Πολύς ο θόρυβος και οι αψιμαχίες περί το βιβλίο για τη μπιενάλε αρχιτεκτονικής. Δεν θα ασχοληθώ με την αισθητική του ζητήματος. Ούτε και με τη γλώσσα. Λόγω χώρου. Αν και πολλά είναι αυτά που πρέπει να λεχθούν.  Δεν έχω διαβάσει αυτούσιο το βιβλίο.

Ούτε και θέλω, η αλήθεια. Έχω διαβάσει τα επίμαχα αποσπάσματα. Και αυτά είναι αρκετά. Διότι ό, τι και αν αναφέρεται αλλού δεν μπορεί να αναιρέσει ή ακυρώσει αυτές τις περικοπές. Ούτε και αν οι συγγραφείς έλεγαν στο τέλος ‘πλάκα κάναμε’, ούτε τότε θα άλλαζε καθόλου το πράγμα.  Οι κύριες αναφορές που έχουν επισημανθεί από τρίτους είναι οι εξής:

Οι ξεχωριστές πελατειακές σχέσεις τζαι στις θκυο πλευρές (της μιας που εν τυπικά αναγνωρισμένη, ενώ η άλλη όι), αφού εξασφαλίζονται μέσω των θκυο κρατικών μηχανισμών ξεχωριστά, όμοιες πελατειακές σχέσεις που εξυπηρετούν ‘ξένα’ συμφέροντα του παγκόσμιου κεφαλαίου.

Τζαι οι θκυο πλευρές επιμένουν να ακολουθούν την δική τους ξεχωριστήν διχοτομικήν, στενόμυαλην, πολιτιστικά ναρκισσιστικήν πολιτικήν…

Της πολεμικής σύγκρουσης που εξέσπασεν πριν μισόν αιώνα, το 1974. Μετά το πραξικόπημαν της Ελληνικής Χούντας των συνταγματαρχών, με επακόλουθην συνέπειαν αμέσως μετά, της Τουρκικής στρατιωτικής εισβολής. Ο πόλεμος μέσα από την δραματικήν τζαι βίαιη του εκρηκτική βαναυσότητα, οδήγησεν στην υποχρεωτικήν ανταλλαγήν πληθυσμών…

Οι πιο πάνω ισχυρές αναφορές διαμορφώνουν ένα αφήγημα που στρεβλώνει θεμελιώδη δεδομένα του κυπριακού. Δεν υπήρξε πολεμική σύγκρουση που ξέσπασε πριν μισό αιώνα. Υπήρξε ένα ξενοκίνητο πραξικόπημα από μια χούντα το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από την Τουρκία για να πραγματοποιήσει την εισβολή. Η χούντα καταλύθηκε εντός των επομένων επτά ημερών, η κατοχή όμως από την Τουρκία συνεχίζεται. Και αυτό παρά την εναλλαγή στην εξουσία στην Τουρκία όλων των θεωρούμενων δημοκρατικά εκλελεγμένων τουρκικών κομμάτων. Μέχρι και τον Ερντογάν. Κανείς δεν έκανε πίσω στην Κύπρο και όλοι συνέχισαν την πολιτική βαθμιαίας απορρόφησης της. Με κλιμακούμενη στρατιωτική παρουσία, Τούρκους εποίκους και εσχάτως με εργαλείο την ισλαμοποίηση. Εν αντιθέσει, καμία ελληνική κυβέρνηση εκλελεγμένη μετά τη μεταπολίτευση δεν εκδήλωσε επεκτατική διάθεση έναντι της Κύπρου. Και στηρίζει όλες τις προσπάθειες για μια ανεξάρτητη Κύπρο. Όχι στον βαθμό που θα έπρεπε. Εν πάση περιπτώσει όμως αυτή είναι η αδιαμφισβήτητη γενική κατεύθυνση.

