Η Άγκυρα εντείνει την προώθηση της λεγόμενης «λύσης δύο κρατών» για την Κύπρο, παρουσιάζοντάς την ως την πιο «ρεαλιστική» και «βιώσιμη» επιλογή για την επίλυση του κυπριακού. Κατά τη συνάντησή του (13.11.2025) στην Άγκυρα με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Τουφάν Έρχιουρμαν, ο Πρόεδρος Ερντογάν επανέλαβε αυτή τη θέση, η οποία έχει αναχθεί σε κεντρικό άξονα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας — τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρυκτικών δηλώσεων.

Η τουρκική αφήγηση επιχειρεί να εμφανίσει τον καταναγκαστικό διαχωρισμό της Κύπρου — απότοκο της παράνομης εισβολής του 1974 — όχι ως πρόβλημα προς επίλυση, αλλά ως τη βάση μιας δήθεν «ρεαλιστικής» διευθέτησης, απενοχοποιώντας την τουρκική ευθύνη και επανανοηματοδοτώντας το status quo. Ωστόσο, πίσω από τις δηλώσεις, η επιδίωξη της Άγκυρας δεν είναι ούτε η διχοτόμηση ούτε τα δύο χωριστά κράτη. Ούτε το ένα ούτε το άλλο εξυπηρετούν τα στρατηγικά της συμφέροντα — στο παρόν ή/και στο μέλλον.

Ο στρατηγικός στόχος της Άγκυρας είναι διαχρονικός: Και αυτός είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) ως κρατικής οντότητας, δηλαδή ως υποκείμενο και ως δρώντα του διακρατικού συστήματος. Είναι μια επιδίωξη που η Άγκυρα θα ήθελε να έχει επιβάλει «χθες» και που έχει καθυστερήσει, στα μάτια της, για πάνω από πέντε δεκαετίες.

Η Τουρκία έχει εδραιώσει ένα στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτισμικό και δημογραφικό έλεγχο στα κατεχόμενα εδάφη της ΚΔ. Έχει αναπτύξει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες εξοπλισμένους και εκπαιδευμένους από το ΝΑΤΟ, έχει οικοδομήσει στρατιωτικές βάσεις για την προβολή ισχύος στην ευρύτερη περιοχή και έχει μεταφέρει πάνω από 200.000 εποίκους από την Τουρκία — μια πράξη που συνιστά έγκλημα πολέμου βάσει του διεθνούς δικαίου.

Παράλληλα, έχει επιδοθεί σε οργανωμένη και μεθοδική προσπάθεια αλλοίωσης του πολιτιστικού και θρησκευτικού ιστού της κατεχόμενης περιοχής, με σαφή στόχο την εξάλειψη της ιστορικής της ταυτότητας.

Τα γεγονότα επί του εδάφους δεν υποδηλώνουν πρόθεση ειρηνικής επίλυσης. Αντιθέτως, μαρτυρούν στρατηγική εδραίωσης του διαχωρισμού.

Ο πρώην Τούρκος Πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, στο εμβληματικό βιβλίο του Στρατηγικό Βάθος σημειώνει: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχαν Μουσουλμάνοι Τούρκοι στην Κύπρο, η Τουρκία θα όφειλε να διατηρεί κυπριακό ζήτημα». Και εξηγεί: «Καμία χώρα δεν μπορεί να παραμείνει αδιάφορη απέναντι σε ένα νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».

Ο όρος «ζωτικός χώρος» (vital space) παραπέμπει ευθέως στη ναζιστική θεωρία του lebensraum. Η τοποθέτηση του Νταβούτογλου υποβαθμίζει τους Τουρκοκύπριους σε θρησκευτική μειονότητα, παραγνωρίζοντας την πολιτική, κοινωνική και ιστορική τους ταυτότητα ως πολίτες της ΚΔ. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: το κυπριακό οφείλει να παραμείνει «ανοιχτό», μέχρι η Άγκυρα να πετύχει τον τελικό της στόχο.

Ωστόσο, η Κύπρος δεν είναι απλά ένα «νησί». Η ΚΔ είναι κυρίαρχο κράτος, διεθνώς αναγνωρισμένο, μέλος του ΟΗΕ, της ΕΕ  και συμμετέχει σε πολλαπλούς άλλους διεθνείς οργανισμούς.

