός πατέρας του Νεοφιλελευθερισμού και του Δόγματος του Σοκ, που δοκίμασε πολλές από τις ιδέες του στο εργαστήριο της Λατινικής Αμερικής, ο στενός σύμβουλος του δικτάτορα Πινοσέτ στη Χιλή, σε μία από τις σκληρότερες δικτατορίες του 20ου αιώνα, με δικά του λόγια, αναφερόμενος στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1950, στο περίφημο βιβλίο του “Καπιταλισμός και Ελευθερία”, λέει:
“Η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος επιφυλάσσεται εδώ και πολύ καιρό αποκλειστικά σε ανθρώπους με άδεια. [..]η αδειοδότηση είναι το κλειδί για τον έλεγχο που μπορεί να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα επί του πλήθους των γιατρών. Ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος είναι ίσως το ισχυρότερο συνδικάτο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πεμπτουσία της δύναμης ενός συνδικάτου είναι η δύναμή του να περιορίζει τον αριθμό όσων μπορούν να ασκούν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. […] Ο ουσιαστικός έλεγχος ασκείται στο στάδιο της εισαγωγής στην ιατρική σχολή. Το Συμβούλιο για την Ιατρική Εκπαίδευση και τα Νοσοκομεία του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου εγκρίνει τις ιατρικές σχολές. Για να μπει και να μείνει μια ιατρική σχολή στον κατάλογο του με τις εγκεκριμένες σχολές, πρέπει να πληροί τα κριτήρια του Συμβουλίου. […] Για να μπορέσει ένας γιατρός να ασκήσει το επάγγελμά του σε ένα «εγκεκριμένο» νοσοκομείο, πρέπει κατά κανόνα να εγκριθεί από τον τοπικό ιατρικό του σύλλογο. Γιατί να μη μπορούν να φτιαχτούν μη εγκεκριμένα νοσοκομεία;
[…]
Η πρόοδος σε μία επιστήμη ή σε έναν τομέα είναι συχνά απόρροια της δουλειάς μονάχα ενός μεταξύ πολλών παλαβών, κομπογιαννιτών και ανθρώπων χωρίς κανένα κύρος στο επάγγελμα. Στο ιατρικό επάγγελμα, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις έρευνα ή πειραματισμούς αν δεν είσαι μέλος του επαγγέλματος. Αν είσαι μέλος του επαγγέλματος και θέλεις να διατηρήσεις το κύρος σου στο συνάφι, έχεις να αντιμετωπίσεις σοβαρούς περιορισμούς στο είδος των πειραματισμών που μπορείς να κάνεις. […]Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί δρόμοι προς τη γνώση και τη μάθηση, και το αποτέλεσμα του περιορισμού της άσκησης αυτού που ονομάζεται ιατρική και του ορισμού της ως αποκλειστικής αρμοδιότητας μιας συγκεκριμένης ομάδας που κατά βάση πρέπει να συμμορφώνεται με την κατεστημένη ορθοδοξία είναι βέβαιο ότι θα είναι η μείωση των πειραματισμών που λαμβάνουν χώρα και επομένως η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της γνώσης στον τομέα αυτό.
[…]
Ας υποθέσουμε ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να ασκήσει την ιατρική χωρίς άλλους περιορισμούς, εκτός από τη νομική και οικονομική ευθύνη για βλάβες που τυχόν θα προκαλούσε σε άλλους από δόλο ή αμέλεια. […] Η ομαδική ιατρική, σε σύνδεση με τα νοσοκομεία, θα είχε αναπτυχθεί ραγδαία. Αντί για εξατομικευμένη ιατρική συν μεγάλα ιδρυματικά νοσοκομεία υπό τη διοίκηση του κράτους ή φιλανθρωπικών οργανισμών, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ιατρικοί συνεταιρισμοί ή ιατρικές εταιρείες-ιατρικές ομάδες. Αυτές θα παρείχαν κεντρικές διαγνωστικές και θεραπευτικές εγκαταστάσεις, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονταν και νοσοκομειακές εγκαταστάσεις. Κάποιες υποθέτουμε ότι θα ήταν προπληρωμένες, συνδυάζοντας σε ένα πακέτο τη σημερινή νοσοκομειακή ασφάλιση, την υγειονομική ασφάλιση και την ομαδική ιατρική πρακτική. Και, φυσικά, οι περισσότερες θα συνδύαζαν μάλλον και τις δύο μεθόδους πληρωμής.
Αυτές οι ιατρικές ομάδες – πολυκαταστήματα ιατρικής, αν προτιμάτε – θα ήταν μεσάζοντες ανάμεσα στους ασθενείς και στο γιατρό. Όντας μακροχρόνια και ακίνητα, θα είχαν μεγάλο συμφέρον να εδραιώσουν μια φήμη αξιοπιστίας και ποιότητας. Για τον ίδιο λόγο οι καταναλωτές θα μάθαιναν τη φήμη τους. Θα είχαν την εξειδικευμένη δεξιότητα για να κρίνουν την ποιότητα των γιατρών· μάλιστα, θα ήταν οι πράκτορες του καταναλωτή ως προς αυτό, όπως είναι τώρα το πολυκατάστημα για πολλά προϊόντα.