Η επίσημη Ελλάδα είναι επίσης έτοιμη να δεχθεί οποιαδήποτε λύση αποδεχθούν οι Ελληνοκύπριοι. Κάτι που βεβαίως δεν ισχύει για την Τουρκία. Ούτε και υπάρχει πλέον αυτόνομη τουρκοκυπριακή κοινότητα μιας και οι Τουρκοκύπριοι έχουν καταπνιγεί πλέον μέσα στην πλημμυρίδα των εποίκων και της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας. Και η θέση ότι βασικό πρόβλημα στα κατεχόμενα είναι οι πελατειακές σχέσεις είναι αστεία. Πολύ αστεία. Οι βασικές λειτουργούσες και παράγουσες αποτελέσματα σχέσεις είναι αυτές με την τουρκική κατοχή – με την τουρκική πρεσβεία και τις δυνάμεις κατοχής. Γιατί θάβεται αυτό στο βιβλίο σε μια προσπάθεια πλήρους εξίσωσης των ανομοίων; Δηλαδή ξεχνούμε ότι το ψευδοκράτος κτίστηκε πάνω στο αίμα αθώων και στην εθνοκάθαρση και μας προβληματίζει η δυσλειτουργούσα στα κατεχόμενα πολιτεία λόγω πελατειακών σχέσεων; Δηλαδή παραμερίζουμε το κραυγαλέο και ουσιώδες για να επισημάνουμε την υποσημείωση; Εκτός και αν δεν μας απασχολεί πλέον η παράνομη προέλευση του ψευδοκράτους…   

Στην Κύπρο επίσης δεν υπάρχει ‘τυπικά’ αναγνωρισμένη πλευρά. Δεν είναι τυπικό το ζήτημα. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αναγνωρισμένη κατά το διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι βασικό έρεισμα της ελληνικής πλευράς και αυτό είναι που προσπαθεί να διαβρώσει η τουρκική διότι είναι το μόνο εμπόδιο που βρίσκει μπροστά της. Το διεθνές δίκαιο όμως τυγχάνει και επίκλησης σε άλλες συγκρούσεις ή δράσεις. Λ.χ. αν η ισραηλινή επίθεση στη Γάζα περιγράφεται από μια σημαντική μερίδα ως ‘γενοκτονία’ ή ως ‘έγκλημα πολέμου’ αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιούνται από συναισθηματική φόρτιση. Οι όροι ορίζονται στο διεθνές δίκαιο και αυτό που εννοείται είναι ότι το ισραηλινό κράτος θα έπρεπε να λογοδοτήσει για διάπραξη γενοκτονίας και εγκλημάτων πολέμου. Ερωτώ λοιπόν: Γιατί η ιταμή καταπάτηση του ίδιου διεθνούς δικαίου η οποία προκαλεί απέχθεια στη Γάζα, στην Ουκρανία και σε τόσες χώρες της Αφρικής γιατί δεν προκαλεί την ίδια απέχθεια η καταπάτηση του στην Κύπρο η οποία γέννησε το ψευδοκράτος;  Είναι ντροπή να περιγράφεται η πολιτεία μας ως διαφέρουσα από το ψευδοκράτος κατά την ‘τυπική’ αναγνώριση.

Επίσης είναι αδιανόητο να κατατίθεται η θέση ότι εδώ υπάρχουν ‘θκυο πλευρές’ οι οποίες επιμένουν να ακολουθούν τη δική τους διχοτομική, ναρκισσιστική πολιτική… Η μια πλευρά είναι η Τουρκία ή οποία ούτε ακριβώς ναρκισσιστική είναι και σίγουρα όχι διχοτομική. Είναι σταθερά επεκτατική και στόχος της φαίνεται να είναι ο πλήρης έλεγχος της Κύπρου. Με τον ίδιο τρόπο που επιχειρεί να δορυφοροποιήσει τη Συρία και να οικειοποιηθεί το μισό Αιγαίο. Από την άλλη υπάρχει μια ελληνοκυπριακή πλευρά η οποία αμήχανα και αδέξια προσπαθεί, με σημαντικά λιγότερα μέσα, να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη (ή τουλάχιστον αυτό θα έπρεπε να κάνει). Είναι τουλάχιστον προσβλητική συνεπώς η αναφορά σε ‘θκυό πλευρές’ ανάλογες στοχοθεσίες.

