Στις 11 Αυγούστου 2025 συμπληρώθηκαν είκοσι εννέα χρόνια από τη δολοφονία του Τάσσου Ισαάκ, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από πράκτορες των τουρκικών κατοχικών δυνάμεων στην Κύπρο. Τρεις ημέρες αργότερα, ο εξάδελφός του, Σολωμός Σολωμού, έπεσε νεκρός από πυρά, ενώ επιχειρούσε να κατεβάσει την τουρκική σημαία από ιστό που βρισκόταν εντός της Νεκρής Ζώνης των Ηνωμένων Εθνών.

Ο Σολωμού ήταν άοπλος και δεν επέδειξε καμία συμπεριφορά που θα μπορούσε να θεωρηθεί απειλητική. Κατά την ανάβασή του στον ιστό, δέχθηκε πέντε πυροβολισμούς, οι οποίοι ερρίφθησαν από τουλάχιστον τρία άτομα από την τουρκικώς ελεγχόμενη πλευρά, με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατό του.

Μέχρι σήμερα, ουδείς έχει λογοδοτήσει ποινικά.

Φωτογραφικό υλικό ταυτοποίησε ως έναν από τους φερόμενους ως δράστες τον Κενάν Ακίν, πρώην «υπουργό» στο αυτοαποκαλούμενο «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («ΤΔΒΚ»). Παρά την έκδοση Ερυθράς Αγγελίας της INTERPOL, ο Ακίν εξακολουθεί να διαμένει ανενόχλητος στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου και μάλιστα, κατά περιόδους, κατέχει δημόσια αξιώματα στην παράνομη διοίκηση. Σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο 2004, υποστήριξε ότι η εντολή για πυροβολισμό δόθηκε από τον τότε Διοικητή των Τουρκικών Δυνάμεων στα κατεχόμενα, Χαλίλ Σαντραζάμ, ισχυρισμό τον οποίο εκείνος αρνήθηκε. Όταν ο Ακίν συνελήφθη αργότερα στην Τουρκία για άσχετες κατηγορίες, αφέθηκε ελεύθερος, με την αιτιολογία ότι η Κυπριακή Δημοκρατία «δεν έχει δικαιοδοσία» επί της «ΤΔΒΚ».

Ανάλογη τύχη είχε και η υπόθεση του Ερχάν Αρίκλι, επίσης καταζητούμενου με Ερυθρά Αγγελία της INTERPOL για τις δολοφονίες τόσο του Ισαάκ όσο και του Σολωμού. Παρά τη σύλληψή του το 2012, αφέθηκε ελεύθερος και έκτοτε διατηρεί ανώτερα αξιώματα στην κατοχική διοίκηση, περιλαμβανομένων υπουργικών χαρτοφυλακίων.

Το 2008, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεση Solomou και άλλοι κατά Τουρκίας, Αρ. Αίτησης/Προσφυγής 36832/97) έκρινε ομόφωνα την Τουρκία υπεύθυνη για την παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή), τόσο για τον φόνο του Σολωμού όσο και για την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας. Παρά τη δεσμευτικότητα της απόφασης και την καταβολή αποζημιώσεων, η ατομική ποινική λογοδοσία παραμένει ανύπαρκτη και τα άτομα που φέρονται να εμπλέκονται άμεσα εξακολουθούν να παραμένουν ελεύθερα, εντός μιας γεωγραφικά περιορισμένης, αλλά πολιτικά “προστατευμένης” επικράτειας.

Η αδυναμία εκτέλεσης των λεγόμενων Red Notices, ακόμη και όταν η τοποθεσία των υπόπτων είναι δημοσίως γνωστή και τεκμηριωμένη, εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα της διεθνούς ποινικής συνεργασίας και για το εάν, όντως, υφίστανται μηχανισμοί ικανοί να υπερβούν πολιτικά και γεωπολιτικά εμπόδια.

Ποια πρακτικά και νομικά βήματα μπορούν να αναληφθούν σε περιπτώσεις όπου η INTERPOL δηλώνει αδυναμία εντοπισμού και σύλληψης ατόμων που τελούν υπό τις αγγελίες της (Red Notices), παρά την ευρέως γνωστή και καταγεγραμμένη παρουσία τους; Το ερώτημα παραμένει ανοικτό και κρίσιμο, ως ένδειξη (ή αντένδειξη!) της αξιοπιστίας και της εφαρμοσιμότητας της διεθνούς έννομης τάξης.

*Δικηγόρος