Η θεωρία Νταβούτογλου εφαρμόζεται με συνέπεια, ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνά στην Τουρκία – στρατιωτικοί, κοσμικοί ή ισλαμιστές. Η προσέγγιση αυτή αποτελεί διαχρονικό δόγμα της Άγκυρας. Το 1974 επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί με τα όπλα αλλά απέτυχε παταγωδώς. Έκτοτε προωθείται διαφορετικά. Παραφράζοντας τον Κλάουζεβιτς η διπλωματία, η πολιτική, ο στρατιωτικός καταναγκασμός και ο δημογραφικός εποικισμός που υλοποιεί η Τουρκία, από το 1974, είναι η συνέχιση του τουρκικού  πολέμου κατά της Κύπρου με άλλα μέσα.

Ήδη από το 1974, ο αείμνηστος Λόρδος Κάραντον (Sir Hugh Foot), τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου, διατύπωσε με εντυπωσιακή διορατικότητα τον στρατηγικό στόχο της Άγκυρας: «Οι Τούρκοι θέλουν να είναι κύριοι στον βορρά και εταίροι στον  νότο». Η φράση αυτή δεν ήταν ρητορική υπερβολή. Αποτυπώνει με ακρίβεια τον πυρήνα της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής: τον απόλυτο έλεγχο στο κατεχόμενο τμήμα της ΚΔ και τη συγκυριαρχία στο ελεύθερο.

Η Τουρκία δεν επιδιώκει την ύπαρξη δύο ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών στην Κύπρο. Ο πραγματικός της στόχος είναι η συγκυριαρχία επί ολόκληρης της επικράτειας – πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά.

Στρατηγική της επιδίωξη είναι να αποτρέψει την ΚΔ από το να λειτουργεί αυτόνομα σε μια περιοχή την οποία η Άγκυρα θεωρεί μέρος του δικού της «ζωτικού χώρου» — ιδίως μέσα από το πρίσμα των δογμάτων της Γαλάζιας Πατρίδας (Mavi Vatan), της θεωρίας της περικύκλωσης (kuşatma teorisi) και του ευρύτερου νεο-οθωμανικού επεκτατισμού.

Το πρόβλημα για την Τουρκία, τουλάχιστο από το 1964 και μετά,  δεν είναι η διχοτόμηση. Είναι η αλά Τούρκα  «ανεξαρτησία» δύο «οντοτήτων», δηλαδή δύο δικών της σατραπειών.

Η γκανστερική αυτή στρατηγική δεν εξελίσσεται αποκομμένα. Εντάσσεται στον ευρύτερο γεωπολιτικό ανταγωνισμό στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Η διατήρηση  της κατοχής της Κύπρου — και ο έλεγχος μιας ενδεχόμενης μετα-λύσης, ενισχύουν τη θέση της Άγκυρας έναντι όλων των δυνητικών της αντιπάλων: των ΗΠΑ, του ΗΒ, του Ισραήλ της Αιγύπτου και της Ελλάδας. Νατοϊκές και μη βάσεις, ενεργειακοί διάδρομοι, πολιτισμικός έλεγχος, βρίσκονται στην ατζέντα της Άγκυρας.

Υπάρχει και η νομική διάσταση. Η Άγκυρα γνωρίζει πως το μοντέλο των δύο κρατών είναι νομικά αδιέξοδο με βάση το διεθνές δίκαιο. Γιατί λοιπόν το προβάλλει; Πιθανότατα ως τακτικό ελιγμό. Υιοθετώντας μια ακραία θέση, επιχειρεί να μετατοπίσει τη διαπραγμάτευση προς μια συνομοσπονδία — με κυριαρχική ισότητα για τους Τουρκοκύπριους. Σε περίπτωση αποτυχίας, εξασφαλίζει χρόνο και εδραιώνει τον ντε φάκτο έλεγχο στα κατεχόμενα — χωρίς να αναλάβει το κόστος επίσημης προσάρτησης. Ακόμη και μια «χαλαρή» επιβαλλόμενη ομοσπονδία, μπορεί να εξυπηρετήσει τους τουρκικούς σκοπούς.