[…]
Βεβαίως, δεν θα γινόταν όλη η ιατρική πρακτική μέσα από τέτοιες ομάδες. Η ατομική πρακτική από ιδιώτες γιατρούς θα συνεχιζόταν, όπως συνεχίζει να υπάρχει και το μικρομάγαζο με την περιορισμένη πελατεία δίπλα στο πολυκατάστημα, όπως συνεχίζει να υπάρχει και ο μεμονωμένος δικηγόρος δίπλα στη μεγάλη εταιρεία με τους πολλούς συνεταίρους. Οι άνθρωποι θα εδραίωναν την ατομική τους φήμη, και κάποιοι ασθενείς θα προτιμούσαν την ιδιωτικότητα και την εμπιστευτικότητα του μεμονωμένου γιατρού. Κάποιες περιοχές θα ήταν υπερβολικά μικρές για να εξυπηρετούνται από ιατρικές ομάδες”.
Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΟΣΚΟΝΗ
Τα βήματα για την επόμενη ημέρα γίνονται μεθοδικά σχεδόν ανεπαίσθητα και φαινομενικά ασυγχρόνιστα. Τόσο που δεν φαίνεται αμέσως η μεγάλη εικόνα. Η συζήτηση και οι αποφάσεις για εξομοίωση των πτυχίων ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, η γενικότερη χαλάρωση των εργασιακών δικαιωμάτων που διασφαλίζεται με αυτά, συνδέονται με το μέλλον, όπως το έχει οραματιστεί η νεοφιλελεύθερη σκέψη, ενώ η εμπορευματοποίηση της υγείας μέσω της διαλυτικής προσπάθειας κάθε κρατικής δομής, πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας, βαδίζουν προς τον ίδιο στόχο.
Η νεοφιλελεύθερη οπτική προάγει την ελευθερία στην επιλογή, αφού εμείς θα μπορούμε “ελεύθερα” να επιλέγουμε τη δομή-εταιρεία υγείας που επιθυμούμε. Και εκείνη, εφόσον ελέγχεται από το “αλάνθαστο κριτήριο της Αγοράς”, θα φροντίζει να μας παρέχονται οι υπηρεσίες τις οποίες προβλέπει το ασφαλιστικό συμβόλαιο. Εκείνο το συμβόλαιο που θα επιλέγεις φυσικά “ελεύθερα”, σε μία “ελεύθερη” αγορά εργασίας. Η συζήτηση δεν είναι αν η υγεία μετατρέπεται σε προϊόν, αλλά τα περιθώρια του κέρδους από την εμπορευματική αυτή πράξη.
Ποια θα ήταν άραγε σήμερα η έκβαση αυτής της πανδημίας αν το όραμα του Friedman δεν ήταν ακόμα στα σπάργανα αλλά είχε προχωρήσει περισσότερο; Σήμερα, που τα βάρη για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν πέσει στα κουτσουρεμένα δημόσια συστήματα υγείας; Ποια θα ήταν άραγε η διαχείριση από μια καθαρά ελεύθερη αγορά;
Πόσο ελεύθερο έδαφος θα υπήρχε στον “καινοτόμο επιστήμονα”, τον “άνθρωπο χωρίς κύρος στο επάγγελμα” να πειραματιστεί και να προάγει τη γνώση; Πόσο ελεύθερο έδαφος θα είχαν οι διάφοροι Μένγκελε της εποχής μας να βρουν θεραπείες; Θα είχαμε καλύτερα και ασφαλέστερα εμβόλια και θεραπευτικά πρωτόκολλα από εκείνους που θα προχωρούσαν την έρευνα χωρίς έλεγχο και αναστολές, παρά μονάχα εκείνες της Αγοράς;
Κάποια στιγμή η πανδημία θα υποχωρήσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με πληγές από τις χαμένες ζωές, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, και η ζωή θα επιστρέψει σε ρυθμούς που θα μοιάζουν περισσότερο με την προ-Covid εποχή. Αν αυτός ο πολιτικός δογματισμός καταφέρει να επιβιώσει από αυτή την κατάσταση, τότε θα αρχίσει να καλπάζει και οτιδήποτε έχει απομείνει σήμερα που αντιπροσωπεύει το κοινωνικό κράτος, την αλληλεγγύη και τη στήριξη των αδυνάτων, θα είναι μακρινή ανάμνηση. Και δεν έχει μεγάλη σημασία αν αυτό θα είναι στο όνομα του εξορθολογισμού και της δημοσιονομικής σταθερότητας ή ενός “εμπνευσμένου” οράματος που θα μας προσφερθεί με μπόλικη χρυσόσκονη.
* Συνεργάτης του Φιλελεύθερου και του Ημεροδρόμου