Πριν λίγο καιρό επαναπατρίστηκε μια φίλη μου, μετά από 15 χρόνια στο Λονδίνο. Θέλησα να την βγάλω έξω σε κάποιον σύγχρονο και κομψό χώρο, ώστε να μη νιώθει ότι χάνει κάτι από το πολύβουο Λονδίνο αλλά κάπου ζεστά και φιλόξενα που να της θυμίζει γιατί είχε αποφασίσει να επιστρέψει εξαρχής.
Στο καινούριο Μουσών εγώ δεν είχα ξαναπάει, είχα δει μόνο φωτογραφίες και μαγεύτηκα από την παραμυθένια, θαλασσιά μπάρα τους, που θυμίζει κάποιο στέκι που θα σύχναζαν γοργόνες για να πιουν το κοκτέιλ τους και να τσιμπήσουν το πλαγκτόν τους. Και επειδή ως γνωστόν εγώ στην προηγούμενή μου ζωή έχω υπάρξει γοργόνα, είπα να πάμε εκεί. Με το που μπήκαμε, μας υποδέχτηκαν χαμογελαστά πρόσωπα (Λευκωσία 1-Λονδίνο 0) και εκεί μου έριξε η φιλενάδα τη βόμβα: «έχω ξαναέρθει εδώ, ήδη δύο φορές, να σου προτείνω τι να φας». Ε όχι βρε φίλε άσε με να νιώσω προχωρημένη food writer που σε μπάζει στα hotspots της Λευκωσίας. Τέλος πάντων, η κύρια «παντογνώστης» μου σύστησε να ξεκινήσουμε οπωσδήποτε με τη σαλάτα με κατσικίσιο τυρί στο φύλλο και αυτό κάναμε. Καταλαβαίνω γιατί της άρεσε τόσο, όταν έκοβες το τραγανό φύλλο, το τυρί έσκαγε μύτη ζεστό και μαλακό μέσα από το «κουκούλι» του και «εμβολίαζε» τα χορταρικά με μια νόστιμη θαλπωρή. Το τυρί συνδυαζόταν ωραία επίσης με τις γλυκές πινελιές από τα παστά φοινίκια, αλλά θα προτιμούσα να ήταν ψιλοκομμένα σε όλη τη σαλάτα (ήταν κομμένα στη μέση), ώστε να ενσωματώνονται πιο ομαλά σαν ολότητα αλλά και να βρίσκεις πιο συχνά την καραμελένια γλυκάδα τους.
Επίσης λιγότερο ξιδάκι στη βινεγκρέτ νομίζω θα απογείωνε το πιάτο. Όταν αποτελειώσαμε τη σαλάτα, η φίλη μου έκανε «βουττί» στο ζουμάκι που έμεινε, με το ψωμί, το οποίο δήλωσε ότι ήταν θεσπέσιο (ήταν φρεσκοζυμωμένο από τον ζαχαροπλάστη του μαγαζιού). Για ζεστό ορεκτικό πήραμε τις σαρκώδεις και ζουμερές γαρίδες οι οποίες κάθονταν αναπαυτικά σε μια ενδιαφέρουσα και μυρωδάτη σάλτσα, που θύμιζε ένα νόστιμο ασιατικό συνονθύλευμα από curry και sweet and sour. Για κυρίως πήραμε και οι δύο ψάρι, η παρέα μου διάλεξε τον σολομό με ελαφρώς γλυκιά, τραγανή πέτσα, μαλακή ζουμερή σάρκα και αφράτο πουρέ γλυκοπατάτας, ένα καλά εκτελεσμένο πιάτο. Εγώ παρήγγειλα τον τόνο, που ήταν απαλός και μύριζε ωραία απ’ το γκριλ, όμως θα ξεχώριζε ακόμη περισσότερο με ένα πιο ευδιάκριτο άρωμα από τη σάλτσα των εσπεριδοειδών.
Για επιδόρπιο φάγαμε μια αποδομημένη μηλόπιτα crumble, με τις κλασικές ζεστές μαμαδίστικες γεύσεις και μυρωδιές των καραμελωμένων μήλων. Τα κοκτέιλ μας ήταν υπέροχα: πανέμορφα και πεντανόστιμα και ανυπομονώ να ξαναβρεθώ εκεί για ένα «refill». Αξίζει όμως και ειδική αναφορά στο πριβέ δωμάτιο στο απομονωμένο μπαλκονάκι του δεύτερου ορόφου, ό,τι πρέπει για προσωπικούς εορτασμούς ή επαγγελματικές συναντήσεις.
Για να βγεις προς το μπαλκόνι, πρέπει να σε συνοδεύσει ο συμπαθέστατος ιδιοκτήτης, ο Γιάννος και πρώτα πρέπει να περάσεις από μέσα από ένα γιγάντιο θησαυροφυλάκιο (ήταν τράπεζα ο χώρος πιο παλιά). Όλο αυτό, συνοδεία με τη ρετρό διακόσμηση του δωματίου, παραπέμπει στα μυστικά υπόγεια μπαρ της ποτοαπαγόρευσης της δεκαετίας του ‘20. Πρότεινα στον Γιάννο και θα επιμένω σε αυτό, ότι όποιος κάνει κράτηση για το πριβέ δωμάτιο, θα πρέπει να λέει και ένα μυστικό συνθηματικό για μια πιο πιστή αναπαραγωγή της εποχής.
Επανερχόμενη στο φαγητό τώρα, να αναφέρω ότι στις προσεχείς μέρες το εστιατόριο θα ανοίξει τις πόρτες του και για το μεσημέρι, προσφέροντας διάφορες επιλογές από το μενού καθώς και μαγειρευτά της ημέρας και όσπρια. Και ας μην ξεχνάμε ότι τα Σαββατοκύριακα σερβίρει brunch.
Τρίτη-Παρασκευή 17:30-02:00, Σάββατο-Κυριακή 10:30-02:00.
Περιοδικό Go, τεύχος 55.