Στο εσωτερικό της Τουρκίας, η ρητορική των δύο κρατών ενισχύει τον εθνικο-ισλαμισμό και συσπειρώνει τη βάση του Ερντογάν, αποπροσανατολίζοντας από την οικονομική κρίση και τον αυταρχισμό.

Στην πράξη, το μοντέλο των δύο κρατών παρέχει στην Άγκυρα το πλεονέκτημα της στρατηγικής ασάφειας. Της επιτρέπει να διαχειρίζεται τις προσδοκίες, να δικαιολογεί το αδιέξοδο και να παρουσιάζει την ελληνοκυπριακή πλευρά ως “μη ρεαλιστική”. Όμως πίσω από τη ρητορική, υπάρχει μόνο ένας οδικός χάρτης: εκείνος της «τουρκικής ειρήνης».

Η ανάδειξη του Τουφάν Ερχιουρμάν, ως ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι απόλυτα σεβαστή και  καλοδεχούμενη, δεν συνιστά όμως ουσιαστική μεταβολή στα κομβικά και καίρια ζητήματα.  Την τελική απόφαση θα την λάβει η Άγκυρα.

Η ΚΔ είναι, de jure, ενιαίο και κυρίαρχο κράτος. Καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια της Κύπρου, πλην των δύο βρετανικών βάσεων. Όλοι οι  πολίτες της συγκροτούν ένα πολυπολιτισμικό σύνολο: Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι.

Αυτό που προτείνει η Τουρκία συγκρούεται με το διεθνές δίκαιο και ακυρώνει τη σύνθετη ταυτότητα της Κύπρου. Δεν προωθεί συνύπαρξη. Επιδιώκει την εκ των υστέρων νομιμοποίηση ενός στρατιωτικού τετελεσμένου.

Λύση δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε εξαναγκαστικό διαχωρισμό, σε αλλοίωση πληθυσμών ή σε επιβολή. Οποιαδήποτε διευθέτηση οφείλει να εδράζεται στο διεθνές δίκαιο, στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Και πρέπει να διασφαλίζει τη συμμετοχή όλων των Κυπρίων σε ένα κοινό, ισότιμο μέλλον – με ασφάλεια, αξιοπρέπεια και προοπτική για το μέλλον.

Η Κύπρος δεν μπορεί να «επανιδρυθεί» μέσα από διαχωρισμό και ανισότητα. Η διατήρηση της εθνοτικής διάκρισης παραπέμπει επικίνδυνα σε καθεστώς απαρτχάιντ.

Τελικά, η ρητορική των δύο κρατών μοιάζει περισσότερο με συγκάλυψη για διαρκή έλεγχο, παρά με ειρηνευτική πρόταση. Πίσω από τα συνθήματα κρύβεται μια στρατηγική τουρκικής  κυριαρχίας — όχι συμφιλίωσης.

Η ιστορία δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Η πρόσφατη συνάντηση Χριστοδουλίδη-Ερχιουρμάν αφήνει μια χαραμάδα φωτός στη σήραγγα. Μακάρι να μην είναι το φως του επερχόμενου τρένου. Αυτό που απαιτείται τώρα είναι διαύγεια, συνέπεια και θάρρος – από την Κύπρο, τον ΟΗΕ, την ΕΕ και τη διεθνή κοινότητα.

Η Κύπρος παραμένει ένα τεστ για τη διεθνή διπλωματία και τη διεθνή έννομη τάξη: θα επικρατήσει το δίκαιο ή η ισχύς; Τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ο στρατηγικός κυνισμός; Η διπλωματία ή ο εκβιασμός; Η έκβαση θα επηρεάσει όχι μόνο το μέλλον της Κύπρου, αλλά και την αξιοπιστία της διεθνούς νομιμότητας — και το προηγούμενο που αυτή δημιουργεί. Κύπρος Ενιαία και Ελεύθερη.

*Ο Ευρυβιάδης Λ. Ευρυβιάδης είναι Πρέσβης (επί τιμή)  και Ανώτερος Ερευνητικός Συνεργάτης, Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.