Το κείμενο ως πολιτικό περιεχόμενο δεν μπορεί να κριθεί επιεικώς. Εκδηλώνεται μια προσπάθεια προκρούστειας εξίσωσης των ανομοίων. Είναι εντελώς ανόητο και ανιστόρητο να εξισώνεται στην Κύπρο ο ελληνικός ρόλος με τον τουρκικό. Είναι επίσης εντελώς ανόητο να αποδίδεται ίδια δυνατότητα επίδρασης στα πράγματα στην ελληνοκυπριακή και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η πρώτη υπάρχει (προς το παρόν) αλλά πελαγοδρομεί. Η δεύτερη δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν ως οντότητα (με εξαίρεση μερικές λαμπρές ατομικές περιπτώσεις), συντετριμμένη υπό το βάρος της ισλαμοποίησης και του εποικισμού. Σε μια απέλπιδα όμως προσπάθεια να βρεθεί κοινή γλώσσα με τους Τουρκοκύπριους γίνεται μια άνευ προηγούμενου ισοπέδωση της πραγματικότητας. Και έτσι καταλήγουμε να μιλούμε για δύο κράτη, ψευδοκράτος και ΚΔ, που μόνο τύποις διαφέρουν. Για δύο παρόμοιους κρατικούς μηχανισμούς (τύποις διαφέρουν ασχέτως αν ο ένας κτίστηκε πάνω στο αίμα και την εθνοκάθαρση). Για πελατειακές σχέσεις που πλήττουν και τα δύο κράτη. Για το παγκόσμιο κεφάλαιο που κυνηγά όλους αδιάκριτα – Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

Ούτε και ως αριστερή προσέγγιση επιβιώνει το κείμενο. Η παραπομπή στα ‘ξένα συμφέροντα του παγκόσμιου κεφαλαίου’ μειδίαμα προκαλεί. Δηλαδή προσπερνούμε τα απτά και οφθαλμοφανή για να επικαλεστούμε την αρνητική επίδραση του παγκόσμιου κεφαλαίου; Διότι σε όλο αυτό το κείμενο αγνοείται εντελώς ο ιμπεριαλιστικός ρόλος της Τουρκίας, με ανοχή αμερικανοβρετανική,  και η συνέχιση της κατοχής. Η επαναστατική αριστερά υπήρξε παραδειγματικά παρούσα σε διάφορες τοπικές συγκρούσεις όπως στην Νότια Αμερική και στην Αφρική. Επιμένοντας στην εφαρμογή αρχών χειραφέτησης των λαών και αρχών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σίγουρα δεν θα κατέληγε να καταπίνει αμάσητο τον τουρκικό ρόλο στην Κύπρο και σίγουρα δεν θα ήταν βασική δύναμη ενδοτισμού και αποδοχής των κατοχικών δεδομένων που έχει δημιουργήσει η Τουρκία.

Περαιτέρω όμως το κείμενο δεν ξεγλιστρά από την κριτική ούτε με επίκληση οποιασδήποτε καλλιτεχνικής ασυλίας. Δηλαδή αν επρόκειτο για μια καρικατούρα ή μια καλλιτεχνική αναπαράσταση της πολιτικής τότε θα μπορούσε να διεκδικηθεί καλλιτεχνική άδεια. Δεν είναι όμως αυτό που συμβαίνει. Και κάθε ισχυρισμός περί του αντιθέτου θα ήταν ανέντιμος. Πρόκειται για γνήσια απόπειρα πολιτικής ανάλυσης. Αδέξιας, στρεβλωτικής και απαράδεκτης μεν, πολιτικής ανάλυσης δε.

Ποια θα έπρεπε να ήταν η στάση της Πολιτείας; Σίγουρα επεμβατική. Είμαστε υπό καθεστώς μερικής κατοχής. Είμαστε εν μέσω αγώνα επιβίωσης (ή έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον). Υπό αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί η Πολιτεία να ανεχθεί τέτοιο αυτοκαταστροφικό κείμενο στο πλαίσιο της κυπριακής εκπροσώπησης στην μπιενάλε. Κακώς δεν προέβη σε έλεγχο εκ των προτέρων. Να μην φτάσει και ο φορολογούμενος να πληρώνει από την τσέπη του για ένα πόνημα που εντέλει αντιστρατεύεται τα συμφέροντα του. Δικαιολογημένα ανακαλείται λοιπόν προς περιορισμό της ζημιάς. Ας αποδοθούν όμως ευθύνες. Διότι όπως κατάλαβα δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Τώρα. Είναι ένα πράγμα να ανακληθεί το βιβλίο από την μπιενάλε και άλλο να αποσυρθεί από την κυκλοφορία. Υπάρχει ελευθερία του λόγου. Ο καθένας μπορεί να λέει ό, τι θέλει. Ακόμα και ανοησίες. Και η Δημοκρατία μας, παρά τα τρωτά της, μπορεί να αντέξει ακόμα και κάτι τέτοια.  

*Δικηγόρος.