Αυτές τις μέρες της αγάπης το μυαλό μας, όλο και πιο συχνά, πέρα από την ιδιωτική χαρά, την προσωπική μας ασφάλεια και τις οικογενειακές ευτυχισμένες μας στιγμές, πρέπει να στρέφεται στους συνανθρώπους μας που δεν έχουν τα αυτονόητα και δεν απολαμβάνουν τη γιορταστική ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, όπως οι περισσότεροι, ίσως. Δεν εννοώ μόνο την έλλειψη υλικών αγαθών, αλλά και κάποιες δεξιότητες ή ικανότητες ή χαρακτηριστικά που οι πιο πολλοί έχουμε. Συχνά αποφεύγω τους όρους, όχι τόσο γιατί δεν θέλω να παρεξηγηθώ, όσο γιατί δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα να χαρακτηρίζω ή να κατηγοριοποιώ ομάδες ανθρώπων όταν μιλώ εκ του ασφαλούς και είμαι αυτό που λέμε στους «απέξω». Θα αναφερθώ, λοιπόν, συγκεκριμένα στους ανθρώπους που δεν έχουν ομιλία ή ακοή. Αφορμή για να γράψω στάθηκε η πρόσφατη παρακολούθηση της παράστασης του γνωστού έργου «Παιδιά ενός κατώτερου Θεού» (1979) του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Μαρκ Μέντοφ, που ανέβηκε στη σκηνή της ΕΘΑΛ μετά τη μεγάλη επιτυχία που είχε όταν ξαναπαίχτηκε από τον ΘΟΚ το 2001. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό έργο που αφορά στους κωφάλαλους με πολύ δυνατές ερμηνείες, εν προκειμένω, και που στέλνει διαχρονικά ηχηρά μηνύματα για όλους ανεξαιρέτως.
Στο έργο αυτό ο καθηγητής νοηματικής και λογοθεραπείας ερωτεύεται την τρόφιμο της σχολής, όπου διδάσκει, Σάρα Νόρμαν, η οποία ζει σ’ ένα κλειστό δικό της κόσμο, αρνούμενη να συμβιβαστεί με τον κόσμο της ακουστικής ικανότητας, της κανονικότητας και της κοινωνικής αποδοχής. Αρνείται επίμονα να μιλήσει και να συνταυτιστεί μ’ έναν κόσμο αδιάφορο, που τη στιγμάτισε, την κατηγοριοποίησε και την πλήγωσε. Η σιωπή της δεν είναι σιωπή, αλλά ήχος: ήχος συνείδησης και αντίδρασης απέναντι στο κατεστημένο που δεν αφήνει τον άλλο να μιλήσει και ν’ ακουστεί με την ιδιαιτερότητά του. Μια ομιλούσα σιωπή ορθώνει ανάστημα απέναντι σ’ αυτό που εμείς αποκαλούμε «φυσιολογικό» και αποδεκτό, που καθώς θέλει να ισοπεδώσει όλα τα διαφορετικά ή «μη κανονικά», πασχίζει να εκφέρει μόνο τα δικά του σημεία ως σημαινόμενα σε ένα ομοιογενές σύμπαν. Αυτό το ηχομιμητικό και εγωκεντρικό γίγνεσθαι της ανθρώπινης κοινωνίας έχει ταυτίσει, ομολογουμένως, την απώλεια ακοής και ομιλίας με τη νοητική στέρηση. Η υψηλή νοημοσύνη της κωφάλαλης Σάρας, ωστόσο, σπάζει τον κανόνα αυτής της κοινώς αποδεκτής αντίληψης, θέτει ερωτήματα και προβληματίζει καίρια.
Είμαστε τόσο σίγουροι ότι ο δικός μας κόσμος μπορεί να ονομάζεται κόσμος των «φυσιολογικών» και καθετί που είναι διαφορετικό ή αποτελεί παρέκκλιση από αυτόν, μπορούμε να το αποκλείουμε, αφού δεν μας μοιάζει; Όταν δεν προσπαθούμε να καταλάβουμε το διαφορετικό έχουμε το δικαίωμα να το υποτιμούμε ή και να το πληγώνουμε; Αυτό το έργο μας μαθαίνει ότι η σιωπή μπορεί να είναι ήχος και να μιλά καλύτερα από τα λόγια και τις συμβατικές λέξεις. Αυτό που μετρά εν τέλει είναι το νόημα και όχι οι αρθρωμένες συλλαβές που σχηματίζουν τις λέξεις, ένα νόημα που επιτρέπει στον άλλο να υπάρχει με τις δικές του ιδιαιτερότητες, δυνατότητες και αξίες κι έτσι να μπορεί να αγαπιέται.
Στο τέλος, μέσα από τη σκληρή μάχη των δύο φύλων και κυρίως των δύο κόσμων —κωφάλαλων και μη— να επικοινωνήσουν καθένας με τον τρόπο, που θέλει να επιβάλει ο ίδιος στον άλλο, αντιλαμβανόμαστε —σε αυτόν τον αγώνα— ότι η ακοή και η ομιλία δεν είναι παρά συμβατικοί όροι. Όταν η ανθρώπινη αλαζονεία και μονομέρεια της σκέψης δεν ακούει παρά το δικό της εγώ και τις δικές τις νόρμες, αρνούμενη να μπει και να δει τον κόσμο μέσα από τον διαφορετικό φακό, την οπτική και εν τέλει την ακοή του άλλου, τότε ο άνθρωπος κωφεύει μεταφορικά και ουσιαστικά. Μαθαίνουμε, έτσι, ότι η ευτυχία και η συνύπαρξη δεν στηρίζονται στην προσπάθεια να φέρουμε τον άλλο στα μέτρα μας, αλλά στην αμοιβαία προσπάθεια να καταλάβουμε ο ένας τον κόσμο του άλλου και να συνυπάρξουμε με τη διαφορετικότητά μας. Στο «μαζί» βρίσκεται η απάντηση, όπως διαφαίνεται στο συγκλονιστικό τέλος της παράστασης.
Αυτές τις μέρες, λοιπόν, ας δούμε και ας ακούσουμε τον κόσμο μέσα από τη φωνή της ψυχής μας. Ας κάνουμε το ελάχιστο που μπορούμε για να ακούσουμε μέσα από τον ήχο της καρδιάς μας αυτούς που υποφέρουν, αυτούς που δεν έχουν τα αυτονόητα, που βίωσαν τον αποκλεισμό, τον ρατσισμό ή τη βία. Ας τους δείξουμε πως υπάρχει κι αυτή η άλλη όψη του κόσμου που ακούει πραγματικά, νιώθει, συμπάσχει και κυρίως μπορεί να αγαπά και να ενσωματώνει. Ας τους δείξουμε πως υπάρχει και γι’ αυτούς ο Θεός. Ας στείλουμε ένα ηχηρό μήνυμα αγάπης, ανιδιοτελούς προσφοράς κι αλληλεγγύης.
*Φιλόλογος-εκπαιδευτικός
maria.chatzinicola@gmail.com